Μια ομιλία του ιστορικού Τζέιμς Ντέιβιντσον, συγγραφέα του ριζοσπαστικού βιβλίου «Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως», ρίχνει ακόμα περισσότερο φως στο πολυσύνθετο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα.
Σπάρτη, 610 π. Χ. Νύχτα προχωρημένη, πριν από το χάραμα. Μια ομάδα κοριτσιών (νεανίδων) σέρνει ένα αλέτρι τελετουργικά και τραγουδάει εν χορώ ένα παρθένειο ‒ ένα τραγούδι σε διάλεκτο παράξενη, ακατανόητη. Σιγά-σιγά το αυτί μας συνηθίζει, αναγνωρίζουμε κάποια ονόματα από αρχαίους μύθους: Κάστωρ και Πολυδεύκης, τ’ αδέλφια της Ελένης, Αφροδίτη, Σειρήνες. Έξαφνα τα κορίτσια αρχίζουν ν’ απευθύνονται το ένα στο άλλο με ονόματα παλιομοδίτικα, παράξενα: Ιανθεμίς, Φίλυλλα, Ασταφίς, Αγησιχόρα. Δείχνουν να ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις ‒ «εράσμια Ιανθεμίς». Αλλά όχι, κάνουν κάτι περισσότερο. Φλερτάρουν: «Να ‘ταν δικιά μου η Ασταφίς, να με κοιτούσε η Φίλυλλα κατάματα». Διακρίνουμε, μάλιστα, σημάδια ερωτικής ζήλιας: «Δεν πρέπει να συνεχίσω άλλο, η Αγησιχόρα δεν μ’ αφήνει από το βλέμμα της».
Μετακινούμαστε σε άλλο τόπο. Σαντορίνη. Ένας επαναλαμβανόμενος μεταλλικός ήχος. Σ’ ένα ακρωτήρι γεμάτο ιερά, τριγυρισμένος από πλήθος νεαρών, ένας άνδρας χαράσσει επιγραφή πάνω σε βράχο. Τον παρακολουθούν, κάθιδρο, να σμιλεύει παλιομοδίτικα, αλλά ευανάγνωστα γράμματα: «Εδώ, μάρτυς μου ο Απόλλωνας, ο Κρίμων έκανε σεξ με τον Βαθυκλή…». Λίγο πριν ολοκληρώσει την επιγραφή, γράφει μια λέξη όχι και τόσο αναμενόμενη: ΑΔΕΛΦΕΟΝ, «τον αδελφό [του]»!
Προχωράμε, κάνα-δυο αιώνες μετά. Η Αθήνα, τα χρόνια του Πλάτωνα. Δικαστήριο. Μια σοβαρή υπόθεση. Ένας άνδρας κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Αρχίζει να εξιστορεί τη δική του εκδοχή, πώς έγινε και μπλέχτηκε σε καβγά μ’ έναν αχρείο τύπο που τον έλεγαν Σίμωνα. «Νιώσαμε και οι δυο μας ερωτική επιθυμία (επεθυμήσαμεν) για τον Θεόδοτο, ένα αγόρι από τις Πλαταιές…» εξηγεί στους σεβάσμιους δικαστές. Εκείνοι νεύουν με συμπάθεια, λες και όλα τώρα ξεκαθαρίζουν.
Το μυστικό της ελληνικής ομοφυλοφιλίας παραμένει μυστικό μόνο για εκείνους που αποφεύγουν να ρωτήσουν. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το έκρυβαν. Οι απόγονοί τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμειναν κατάπληκτοι όταν διάβασαν τι έγραφαν ο πρόγονοί τους αιώνες πριν, εξυμνώντας δημόσια τους μηρούς των αγοριών ή βάζοντας σε μια τραγωδία τον Αχιλλέα να θρηνεί για τα πυκνά φιλήματα που είχε απολαύσει με τον αγαπημένο του Πάτροκλο.
Το ονομάτισαν «Mos Graecorum – ελληνικό έθιμο» και το απέδωσαν στην υπερβολική γυμναστική με ελάχιστα ρούχα. Οι χριστιανοί λοιδόρησαν έναν κόσμο ο οποίος λάτρευε θεούς που άρπαζαν ωραία αγόρια σαν τον Γανυμήδη ή που, σαν τον Διόνυσο, υπόσχονταν να διαθέσουν σε κάποιον άνδρα το κορμί τους με αντάλλαγμα πληροφορίες για το πώς θα κατέβει στον Άδη.
O ιστορικός James Davidson
Ούτε και στον Μεσαίωνα ξεχάστηκε, όταν ο Έλληνας Γανυμήδης έγινε κωδική ονομασία για το βίτσιο της σοδομίας. Στα τέλη του 17ου αιώνα ο μεγάλος κλασικός φιλόλογος Ρίτσαρντ Μπέντλεϊ γνώριζε καλά ότι η ελληνική λέξη εραστής σήμαινε «ειδεχθή αγάπη για τ’ αγόρια» και το 1837 ο Γερμανός Έντουαρντ Μάιερ, σ’ ένα μακροσκελές άρθρο του για την «παιδεραστία» σε μια γερμανική «Εγκυκλοπαίδεια Τεχνών και Επιστημών», το διατύπωσε απερίφραστα: «Το πνευματικό στοιχείο αυτού του έρωτα ήταν πάντοτε αναμεμειγμένο με ένα ισχυρότατο αισθησιακό στοιχείο, την απόλαυση που εκκινούσε από τη σωματική ομορφιά των ερώμενων».
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε πάντοτε και μια άλλη πλευρά στην ιστορία. Μαθαίνουμε για νόμους που τιμωρούσαν άνδρες που συγχρωτίζονταν ή ακόμα και (συν)ομιλούσαν με αγόρια (παίδες). Ο Ξενοφών, που γνώριζε πολύ καλά τη Σπάρτη, λέει ότι ο μέγας νομοθέτης Λυκούργος είχε ορίσει ως αισχρό το «να σε δουν ότι επιδιώκεις ν’ αγγίξεις το σώμα ενός αγοριού». Στην Αθήνα, δούλοι που ονομάζονταν παιδαγωγοί είχαν καθήκον να προστατεύουν τους γιους πολιτών από ανεπιθύμητους ακολούθους και στα χρόνια του Πλάτωνα εμφανίστηκαν άνθρωποι που «είχαν την τόλμη να πουν» ότι το ομόφυλο σεξ ήταν επαίσχυντο υπό οιεσδήποτε συνθήκες.
Ο ίδιος ο Πλάτων, μάλιστα, τόλμησε στο τέλος να το πει. Ενώ στον «Φαίδρο» είχε δηλώσει ότι οι ομόφυλοι εραστές ήταν πολύ πιο ευλογημένοι από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, στην ιδεώδη πόλη του στους «Νόμους», που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, το ομόφυλο σεξ θα έχει την ίδια αντιμετώπιση με την αιμομιξία. Εναντιώνεται στη φύση, λέει, και μολονότι δεν θα απαγορευτεί διά νόμου, με την κατάλληλη προπαγάνδα (τέχνη) θα ενθαρρυνθούν όσοι υποστηρίζουν ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι «καθόλου όσια, αλλά θεομίσητα και αισχρά» («μηδαμώς όσια, θεομισή δε και αισχρών αίσχιστα» 8, 838).
Εικόνα σε αττικό κεραμικό που απεικονίζει δύο εραστές να φιλιούνται (5ος αιώνας π.Χ.), Λούβρο.
Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους η αληθινή φύση αυτού του ελληνικού εθίμου, αυτού που οι Έλληνες αποκαλούσαν έρωτα ή φιλία, δεν έχει πάψει ποτέ να συζητιέται. Ήταν πνευματικός ή σαρκικός; Πηγή άγχους ή αιτία χαράς; Διότι άλλοτε οι Έλληνες δείχνουν να τον επιδοκιμάζουν ή και να τον εκθειάζουν, να τον παρουσιάζουν ως την ύψιστη και ευγενέστερη μορφή αγάπης, άλλοτε, πάλι, τον καταδικάζουν. Άλλοτε το ιδεώδες φαίνεται να είναι ένας σφοδρός πνευματικά, αλλά σωματικά ανολοκλήρωτος «πλατωνικός» έρωτας, σαν αυτόν που εγκωμιάζεται από τον πλατωνικό Σωκράτη.
Αυτή η αντίληψη επέτρεψε στον Γανυμήδη –το αγόρι-μασκότ ενός βίτσιου ακατονόμαστου για τους χριστιανούς‒ να εμφανιστεί στις θύρες του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, όπου και εξακολουθεί να παραμένει, ή να αποτυπωθεί ως έμβλημα «ευσέβειας» σε χριστιανικά εικονογραφημένα βιβλία. Τόσο δημοφιλή ήταν αυτά τα εμβλήματα με τον Γανυμήδη τα χρόνια του καθολικού μπαρόκ, που ανάγκασαν τον Ρέμπραντ να απαντήσει με έναν Γανυμήδη ο οποίος, αντί να υψώνεται ιδεωδώς, κλοτσάει και κλαίει καθώς τον τραβούν, αδυνατώντας να κρατήσει τα ούρα του.
Αλλά η εικόνα ενός εξιδανικευμένου μη-σεξουαλικού ομόφυλου έρωτα ήταν ακόμα ισχυρή στα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι ο Όσκαρ Ουάιλντ θεώρησε καλό να επικαλεστεί το ελληνικό παράδειγμα –«αυτήν τη βαθιά πνευματική αγάπη, την τόσο άδολη και τέλεια»‒ ως υπεράσπιση απέναντι στην κατηγορία της σοδομίας.
Κάποιοι στο δικαστήριο τον χειροκρότησαν, παρότι δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα πνευματικό στον αισθησιακό έρωτα που περιγράφουν ανενδοίαστα ποιητές σαν τον Αισχύλο, τον Θεόκριτο και τον Σόλωνα, πράγμα που γνώριζε ο Όσκαρ Γουάιλντ καλύτερα από όλους.
Αρκετές λύσεις είχαν προταθεί γι’ αυτές τις αντιφάσεις, καθώς και για τις απαρχές του φαινομένου, έως ότου το 1907 ο Έριχ Μπέτε (Erich Bethe) πρόβαλε μια πιο «ανθρωπολογική» απάντηση. Είχε ακούσει φήμες για κάποια παράξενα ομοφυλόφιλα έθιμα που είχαν έρθει στο φως από ιεραπόστολους στην Παπούα-Νέα Γουινέα: τα αγόρια εκεί δέχονταν σπέρμα από το στόμα ή τον πρωκτό ως μέρος μιας μυητικής τελετουργίας που θα τους βοηθούσε να ανδρωθούν, να βγάλουν γένια.
Πιθανόν έτσι να ξεκίνησε και η ελληνική ομοφυλοφιλία, με πρωτόγονα φύλα σαν τους Δωριείς τη 2η χιλιετία π. Χ. να σοδομίζουν τα αγόρια της φυλής για να τους μεταγγίσουν αντρική ουσία σε μια ημι-μαγική τελετουργία. Έτσι εξηγούσε και τις πρόσφατα τότε ανακαλυφθείσες επιγραφές στους βράχους της Σαντορίνης.
Ο Κρίμων καλούσε ως μάρτυρα τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα για «μια ιεροπραξία σ’ έναν ιερό τόπο», ένα είδος «γάμου». Από τους Δωριείς το έθιμο εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά η μαγική ουσία της πράξης βαθμιαία εξασθένησε και η σοδομία μετατράπηκε σε παιδαγωγική παιδεραστία. Η θεωρία του Mπέτε δεν στάθηκε πολύ δημοφιλής στους συναδέλφους του και η αφρόκρεμα των κλασικών φιλολόγων συστρατεύτηκε για να την απορρίψει. Πιθανόν έτσι να ξεκίνησε και η ελληνική ομοφυλοφιλία, με πρωτόγονα φύλα σαν τους Δωριείς τη 2η χιλιετία π. Χ. να σοδομίζουν τα αγόρια της φυλής για να τους μεταγγίσουν αντρική ουσία σε μια ημι-μαγική τελετουργία.
Από τους Δωριείς το έθιμο εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά η μαγική ουσία της πράξης βαθμιαία εξασθένησε και η σοδομία μετατράπηκε σε παιδαγωγική παιδεραστία. Ώσπου μια μέρα το 1963, ο Κένεθ Ντόβερ, επιφανής ελληνιστής, διάβασε στον «Οbserver» ένα άρθρο για τη διπλή ηθική στη μοντέρνα σεξουαλικότητα – δηλαδή πώς τα αγόρια ενθαρρύνονταν να πολιορκούν τα κορίτσια και να ανεβάζουν το κύρος τους, ρίχνοντάς τα στο κρεβάτι, ενώ, αντιθέτως, τα κορίτσια ενθαρρύνονταν να προβάλλουν αντίσταση στους πολιορκητές ώστε να μην αποδοκιμαστούν ως «πουτάνες». Αιφνιδίως συνειδητοποίησε πως «σχεδόν ό,τι έχει ειπωθεί τους τελευταίους αιώνες σχετικά με την ψυχολογία, την ηθική και την κοινωνιολογία της ελληνικής ομοφυλοφιλίας ήταν συγκεχυμένο και παραπλανητικό.
Το κεντρικό σημείο, αποφάσισε, ήταν ότι οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν πάντοτε πολύ διαφορετικά τον ενεργητικό από τον παθητικό ρόλο στο σεξ. Το σεξ είναι μια εγγενώς επιθετική πράξη, μια νίκη για τον διεισδύοντα. Οπότε, αν άλλαζες απλώς τα φύλα στα αρχαιοελληνικά κείμενα, ανακάλυπτες ακριβώς την ίδια διπλή ηθική που επισήμανε ο αρθρογράφος στον «Observer». Οι «θαυμαστές/ερασταί», τους οποίους ο Ντόβερ προϋπέθετε «ενεργητικούς», ενθαρρύνονταν να κατακτούν. Αυξάνοντας, μάλιστα, τον αριθμό των κατακτήσεων αύξαναν τον ανδρισμό τους, ενώ οι ταλαίπωροι ερώμενοι, τους οποίους προϋπέθετε «παθητικούς», βίωναν τη σεξουαλική πράξη ως ταπείνωση και εξευτελισμό.
Καμιά απορία, λοιπόν, που οι Έλληνες ήταν δίβουλοι απέναντι στην ομοφυλοφιλία.
Μια παρόμοια θέση είχε εκφράσει ο Α.Ε. Ηousman το 1931 σε άρθρο του γραμμένο στα λατινικά σ’ ένα γερμανικό ακαδημαϊκό περιοδικό. Το βιβλίο του Ντόβερ, όμως, με τίτλο Greek Homosexuality εκδόθηκε σε paperback το 1978 όχι απλώς στην αγγλική γλώσσα αλλά στην ωμότερη εκδοχή της: «fuck you», «I’ll be fucked».
Αν και ο Ντόβερ είχε δηλώσει ότι ο σκοπός του βιβλίου ήταν «μετριοπαθής και περιορισμένος», ένα απλό σημείο εκκίνησης «για λεπτομερέστερες και πιο εξειδικευμένες έρευνες», η μοντέρνα λύση του στο αρχαίο πρόβλημα έγινε δεκτή με ευγνωμοσύνη από ακαδημαϊκούς όλων των κλάδων, ιδιαίτερα από τον Μισέλ Φουκό, ο οποίος έγραψε μια ενθουσιώδη κριτική, αφήνοντας την εντύπωση ότι ο μεθοδολογικά παλιομοδίτης καθηγητής της Οξφόρδης ήταν ένας πιονέρος των μεταμοντέρνων σπουδών. Για να επανορθώσουν για τον χαμένο χρόνο, οι κλασικοί φιλόλογοι βάλθηκαν να επανερμηνεύσουν ή και να ξαναμεταφράσουν τα αρχαία κείμενα με πιο απροκάλυπτους σεξουαλικούς όρους, λες και είχαν προσβληθεί από «σοδομανία».
Ο Περικλής, π.χ., στον «Επιτάφιο», είχε ζητήσει από τους Αθηναίους πολίτες-πολεμιστές να γίνουν εραστές της Αθήνας, να την αγαπήσουν με αυτοθυσία και αφοσίωση. Μετά τον Ντόβερ, αυτή η έκκληση δεν ακουγόταν τόσο αθώα.
Νεότεροι σχολιαστές διαβεβαίωναν ότι ο Περικλής καλούσε τους Αθηναίους να «σοδομίσουν την Αθήνα» κι έγραφαν εκτενή άρθρα για το πώς κάτι τέτοιο γινόταν δυνατόν.
Νέος άντρας και έφηβος σε σεξουαλική συνεύρεση, κομμάτι αττικής κεραμικής, 550 π.Χ.-525 π.Χ., Λούβρο
Ο λόγος που η λύση του Ντόβερ συνάντησε τόσο ταχεία αποδοχή ήταν ότι ήταν πολύ ξεκάθαρη. Όχι μόνο οι παράξενοι αρχαίοι Έλληνες μεταμορφώνονταν σε κάτι πολύ οικείο –με σεξουαλικά ήθη της δεκαετίας του ’60, ακόμα και με ίδιους τρόπους βρισίματος‒ αλλά ο Ντόβερ έδειχνε να προσφέρει μια αδιάσειστη απάντηση στο ερώτημα πώς οι Έλληνες μπορούσαν να είναι τόσο «γκέι». Λοιπόν δεν ήταν, διότι στην πραγματικότητα δεν ήταν σεξουαλικοί αλλά «ψευδο-σεξουαλικοί». Η ελληνική ομοφυλοφιλία ήταν κάτι σαν εφηβική αταξία, μυητική δοκιμασία εισόδου σε φοιτητική αδελφότητα ή βιασμός στη φυλακή.
Κάπως σαν τους αρσενικούς πιθήκους που έδειχναν τον πισινό τους στους ανωτέρους τους. (Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο του Ντέσμοντ Μόρις «Ο γυμνός πίθηκος» βρισκόταν στην κορυφή των διεθνών μπεστ-σέλερ εκείνη την εποχή). Υπήρχαν, όμως, κάποια προβλήματα τεκμηρίωσης με αυτήν τη θεωρία.
Το κυριότερο, οι Έλληνες δεν έδειχναν να ασχολούνται με το ποιος «έπραττε» και ποιος «έπασχε», ποιος έκανε τι σε ποιον κατά την ερωτική μείξη ή συνουσία, πράγμα εξαιρετικά κρίσιμο για τον Ντόβερ. Σαν τους βικτοριανούς, έλεγε, οι Έλληνες ήταν σεμνότυφοι: η σιωπή τους για το ζήτημα αποδείκνυε τη σπουδαιότητά του. Όλος αυτός ο λόγος περί έρωτος ήταν απλό προπέτασμα που κάλυπτε το αληθινό τους άγχος για την «ομοφυλόφιλη υποταγή». Αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα δίνοντας νέες εξηγήσεις, «μεταφράζοντας» π.χ. τις αθώες στο άκουσμα συζητήσεις του πλατωνικού «Συμποσίου» πιο γλαφυρά: «αποδοχή του παλλόμενου πέους του δασκάλου ανάμεσα στα μπούτια ή τον πρωκτό είναι το αντίτιμο που καταβάλλει ο μαθητής για μια καλή διδασκαλία». Πώς όμως ήταν δυνατόν οι Έλληνες να έχουν παρεξηγήσει τη σχέση Αχιλλέα – Πάτροκλου, ώστε να τη βάλουν στην καρδιά της «Ιλιάδας»;
Και τι γίνεται με τα κορίτσια; Πώς η εράσμια Ιανθεμίς, η Ασταφίς και η Φίλυλλα χωρούν σε αυτή την ομοφυλοφιλία της διείσδυσης και της υποταγής; Τι θα κάνουμε με τη Σαπφώ και τις κυρίες που αγαπούν κυρίες της Λέσβου; Φαίνεται πως η λύση του Ντόβερ δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυνε. Επιστροφή στην αφετηρία. Πώς αρχίζουμε να βγάζουμε νόημα από αυτό το εξαιρετικό φαινόμενο, μια ολόκληρη κουλτούρα να εμφανίζεται για εκατοντάδες χρόνια τόσο εξόφθαλμα και φωναχτά γκέι; Όταν ξεκίνησα την έρευνα για το βιβλίο μου «Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως» δεν περίμενα εύκολες απαντήσεις, δεν μπορούσα όμως να φανταστώ πόσο δύσκολο και χρονοβόρο θα απέβαινε.
Πέρασαν δέκα χρόνια ώσπου να νιώσω έτοιμος να γράψω ένα συμπέρασμα, που αποτέλεσε και το πιο μεγάλο κεφάλαιο του βιβλίου. Άρχισα να σκέφτομαι το φαινόμενο σαν έναν αξεδιάλυτο κόμπο στο κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, έναν γόρδιο δεσμό χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Ο Αλέξανδρος, βέβαια, τον είχε λύσει κόβοντάς τον, αλλά εγώ, για τον δικό μου κόμπο, το πρώτο μάθημα που έμαθα ήταν να πάψω να ψάχνω μια καθαρή λύση σε ένα ομοιογενές φαινόμενο.
Ο ελληνικός έρως είχε πολλές, διαφορετικές εκδοχές και λειτουργούσε διαφορετικά ανάμεσα στα κορίτσια που τραγουδούσαν σέρνοντας το αλέτρι λίγο πριν από το χάραμα στη Σπάρτη του 7ου αιώνα π.Χ. και διαφορετικά ανάμεσα στους πρόστυχους καβγάδες με αντικείμενο όμορφους δούλους στην Αθήνα τρεις αιώνες μετά.
Η αρχαία Ελλάδα ήταν στην πραγματικότητα ένας αστερισμός εκατοντάδων αντιμαχόμενων μικρών πόλεων-κρατών, με τα δικά τους ημερολόγια, τις δικές τους διαλέκτους και λατρείες – και τις δικές τους παραλλαγές της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες αποκαλύπτουν διαφορετικές στάσεις και διαφορετικές πρακτικές: «Εμείς οι Αθηναίοι καταδικάζουμε αυτά τα πράγματα, αλλά για τους Θηβαίους και τους Ηλείους είναι πολύ φυσιολογικά»…
Οι άνδρες της Ηλείας, π.χ., σύμφωνα με τον Παυσανία στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, επιδίδονταν χωρίς προκαταρκτικό φλερτ στο ομοφυλόφιλο σεξ ‒ μάλιστα, ένας επιφανής Ηλείος, ο Φαίδων, του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου, φερόταν να έχει διατελέσει πόρνος στα νιάτα του, να «κάθεται σ’ ένα μπορντέλο (οίκημα)» και να προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες σε όποιον τύχαινε να μπει.
Το ιδιαίτερο έθιμο (ίδιον νόμιμον) των Κρητικών, πάλι, επέβαλε μια τελετουργική απαγωγή του αγοριού, μια δίμηνη κυνηγετική εκστρατεία, πολυτελή δώρα, τη θυσία ενός βοδιού και ένα μεγάλο θυσιαστικό συμπόσιο κατά το οποίο το αγόρι διακήρυσσε την αποδοχή ή την άρνηση της «σχέσης (ομιλίας)».
Εάν τη δεχόταν, φορούσε μια ειδική στολή η οποία ανήγγελε στην υπόλοιπη κοινότητα το νέο του στάτους ως «κλεινού (=ενδόξου)». Βέβαια ‒κι αυτό ήταν το δεύτερο βήμα για να βγάλουμε νόημα‒ όταν οι πηγές μας συγκρίνουν και αντιπαραθέτουν την αθηναϊκή με τη θηβαϊκή ή τη σπαρτιατική ομοφυλοφιλία λ.χ., δεν το κάνουν υπό τύπον κρυφού ρεπορτάζ –«Μια νύχτα με τον Ιερό Λόχο:
Αποκαλύπτοντας τα μυστικά του Στρατού των Εραστών»‒ αλλά αναφέρονται σε ξεχωριστές, ορατές πρακτικές και θεσμούς, σε «έθιμα», «νόμους», «θεσπίσματα νομοθετών». Οι τοπικές θεσμοθετημένες πρακτικές κάλυπταν όλα τα στάδια του ομόφυλου έρωτα, από την πολιορκία και το φλερτ ως το ζευγάρωμα και το σεξ.
Στην Αθήνα, το ομόφυλο φλερτ σήμαινε κυριολεκτική παρακολούθηση και αναγγελία της ομορφιάς του αγοριού με επιγραφές «Ο τάδε είναι καλός(=όμορφος)» σε δημόσιους χώρους. Σώζονται χιλιάδες επιγραφές τύπου «καλός», υπογεγραμμένες από εκατοντάδες διαφορετικά χέρια.
Αχιλλέας και Πάτροκλος.
Και, κατά την αρχαϊκή περίοδο τουλάχιστον, φαίνεται να υπήρχε μια τυποποιημένη αθηναϊκή πρακτική όταν το φλερτ κατέληγε σε επιτυχία – το διαμήριον, το τρίψιμο του πέους ανάμεσα στους μηρούς. Το σπαρτιατικό ομόφυλο σεξ, από την άλλη, σήμαινε «σεξ μέσα από τα ιμάτια», «τα πάντα εκτός από τη βρόμικη πράξη», όπως γράφει ο Κικέρων.
Ένα θραύσμα αγγείου απεικονίζει τον σπουδαίο Σπαρτιάτη ήρωα Υάκινθο να επιδίδεται σ’ αυτή την παράξενη πράξη με τον εραστή του, τον φτερωτό θεό Ζέφυρο, και να πετούν μαζί στα ουράνια.
Αναμφιβόλως θα υπήρχε πολύς ομόφυλος έρωτας στην Κρήτη, πάθος, αγάπη και αφοσίωση, που δεν περιλάμβανε απαγωγές, δύο μήνες κυνήγι, συμπόσιο και θυσία βοδιού. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια ακόμα διάκριση μεταξύ της «κρητικής ομοφυλοφιλίας» ως εξαιρετικού, τελετουργικού και αρκετά δαπανηρού γεγονότος που ίσως συνέβαινε μια-δυο φορές τον μήνα, και της «ομοφυλοφιλίας στην Κρήτη», που με λιγότερο θεαματικό και εξαιρετικό τρόπο ήταν πολύ πιο συχνή αλλά και πολύ πιο φευγαλέα και πολύ δύσκολο σήμερα να ανασυγκροτηθεί.
Ένα άλλο ζήτημα ήταν το γεγονός ότι οι ίδιες λέξεις μπορούν να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Ως προς το ζήτημα της ηλικίας, π.χ., η λέξη αγόρι (παις) μπορεί να αναφέρεται στην τυπική, επίσημη ηλικιακή βαθμίδα των παίδων, δηλαδή σε όσους δεν έχουν πιστοποιηθεί ακόμα ως δεκαοκτάχρονοι, έχοντας περάσει από δύο εξεταστικές επιτροπές, πρώτα του τοπικού δήμου και εν συνεχεία της Βουλής των Πεντακοσίων. Όσοι δεν περνούσαν τη δεύτερη σωματική εξέταση επανέρχονταν «πάλιν εις παίδας».
Στην Αθήνα τα αγόρια κάτω των 18 προστατεύονταν αυστηρά: συνοδεύονταν στο γυμναστήριο από δούλους-παιδαγωγούς, ενώ ακολουθούνταν από απόσταση από ένα τσούρμο εραστές (=θαυμαστές). Μόνο οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία, 18 και 19 ετών, που σημαίνονται ως μειράκια και νεανίσκοι, επιτρεπόταν να γυμνάζονται με τους παίδες, αλλά ακόμα κι αυτοί απαγορευόταν να «συγχρωτίζονται» ή και να «μιλούν» με τα αγόρια. Μια απαγόρευση που έπαυε να ισχύει μόνο κατά την αθλητική γιορτή των Ερμαίων.
Πολλές φορές, όμως, οι πηγές μας μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια λέξη, «παίδες», πιο χαλαρά και να περιλαμβάνουν την επόμενη ηλικιακή ομάδα των μειρακίων ή των νεανίσκων, οι οποίοι απαλλάσσονταν από την υπερπροστασία. Αυτοί οι νεαροί έδειχναν να αξιοποιούν την άρτι αποκτηθείσα αυτονομία τους: αποπλανούσαν παντρεμένες γυναίκες όταν οι σύζυγοι των τελευταίων ήταν μακριά για μάχη ή για δουλειές, ξόδευαν χρήματα σε ζάρια, σε άλογα και σε εταίρες με ακριβά γούστα ή, τελικά, ίσως «έκαναν τη χάρη (χαρίζονταν)» σε κάποιον από τους επίμονους θαυμαστές-εραστές ‒ τον Μισγόλα, π.χ, που ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος, τον Δημοσθένη, που θα τους βοηθούσε στο ξεκίνημα της πολιτικής τους καριέρας, ή ακόμα και τον Πλάτωνα, που είχε υποσχεθεί να τους κάνει καλύτερους ανθρώπους.
Κάποτε, πάλι, οι πηγές μάς αποκάλυπταν μια άλλη εικόνα, όταν π.χ. έδειχναν αγόρια κάτω των 18 να αποπλανώνται όχι από νεανίσκους ή μειράκια αλλά, πολύ αραιά, από ώριμους άνδρες. Είναι λίγες αυτές οι εικόνες, που χρονολογούνται στις δεκαετίες γύρω στα 480 π.Χ, αλλά έχουν αναπαραχθεί τόσες φορές σε βιβλία και σε καταλόγους, που δίνουν την εντύπωση πληθώρας.
Τέλος, θα πρέπει φυσικά να αναγνωρίσουμε ότι οι πηγές μας δεν δημιουργήθηκαν για δική μας χρήση, για να μας μαρτυρήσουν τι συνέβαινε εν είδει ραδιοσχολιαστών κοινωνικής εκδήλωσης, αλλά ότι είμαστε ωτακουστές μιας συζήτησης για το τι ήταν και τι θα έπρεπε να είναι η ελληνική ομοφυλοφιλία. Αυτή η συζήτηση φαίνεται να είχε ιδιαίτερα ενταθεί τον 4ο αιώνα π.Χ. και η πλειονότητα των πληροφοριών μας προέρχεται από τρεις άνδρες που έγραφαν τις δεκαετίες γύρω στο 350 π.Χ., οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα γνωρίζονταν μεταξύ τους: τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Αισχίνη.
Φαίνεται καθαρά ότι εκείνο που προκάλεσε τόσο πολλές συζητήσεις εκείνη την εποχή ήταν η άνοδος μιας ανθηρής αγοράς ωραίων αγοριών ‒ δούλων, αρσενικών πορνών και, πάνω απ’ όλα, κιθαρωδών, που τραγουδούσαν και χόρευαν στα συμπόσια. Σ’ αυτή την πρόκληση απαντούσαν οι συγγραφείς μας, διερωτώμενοι ποια ήταν εν τέλει η διαφορά ανάμεσα στους ερωτοχτυπημένους συνδαιτυμόνες ενός αριστοκρατικού συμποσίου και στον νεαρό κιθαρωδό που είχαν μισθώσει προς διασκέδασή τους, ή ανάμεσα στον πολιτικό που είχε πλήθος θαυμαστές/εραστές και τον κοινό πόρνο. Η αθηναϊκή ομοφυλοφιλία, με όλες τις τυποποιημένες, άκρως εκλεπτυσμένες πρακτικές και τους κανόνες της, ένιωσε ξαφνικά να απειλείται από έναν πολύ ορατό σωσία που αντικαθιστούσε τον υψηλό λόγο περί εραστών, ερωμένων και χάριτος με έναν κόσμο πελατών, συμβολαίων, αγοραίων συναλλαγών.
Ο ελληνικός έρως ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με μια πολύ ζωηρή εικόνα καθαρής ομοσεξουαλικής λαγνείας. H άνθηση της αγοράς του σεξ είχε και άλλη μια συνέπεια. Κατέστησε σαφές ότι ορισμένοι άνδρες αφοσιώνονταν στα αγόρια περισσότερο από άλλους και ξόδευαν περιουσίες γι’ αυτά, μπλέκονταν σε άγριους καβγάδες για τα μάτια νεαρών δούλων, ενώ παρέμεναν ασυγκίνητοι μπροστά στα θέλγητρα περίφημων εταιρών – άνδρες όπως ο Μισγόλας, που «περιστοιχιζόταν πάντοτε από κιθαρωδούς, αφιερωμένος στο πάθος του σαν δαιμονισμένος», ή ο Αριαίος, «που τον συνόδευαν παντού ωραία μειράκια».
Ένας καινούργιος τύπος ανθρώπου αρχίζει να αναδύεται, ο καθαυτό ομοφυλόφιλος. Αλλά αν αυτό συνέβη για πρώτη φορά στην Ιστορία, δεν έμελλε να είναι η τελευταία. _________________________
Ο James Davidson είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) Μετάφραση ομιλίας: Δήμος Κουβίδης, μεταφραστής, επιμελητής, υπεύθυνος της σειράς «Αρχαίος Κόσμος» των εκδόσεων Αλεξάνδρεια
Πηγή: www.lifo.gr