Search

Νησί του Πάσχα – Τε Πίτο Τε Χένουα ή Ράπα Νούι

Το Νησί του Πάσχα Θεωρείται το πλέον απομονωμένο νησί στον κόσμο. Οι κάτοικοί του το αποκαλούσαν σε παλαιότερες εποχές «Τε ΠίτοΤε Χένουα» που σημαίνει «Ομφαλός της Γης». Σήμερα το ονομάζουν Ράπα Νούι στην γλώσσα των ντόπιων, όπου σημαίνει «Μεγάλο Νησί») ανακαλύφθηκε ξανά στην σύγχρονη εποχή από τον Ολλανδό εξερευνητή Γιάκομπ Ρόγκεβεν που έφτασε εκεί, την ημέρα του Πάσχα το 1722.


Βρίσκεται στο Νότιο Ειρηνικό, μεταξύ Χιλής και Ταϊτής. Όταν εξιστόρησαν το παρελθόν τους, οι ντόπιοι κάτοικοι (ανάμεσά τους και λευκοί) επιβεβαίωσαν ότι ήταν απόγονοι του θεού Ήλα-Τίκι και του Ρόγγου (Παντελή Ιωαννίδη: Η Άγνωστη Προϊστορία των Ελλήνων).

Το πρώτο συνθετικό του πρώτου ονόματος παραπέμπει στον Βήλο-Ήλο-Κρόνο (οι Βαβυλώνιοι αποκαλούσαν τον Κρόνο ως Βήλο) και το δεύτερο συνθετικό σε κάποιον θεό της Μέσης Αμερικής.


Το δεύτερο όνομα «Ρόγγου» παραπέμπει στον Ρα=Βασιλέα Γου ή Γύη. Ο Γύης, μάλιστα, φαίνεται να ήταν τοποθετημένος φρουρός στο νησί από τον Δία για να φυλάει τον εξόριστο Κρόνο και τους συμμάχους του (Θεογονία 807-819).

Εάν οι συσχετισμοί είναι αληθινοί, τότε το συγκεκριμένο νησί, έγινε η φυλακή των Τιτάνων λόγω του ότι ήταν και είναι ένα από τα πιο απομονωμένα νησιά στον κόσμο.

Τα περίφημα και πασίγνωστα γιγαντιαία αγάλματα «Μοάι», τυγχάνουν και τις επεξηγηματικής ονομασίας «Μάτε Κίτε Ράνη». Κατά μία εκδοχή η ονομασία αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «μάτια κοιτούν ουρανό», εξάλλου το βλέμμα των αγαλμάτων κοιτά προς τον ουρανό.
Μία άλλη εκδοχή, ίσως, λίγο πιο προχωρημένη θέλει να μεταφράζεται ως «Μακητία=Μακεδονία του Ουρανού».

Ίσως, όλα αυτά να φαντάζουν υπερβολικά μα, τα πολλά ελληνικά ιδιώματα στην γλώσσα των κατοίκων του Νησιού του Πάσχα (αλλά και σε Άπω Ασία, την Αυστραλία και την Πολυνησία – Μελανησία – Ινδονησία), φαίνεται να επιβεβαιώνουν, τουλάχιστον, πως κάποιοι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν και εκεί σε κάποια εποχή που σήμερα την ονομάζουμε μυθολογική.

Μία από τις σημαντικότερες αποδείξεις, που συνδέουν τουλάχιστον την ελληνική πολιτιστική επίδραση στο νησί και τους κατοίκους του, ήρθε από έναν ξένο ερευνητή, τον Γερμανό καθηγητή Γλωσσολογίας κ. Nors S. Josephson, ο οποίος μετά από οκτάχρονη έρευνα συνόψισε τα πορίσματά του στο αγγλόγλωσσο βιβλίο «Greek Linguistic Elements in The Polynesian Languages – Hellenicum Pacificum» (Ελληνικά Γλωσσικά Στοιχεία στις Πολυνησιακές Γλώσσες – Ελληνικός Ειρηνικός) εκδόσεως του ιστορικού Γερμανικού Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το 1987, στο οποίο παρέθεσε πίνακα από 808 αρχαίες Ελληνικές λέξεις, που οι ρίζες τους υπάρχουν στις Πολυνησιακές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και του Νησιού του Πάσχα.

Τον Νοέμβριο του 1999 κυκλοφόρησε η νέα έκδοση του βιβλίου του κ. Γιόζεφσον και πάλι από το Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στην Γερμανική γλώσσα. Στο νέο βιβλίο παρουσιάζονται 300 νέες λέξεις με Ελληνική ρίζα, πολλές από τις οποίες αποτελούν ονόματα της βοτανικής και ζωολογίας. Εκτενέστερα είναι και τα κεφάλαια που αφορούν την γραμματική και τον πολιτισμό, ενώ περιλαμβάνεται και νέο κεφάλαιο πάνω στην επιρροή της Ελληνικής μουσικής στην μουσική της Νήσου του Πάσχα. Επί πλέον γίνεται εκτενής αναφορά στον ρουχισμό, στα μαγειρικά σκεύη, στην θρησκεία, στην μυθολογία καθώς και στην κατασκευή πλοίων.

Οι φορείς του Ελληνικού πολιτισμού, οι οποίοι εποίκησαν την ανατολική Πολυνησία, προφανώς προήρχοντο από την περιοχή που βρίσκεται το σύγχρονο Περού και η Βολιβία, αφού ο πολιτισμός της Νήσου του Πάσχα έχει να επιδείξει πολυάριθμες ομοιότητες με τις προαναφερθείσες περιοχές κατά την προ των Ίνκας εποχή.

Αξίζει να σημειώσουμε πως ο πολιτισμός της Νήσου του Πάσχα έχει πολλά αρχαία Ελληνικά πρωτότυπα. Σύμφωνα με συνέντευξή του στο Περιοδικό Δαυλός:
«Οι φορείς του Ελληνικού πολιτισμού, οι οποίοι εποίκησαν την ανατολική Πολυνησία, προφανώς προερχόντουσαν από την περιοχή που βρίσκεται το σύγχρονο Περού και η Βολιβία, αφού ο πολιτισμός της Νήσου του Πάσχα έχει να επιδείξει πολυάριθμες ομοιότητες με τις προαναφερθείσες περιοχές κατά την προ των Ίνκας εποχή (έτσι, κάπως επιβεβαιώνεται και το συνθετικό Τίκι που συναντήσαμε στην αρχή).
Επί πλέον τα ρεύματα του Ωκεανού κινούνται σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, από την ακτή του Περού προς την νοτιοανατολική Πολυνησία. Αυτοί οι Ελληνόφωνοι κάτοικοι ομιλούσαν αρχαία Ελληνικά και επίσης μετέφεραν έναν αρχαϊκό Ελληνικό πολιτισμό, με πλήθος επιπρόσθετα αιγυπτιακά στοιχεία, ο οποίος θυμίζει την Κύπρο αλλά και νησιά των Κυκλάδων, όπως τη Νάξο και την Μήλο κατά την ίδια χρονική περίοδο».

Συνεχίζει λέγοντας πως «υπάρχουν και γλωσσολογικές και αρχαιολογικές αποδείξεις, ότι κάλλιστα μπορεί να είχαμε πολλαπλές μεταναστεύσεις στο αρχαίο Περού και στην Νήσο του Πάσχα. Για παράδειγμα η αρχιτεκτονική των Ίνκας χρησιμοποιεί κατασκευές τοίχου «ζίγκ-ζάγκ» και τραπεζοειδής εισόδους, οι οποίες θυμίζουν τα Μυκηναϊκά πρωτότυπα. Έτσι είναι πιθανόν να υπήρξαν προ-αρχαίες μεταναστεύσεις Ελλήνων στην νότιο Αμερική».

Ο λόγος για τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, Nors Sigurd Josephson, ο οποίος στο βιβλίο του «Ένας αρχαϊκός Ελληνικός πολιτισμός στην νήσο του Πάσχα» (εκδ. Νέα Θέσις) παρατηρεί και περιγράφει τις πολυάριθμες ομοιότητες της γλώσσας μας με τα Πολυνησιακά, διάλεκτος που χρησιμοποιούν στην Νήσο του Πάσχα.

Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνάς του, η αρχαία Ελληνική γλώσσα «ταξίδεψε» ως την Χιλή, με αποτέλεσμα τα Πολυνησιακά και κυρίως η ιδιωματική γλώσσα της Νήσου του Πάσχα να έχουν κοινή ετυμολογική προέλευση!

1100 ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ

Η επιστημονική υποψία ότι η πολιτιστική επίδραση των πανάρχαιων Ελλήνων θαλασσοπόρων στην Άπω Ασία, την Αυστραλία και την Πολυνησία – Μελανησία – Ινδονησία είναι υπαρκτή εδώ και αρκετό καιρό. Μία από τις σημαντικότερες αποδείξεις ήρθε από έναν ξένο ερευνητή, τον Γερμανό καθηγητή Γλωσσολογίας κ. Νόρς Σ. Γιόζεφσον (Nors S. Josephson), ο οποίος μετά από οκτάχρονη έρευνα συνόψισε τα πορίσματά του στο αγγλόγλωσσο βιβλίο «Greek Linguistic Elements in The Polynesian Languages – Hellenicum Pacificum» 😊 Ελληνικά Γλωσσικά Στοιχεία στις Πολυνησιακές Γλώσσες – Ελληνικός Ειρηνικός) εκδόσεως του ιστορικού Γερμανικού Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, 1987 στο οποίο παρέθεσε πίνακα από 808 αρχαίες Ελληνικές λέξεις, που οι ρίζες τους υπάρχουν στις Πολυνησιακές γλώσσες. Τον Νοέμβριο του 1999 κυκλοφόρησε η νέα έκδοση του βιβλίου του κ. Γιόζεφσον και πάλι από το Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στην Γερμανική γλώσσα. Στο νέο βιβλίο παρουσιάζονται 300 νέες λέξεις με Ελληνική ρίζα, πολλές από τις οποίες αποτελούν ονόματα της βοτανικής και ζωολογίας. Εκτενέστερα είναι και τα κεφάλαια που αφορούν την γραμματική και τον πολιτισμό, ενώ περιλαμβάνεται και νέο κεφάλαιο πάνω στην επιρροή της Ελληνικής μουσικής στην μουσική της Νήσου του Πάσχα. Επί πλέον γίνεται εκτενής αναφορά στον ρουχισμό, στα μαγειρικά σκεύη, στην θρησκεία, στην μυθολογία καθώς και στην κατασκευή πλοίων.

Ο κύριος Josephson αναφέρει επίσης πως «Υπάρχουν πολλά παράλληλα στοιχεία μεταξύ της παλαιότερης μουσικής της Νήσου του Πάσχα και των μελωδιών των Nazca στο νότιο Περού αφ’ ενός, και της αρχαιοελληνικής μουσικής αφ’ ετέρου».

Και κλείνει την συνέντευξή του λέγοντας πως «ο Ελληνικός πολιτισμός έχει συνεισφέρει με μοναδικό τρόπο στην προαγωγή της φιλοσοφίας, των πολιτικών συστημάτων, της εκπαίδευσης και της τεχνολογίας. Έθεσε τις βάσεις για την δραματική τέχνη και την μουσική των δυτικών. Χωρίς τον Ελληνικό πολιτισμό δεν θα γνωρίζαμε τον πολιτισμό, όπως υπάρχει σήμερα».
ΜΟΑΙ

Οι κάτοικοι του νησιού κατασκέυαζαν τα Μοάι. Αυτά είναι μονόλιθοι που αναπαριστούν ανθρώπινα πρόσωπα ορθώνονταν συνήθως σε ειδικά κατασκευασμένες εξέδρες από βασάλτη, τα Άχου (=«ιερός τόπος») και βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το νησί, Είτε σε ομάδες είτε μόνα τους αλλά πάντα στραμμένα προς το εσωτερικό του νησιού. Το ύψος τους κυμαίνεται από 90 εκατοστά έως 21 μέτρα.

Ωστόσο, ελάχιστα είναι τα Μοάι με ύψος χαμηλότερο των τριών μέτρων. Ο μέσος όρος ύψους κυμαίνεται από 5 έως 7 μέτρα. Η πρώτη τους ονομασία ήταν «αρίνγκα όρα- ζωντανά πρόσωπα». Κατά κύριο λόγο αναπαριστούν ανδρικές μορφές και πολύ σπάνια γυναικείες. Το 1993 καταμετρήθηκαν στο Νησί του Πάσχα 886 Μοάι, εκ των οποίων 397 στο σπήλαιο Ράνο Ραράκου .

Όταν ανακαλύφθηκαν, περισσότερα από τα μισά κείτονταν αναποδογυρισμένα, ενώ άλλα ήταν ημιτελή. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την καταστροφή ή την κατάρρευση των Μοάι. Οι σεισμοί, τα παλιρροϊκά κύματα, ακόμη και οι αιματηροί φυλετικοί πόλεμοι που διεξάχθηκαν στο νησί λίγο πριν την άφιξη των λευκών κατοίκων, μια περίοδος την οποία οι κάτοικοι μέχρι σήμερα αποκαλούν «ο πόλεμος της πτώσης των αγαλμάτων». Κάποια έχουν ένα χαρακτηριστικό «καπέλο» το οποίο από πολλούς θεωρείται ως κάποιο διάδημα ή σαρίκι όμως σύμφωνα με τον ερευνητή Μετρό, είναι, μια τεχνητή αναπαράσταση του Πουκάο, της χαρακτηριστικής κόμμωσης των νησιωτών, που ήταν μια πλεξούδα τυλιγμένη πάνω στην κορυφή του κεφαλιού.

Στη διάρκεια ανασκαφών το 1979, ανακλύφθηκε ότι αρχικά οι κόγχες των ματιών, που ήταν στραμμένα στον ουρανό, έφεραν κομμάτια βράχου και λευκού κοραλλιού, και λογικά έτσι προέκυψε το αρχαίο όνομα του νησιού: Μάτα κι τε Ράνγκι (=Μάτια στον ουρανό). Ενώ το ψηλότερο Μοάι που μέχρι σήμερα εντοπίζεται όρθιο πάνω σε άχου είναι εκείνο του Τε Πίτο τε Κούρα, ύψους 9,89 μέτρων, στις πλαγιές του ηφαιστείου Ράνο Ραράκου, ανακαλύφθηκε ένας ημιτελής μονόλιθος 21 μέτρων περίπου και βάρους δεκάδων τόνων. Το πρόσωπο του γλυπτού έχει 9 μέτρα ύψος, οι ώμοι του έχουν πλάτος 4 μέτρα, ενώ ο κορμός του έχει πάχος ενάμισι μέτρο. Ακόμη, υπάρχει ένα Μοάι ύψους τεσσάρων μέτρων το οποίο απεικονίζει μια ασυνήθιστη μορφή με τα πόδια λυγισμένα και τους πήχεις των χεριών να ακουμπούν στους μηρούς.

Η κεφαλή του έχει στρογγυλό σχήμα και στο πηγούνι του φέρει γένια. Ονομάστηκε Τουκουτούρι και πιστεύεται ότι ανήκει σε ένα πρωτοποριακό ρεύμα στη γλυπτική που τοποθετείται χρονικά μόνο μετά το 1550 μΧ. Τέλος, η αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής την Αμερικανίδα αρχαιολόγο, Jo Anne Van Tilburg, μετά από ανασκαφές 12 ετών, διαπίστωσε ότι τα αγάλματα της Νήσου του Πάσχα δεν είναι μόνο τα τεράστια κεφάλια, αλλά υπάρχει και το σώμα τους μέσα στη γη.

Το σώμα τους έχει αρμονικό μέγεθος με το αυτό του κεφαλιού, περίπου 7 μέτρα. Είναι ασαφές γιατί οι κάτοικοι του νησιού του Πάσχα κατασκεύαζαν αγάλματα σε τέτοιο μεγάλο βαθμό. Η κατασκευή των αγαλμάτων σταμάτησε ξαφνικά, περίπου το 1680 μ.Χ. για άγνωστο λόγο. Και για να ολοκληρωθεί το μυστήριο, ενώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1840 τα Μοάι περιγράφονται ακόμη όρθια και ορατά από μακριά, έως το 1864 όλα τους είχαν αναποδογυριστεί , από τους ίδιους τους κατοίκους του νησιού, επειδή από τα τέλη του 18ου αιώνα οι ιθαγενείς είχαν ξεχάσει τη σημασία τους και τα αντιμετώπιζαν με μεγάλη περιφρόνηση.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΡΑΠΑΝΟΥΙ

Η γλώσσα των Ραπανούι πιθανολογείται πως προέρχεται από την αρχαϊκή πολυνησιακή γλώσσα και από τον 6 ο αιώνα μ.χ. άρχισε να παράγει δικές της λέξεις. Εικάζεται ότι η κατάκτηση του νησιού του Πάσχα από τους Ισπανούς το 1770, ώθησε τους ιθαγενείς να δημιουργήσουν ένα δικό τους σύστημα γραφής αφού είχαν εντυπωσιαστεί από την ισπανική γραφή. Το 19ο αιώνια ανακαλύφθηκαν στο νησί του Πάσχα σύμβολα – φαίνεται να είναι ένα είδος γραφής ή πρωτογραφής – πάνω σε πλάκες από κοκκινωπό ξύλο Torormiro (είδος δέντρου που ενδημεί στο νησί), οι οποίες ονομάζονται «κο χαου ρονγκο ρονγκο». Σύμφωνα με τον ερευνητή Αλφρέντ Μετρό αυτή η ονομασία κυριολεκτικά σημαίνει «ξύλο με ύμνους». Το νησί του Πάσχα είναι το μοναδικό στην περιοχή του Νοτίου Ειρηνικού στο οποίο έχουν βρεθεί τέτοιου είδους επιγραφές. Εκτός από τις επιγραφές υπάρχουν και μερικά πετρογλυφικά, δηλαδή χαραγμένα πάνω σε πέτρες.

Τα «ρόνγκο-ρόνγκο» χρησιμοποιούνταν μέχρι τα μέσα του 19ου αίωνα, οπότε και η γνώση τους ξεχάστηκε. Σήμερα οι κάτοικοι του νησιού γράφουν στα ισπανικά, ενώ μερικοί προσπαθούν να γράψουν στη μητρική τους γλώσσα Ραπανούι με το λατινικό αλφάβητο. Τα ρόνγκο ρόνγκο φέρουν περίπου 120 σύμβολα τα οποία αναπαριστούν κυρίως πουλιά, ψάρια, φυτά, θεούς και διάφορα γεωμετρικά σχήματα και δεν αποτελούν ιερογλυφικό σύστημα γραφής, σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να φανεί.κάποια από τα σύμβολα αναπαριστούν ήχους ή λέξεις, ενώ άλλα αφηρημένες έννοιες. Κάθε γραμμή αυτής της γραφής είναι χαραγμένη ανάποδα από την προηγούμενή της, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως για την ανάγνωσή τους απαιτείτο διαρκής περιστροφή της πινακίδας.

Είναι ενδιαφέρον το ότι σε γράμμα του με ημερομηνία Δεκεμβρίου του 1964 ο ιεραπόστολος Εϋρώ κάνει λόγο για την ύπαρξη εκατοντάδων τέτοιων πινακίδων, αλλά, δυστυχώς, στις μέρες μας, διατηρούνται μόνο 21 πλάκες, σκορπισμένες σε μουσεία του κόσμου, καθώς, τον 19 ο αιώνα οι ιεραπόστολοι, κρίνοντας πως ήταν αντικείμενο ειδωλολατρίας, κατέστρεψαν αρκετές από αυτές. Από την ανακάλυψή τους μέχρι σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες για να διαβαστούν τα σύμβολα. Οι προσπάθειες αυτές δεν απέδωσαν καρπούς ή θεωρήθηκαν ανεπαρκείς: Xάρη στις μελέτες του Γερμανού Thomas Barthel και στην ανακάλυψη ενός δισκίου που περιείχε ένα σεληνιακό ημερολόγιο, το λεγόμενο δισκίο Μαμάρι, έχουν αποκρυπτογραφηθεί μονάχα μερικά σύμβολα αυτού του συστήματος γραφής. Επισης ο Τσέρτσγουορντ στο βιβλίο του «Λεμουρία» αναφέρει πως ο ερευνητής Γ. Τζ. Τόμσον είχε κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει κάποιες από αυτές με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου ιθαγενή. Αξίζει να παρατεθεί σε αυτό το σημείο ένα εδάφιο που περιέχεται στη μετάφραση της μίας εκ των δύο πέτρινων πλακών που αποκρυπτογραφήθηκαν από τον Τόμσον. Αναφέρεται σε αυτή μεταξύ άλλων: «Όταν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά αυτό το νησί και έγινε γνωστό στους προγόνους μας, τη χώρα διέσχιζαν δρόμοι, όμορφα στρωμένοι με λείες πλάκες. Ήταν τόσο καλά τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη που δεν έβλεπες καμία να προεξέχει. Καφεόδενδρα φύτρωναν δίπλα δίπλα στις άκρες των δρόμων.

Οι κορυφές τους έσμιγαν και α κλαδιά τους μπλέκονταν σαν μυώνες» Επιπλέον, όταν το 1968 ο τότε επίσκοπος της Ταιτής, ονόματι Ζωσσέν, ανακάλυψε με δυσκολία μόλις πέντε πινακίδες Ρόνγκο Ρόνγκο, προσπάθησε να τις αποκρυπτογραφήσει με τη βοήθεια ενός ιθαγενή του μόνου που ισχυριζόταν ότι μπορεί. Όμως τα λόγια δεν οδηγούσαν σε κάποιο νόημα, έμοιαζαν ασύνδετα και έτσι αρκέστηκε να κρατήσει σημειώσεις περίπου 300 σελίδων που ωστόσο εξαφανίστηκαν. Ο ερασιτέχνης γλωσσολόγος Γκιγιόμ ντε Χεβεσί, όμως, βασισμένος σε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία ο ήρωας μετανάστης Χότου Ματούα είχε φτάσει στο νησί μεταφέροντας 67 πλάκες, υπέθεσε ότι αυτές αποτελούσαν χιλιετή απομεινάρια που διατήρησαν από γενιά σε γενιά οι ιθαγενείς ως ανάμνηση του τόπου απ όπου κατάγονταν. Με αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί η παντελής αδυναμία να αποκρυπτογραφηθούν οι πλάκες από τους σύγχρονους νησιώτες. Τέλος, ο αμερικάνος ειδικός της πολυνησιακής φιλολογίας Στίβεν Φίσερ ανακοίνωσε το 1996 στο περιοδικό New Scientist ότι κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει πολλές από τις πλάκες και πως σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών του, πρόκειται για ιερά κείμενα γραμμένα σε 120 πικτογράμματα, στα οποία περιγράφεται η δημιουργία του κόσμου μέσα από μύθους με ερωτικό περιεχόμενο. Υπάρχει και μια άλλη θεωρία, διατυπωμένη από τον Αλφρέντ Μετρό, η οποία θεωρείται ως η πιο βάσιμη. Κατά την άποψή του, τα χαρακτικά δεν ήταν δείγμα γραφής για ανάγνωση, αλλά αποτελούσαν ένα σύστημα.

Φώτιος Τούμπανος – Ερευνητής, Μουσικός

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close