Εγώ, Δευτέρα πρωί, στα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης να ετοιμάζομαι για Ξάνθη. Γενικά, δεν είμαι και εύκολος άνθρωπος, αλλά η φαρυγγίτιδα με έκανε χειρότερη. Πάνω που πίνω τσάι με μισό κιλό μέλι, έρχεται δίπλα μου ένας αντρουά, γύρω στα 50βάλε, καλοντυμένος, και κάργα μπρουτάλ. Κρατάει ένα ταψάκι μπουγάτσα, κάνει πέρα τα μαχαιροπίρουνα, αρπάζει με τα χέρια και μασουλάει. Εκνευρίζομαι.
Μετά βγάζει ένα μαντήλι -ύφασμα, παρακαλώ- σκουπίζει χέρια και του πέφτουν κάτω κάτι χαρτιά. Τα κοιτάζει, δεν τα χρειάζεται, τα σπρώχνει με τα πόδια και μετά ρίχνει κάτω ό,τι σκουπίδι υπάρχει στο τραπέζι, ήτοι χαρτοπετσέτες και τρίμματα μπουγάτσας. Τα παίρνω στο κρανίο.
ΕΓΩ: Κύριε, κάτι σας έπεσε κάτω
ΑΝΤΡΟΥΑ: (με κοιτάζει, μασάει, καταπίνει) Κι εσύ τι ζόρι τραβάς;
ΕΓΩ: (έτοιμη να κάνω φόνο) Είμαι ονοφοβική!
ΑΝΤΡΟΥΑ: (παρατάει έκπληκτος τη μπουγάτσα) Τι είναι αυτό, μανίτσα; Πρώτη φορά το ακούω.
ΕΓΩ: Και ημιονοφοβική, μη σας πω!
ΑΝΤΡΟΥΑ: Έχει να κάνει με τα σκουπίδια;
ΕΓΩ( Το “μανίτσα” κάτι μου έκανε) Κατ’ εξοχήν
ΑΝΤΡΟΥΑ: Ε, τότε να τα μαζέψω, ρε μανίτσα!
Αν δεν είχα λουμπάγκο, φαρυγγίτιδα και άλλα συναφή, θα μάζευα τα σκουπίδια μόνη μου, η εις διπλούν μανίτσα ημιόνα!
Γράφει η συγγραφέας Αργυρώ Μαργαρίτη