Αρνητική πρωτιά ως προς την ανεργία των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με ποσοστό 20%, κατέχει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «28». Ταυτόχρονα βρίσκεται στην 25η θέση ως προς το ετήσιο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο της κάθετης αναντιστοιχίας δυνατοτήτων, δηλαδή πτυχιούχοι και κάτοχοι μεταπτυχιακών απασχολούνται σε θέσεις εργασίας πολύ κατώτερες από το εκπαιδευτικό επίπεδο και τα προσόντα που διαθέτουν, όπως προκύπτει από έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ σχετικά με την εκπαίδευση και την απασχόληση στη χώρα μας.
Η ανεργία των νέων 20-35 ετών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι 20% όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κοντά στο 5% και στην Ιταλία που έρχεται δεύτερη είναι στο 10%, τόνισε ο Χρήστος Γούλας, διευθυντής του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ στην εκδήλωση παρουσίασης των αποτελεσμάτων της έρευνας που έγινε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα.
«Αυτό σημαίνει ότι οι νέοι πτυχιούχοι, που είναι το μεγάλο και δυναμικό εργατικό δυναμικό, δυσκολεύονται πάρα πολύ να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, γιατί η αγορά εργασίας βγάζει θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης, χαμηλής καινοτομίας, με αποτέλεσμα οι υπερπροσοντούχοι να παίρνουν θέσεις εργασίας πολύ κατώτερες και αυτό έχει ως συνέπεια το φαινόμενο του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) αφού αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν καλύτερη δουλειά», επισήμανε ο κ. Γούλας.
Το ετήσιο καθαρό εισόδημα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι 14.300 ευρώ (25η θέση), της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 9.400 ευρώ (25η θέση) και του δημοτικού και γυμνασίου 7.400 ευρώ (23η θέση).
«Αναδεικνύεται η αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει υψηλής προστιθέμενης αξίας θέσεις εργασίας, ενώ ταυτόχρονα η μεγάλη έκταση του φαινομένου διαμορφώνει συνθήκες εγκλωβισμού της οικονομίας στον αρνητικό της κύκλο», αναφέρει το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ στα συμπεράσματα του και σημειώνει: «Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει στο επίπεδο εξειδίκευσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υιοθετεί ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, τη γνώση της αγγλικής σε επίπεδο Proficiency και απαιτεί προϋπηρεσία και δεξιότητες που αποκτούνται μέσω αυτής, ωστόσο το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί σε απόφοιτο Λυκείου (ISCED 3), ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ISCED 2). Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) και brain-waste (σπατάλη εγκεφάλων). Η αγορά συνεχίζει να αμύνεται για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης».
«Αν η οικονομία δεν επανέλθει να παράγει νέες θέσεις εργασίας πιο εξειδικευμένες που να απαιτούν εκπαιδευτικά προσόντα που να μπορούν οι πτυχιούχοι και οι εξειδικευμένοι να βρουν θέσεις, κατά την άποψη μας δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση», δήλωσε ο κ. Γούλας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ