Search

Ιστορικές «μαρτυρίες» από τον επιζήσαντα δάσκαλο Γεώργιο Ανδρεάδη (1883-1973) κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Ποντίων

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τσαγράκ της Κερασούντας του Πόντου, ένα όμορφο παρχαρότοπο (σ.σ καταπράσινο μέρος), μέσα σε ένα περιβάλλον οικογενειακό, στηριγμένο σε πατροπαράδοτες χριστιανικές παραδόσεις, με ορθή αγωγή, προσανατολισμένη στην κατάκτηση της αρετής και μέσα σε μια φύση γεμάτη ομορφιές απείρου κάλλους.

Από τα χρόνια της φοίτησής του στο Γυμνάσιο της Κερασούντας, της παράλιας και αρχαίας Ελληνικής πόλης του Ευξέινου Πόντου -όπου μετέβη για να φοιτήσει με πενιχρά μέσα και κατόπιν σύστασης του θείου του Φωτίου, Μητροπολίτη, μετέπειτα Κορυτσάς και Πρεμετής, σφαγιασθέντος το 1906 από Τουρκοαλβανούς κομιτατζήδες- είχε διαμορφώσει προσωπικότητα με έντονους εθνικούς προβληματισμούς, με κυρίαρχο στοιχείο την έννοια της ελευθερίας και την απελευθέρωση του Πόντου από τον Τουρκικό ζυγό.

Στα «Κατάλοιπά» του έγραφε «Απορώ και εξίσταμαι πως από την τρυφερή μου ηλικία θρονιάστηκε μέσα μου το ιδανικό της ελευθερίας και ο πόθος της απελευθέρωσης μας. Το αποδίδω στο ένστικτο που γεννήθηκε από την παρακολούθηση των συζητήσεων, ιδίως του πατέρα μου, παπανδρέα ως και άλλων συγγενών και γειτόνων».

Εξάσκησε το επάγγελμα του δασκάλου με επιτυχία σε διάφορες περιοχές, όπως το Επές, στη συνέχεια στην Πράσαρη και τέλος μέχρι και τις αρχές του Α’ Π.Π στην αστική σχολή της Κασσιόπης, όπου έλαβε αρκετούς επαίνους.

Με την έκρηξη του Α’ Π.Π, λίγες μέρες μετά τον μεγαλοπρεπή γάμο του, στις 6 Ιουλίου του 1914 κηρύχθηκε στην Τουρκία γενική επιστράτευση και οι συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου ήταν οδυνηρές. Πολλοί επίστρατοι σε ένα κλίμα αλλοφροσύνης διέφυγαν στην Ρωσία, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να εξαγοράσουν την επιστράτευση με το ποσό των 45 χρυσών λιρών Τουρκίας. Τότε αναφέρει, ότι επέστρεψε στο Τσαγράκ, καθώς ο ρωσικός στόλος βομβάρδιζε τα παράλια της Κερασούντας, μεταξύ των οποίων και την Κασσιόπη, παραμένοντας εν τέλει στη γενέτειρα του, όπου άνοιξε σχολείο με 40 μαθητές (1915).

Για τα επόμενα όμως χρόνια δεν έγινε λόγος για λειτουργία σχολείων, αφού με την ήττα των Τούρκων στο μέτωπο του Καυκάσου (Ιανουάριος 1915) και την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους (5-4-1916), οι τουρκικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο λευκού θανάτου των Ελλήνων του Πόντου αλλά και τους εκτοπισμούς των κατοίκων των παραλίων πόλεων στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, ύστερα από υποδείξεις των Γερμανών συμμάχων τους, ιδίως του στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς.

Τον Νοέμβριο του 1916 πήρε το δρόμο της εξορίας μαζί με τους κατοίκους του Τσαγράκ, για να αποφύγει τις λεηλασίες των Τουρκολαζών, που στο δρόμο τους σκορπούσαν τον θάνατο.

Παρά την συντριβή των κεντρικών δυνάμεων και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (30-10-1918), έσβησαν οι ελπίδες για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των Ποντίων με του ηττημένους Τούρκους. Η εμφάνιση του Κεμάλ (Μάιος 1919) ύψωσε και πάλι το ανάστημα της Τουρκίας, η οποία συνέχισε τους διωγμούς εναντίον ελληνικών πληθυσμών. Παράλληλα, μαζί με τον Κεμάλ, εμφανίστηκε και ένας από τους χειρότερους διώκτες του ποντιακού στοιχείου, το ανθρωπόμορφο τέρας του Τοπάλ Οσμάν. Καθημερινές συλλήψεις, διώξεις, ξυλοδαρμοί, ληστείες, βιασμοί και σφαγές, ήταν οι μέθοδοι εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου, από τον αδίστακτο σφαγέα. Το κλίμα φόβου είχε επικρατήσει σε όλη την περιοχή του Πόντου από το φθινόπωρο του 1920 ως τον Ιούνιο του 1921.

Τάγματα Θανάτου (Αμελέ Ταμπουρού)

Την 1η Ιουνίου 1921 σε φάλαγγα ανά δυάδες και με ισχυρή συνοδεία της Τζαντάρμα (σ.σ χωροφυλακή), όπως σημειώνει στα Κατάλοιπά του, ο ανδρικός πληθυσμός της περιοχής της Κασσιόπης, Κερασούντας και των περιχώρων, ηλικίας 14-70 ετών, οδηγήθηκε στα ενδότερα, σε μια εξοντωτική πορεία με κατεύθυνση το άγνωστο. Ανάμεσα τους ήταν και ο παππούς μου Γεώργιος, ο οποίος καρτερικά υπέμεινε το μαρτύριο σε μια πορεία δεκάδων χιλιομέτρων μακριά από τους δικούς του, διασχίζοντας τους νομούς Τραπεζούντας, Καρα-χισάρ, Σεβάστειας, Ελ-αζίζ και Ντιαρμπεκίρ στα βάθη της Καρδουχίας. Οι εξόριστοι μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς τροφή και νερό και κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες, περίμεναν ως λύτρωση, τον θάνατό τους. Ο ίδιος είχε ορισθεί δέκαρχος (σ.σ υπεύθυνος) ομάδας εργασίας της κατασκευής δρόμων, τόσο για τη μεταφορά λίθων, όσο και για την λιθόστρωσή τους.

Βασανιστήρια και ξυλοδαρμοί

Τα βασανιστήρια και οι ξυλοδαρμοί που καθημερινά δεχόταν από τους επιτηρητές του ήταν απάνθρωπα. Μια μέρα δέχτηκε ένα έντονο χτύπημα στο κεφάλι του με όπλο και στα Κατάλοιπά του σημείωσε το εξής: «Αυτόματα έπιασα το κεφάλι μου νομίζοντας πως είχε φύγει το άνω μισό. Απορώ και τώρα ακόμη πως βάσταξε αυτό το ανίσχυρο κουφάρι μου τόσες και τόσες περιπέτειες και βάσανα. Αυτός ο ξυλοδαρμός μου κόστισε πολύ. Τρεις μέρες έπεσα κλινήρης στη σκηνή με σχετική άδεια». Οι θάνατοι ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο στα τάγματα εργασίας και με πικρία αναφέρει «Ο θάνατος πια ήταν σαν τον Αννίβα προ των πυλών της Ρώμης». Η παραμονή του στα Αμελέ Ταμπουρού θα συνεχιστεί μέχρι και το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας (Σεπτέμβριος 1922) στην Αργανή Μαντέν, στο ενδιάμεσο μεταξύ Ελ-αζίζ και Ντιαρμπεκίρ, ωσότου το Νοέμβριο του 1922 μετά την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών (30 Σεπτεμβρίου 1922), όλοι οι εξόριστοι, που επέζησαν, αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Πεζοπορώντας λοιπόν με την ψυχή στο στόμα διέσχισε όλη την Τουρκία και πέρασε από τις πόλεις Σιβερέκ και Ούρφα, έφτασε στο Μπιρετζίκ, ακριβώς κοντά στα σύνορα της Συρίας, για να περάσει με σχεδία τον Ευφράτη και να καταλήξει στο Χαλέπι. Μετά από όλο αυτό το εξουθενωτικό ταξίδι επιβίωσης από τα δολοφονικά Τάγματα Θανάτου, τον Ιούλιο του 1923, ξεκίνησε από το λιμάνι της Αλεξανδρέτας με πλοίο για την Ελλάδα και αποβιβάστηκε στην Πάτρα, όπου είχαν καταλήξει λίγο νωρίτερα τα μέλη της οικογένειας του από την Κωνσταντινούπολη.

Με την συμπλήρωση των 101 χρόνων από την Γενοκτονία των Ποντίων (1919-2020) παραθέτω ορισμένα από τα απομνημονεύματα του παππού μου Γεωργίου Ανδρεάδη, ο οποίος τα ονομάζει «Κατάλοιπα». Πρόκειται για πραγματικά γεγονότα που αποδεικνύουν από πρώτο χέρι τις φρικαλεότητες και τις θηριωδίες των οθωμανικών ορδών και των όσων βίωσε και μαρτύρησε κατά την περίοδο της Γενοκτονία του Ποντιακού ελληνισμού.

Αυτή η μνήμη των προγόνων είναι χρέος όλων μας, γιατί όπως λέει και ο αρχαίος ρήτορας Λυσίας στον Επιτάφιο “τοις Κορινθίοις βοηθοίς”: «ἄξιον γάρ πᾶσιν ἀνθρώποις κἀκείνων μεμνῆσθαι, ὑμνοῦντας μεν ἐν ταῖς ᾠδαῖς, λέγοντας δ’ ἐν τοῖς τῶν ἀγαθῶν γνώμαις, τιμῶντας δ’ ἐν τοῖς καιροῖς τοῖς τοιούτοις, παιδεύοντας δ’ ἐν τοῖς τῶν τεθνεώτων ἔργοις τους ζῶντας». Δηλαδή, αξίζει όλοι οι άνθρωποι να θυμούνται και εκείνους (τους παλαιούς προγόνους μας), αναπέμποντας ύμνους, μνημονεύοντάς τους στα εγκώμια των γενναίων, τιμώντας τους σε τέτοιες (σαν αυτή εδώ) καταστάσεις, γνωρίζοντας στους ζωντανούς τα κατορθώματα των ηρώων του παρελθόντος.

Γράφει ο Παναγιώτης Ανδρεάδης, Δημοσιογράφος – Φιλόλογος

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close