Ο Ίταλο Καλβίνο (1923 – 1985) ήταν ένα πολυτάλαντος ιταλός συγγραφέας (πεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος), που δυστυχώς έφυγε νέος από τούτη τη ζωή. Διαβάζουμε, το έχω γράψει τελευταία αρκετές φορές, συνήθως τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας – εξυπηρετώντας την τρέχουσα εκδοτική κίνηση, ενώ ξεχνούμε ή αρνούμαστε να διαβάζουμε τους παλιότερους συγγραφείς, τους λεγόμενους κλασικούς. Κλασικός δεν είναι ο παλιός, είναι ο άρτιος οικουμενικός διαχρονικός συγγραφέας. Και τέτοιον θεωρώ και τον Ίταλο Καλβίνο.
Ο ίδιος, στο βιβλίο του που εκδόθηκε μετά θάνατον το 2003, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, σε μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη, αναφέρεται στο θέμα που προανέφερα. Από τον Όμηρο στον Οβίδιο, από τον “Ορλάνδο” του Αριόστο μέχρι τον “Ροβινσώνα Κρούσο” του Ντιφόου, από την έννοια της πόλης στον Μπαλζάκ ως την έννοια της επανάστασης στον Πάστερνακ, και από τα λεκτικά παιχνίδια του Φλωμπέρ στις φορμαλιστικές ακροβασίες του Κενώ, μια μεγάλη, πολυποίκιλη πινακοθήκη της παγκόσμιας λογοτεχνίας περνάει μπροστά από το κριτικό αλλά και συναισθηματικό μάτι του Ίταλο Καλβίνο. Στα κείμενα αυτά ο Ιταλός συγγραφέας ξαναδιαβάζει μερικούς από τους αγαπημένους του συγγραφείς και τους αναλύει όπως μόνο αυτός ξέρει: ως συγγραφέας, αλλά και ως κριτικός και ως φιλόσοφος και ως προσεκτικός αναγνώστης που επιμένει να διαβάζει τα κλασικά λογοτεχνικά έργα με τη δική του, πρωτότυπη και συχνά αιρετική, ματιά. Προκύπτει ένα βιβλίο απολαυστικό όσο και χρήσιμο – σπάνια θα βρει ο αναγνώστης τόσα επιχειρήματα για την ανάγκη να επιστρέφουμε κάθε τόσο στους κλασικούς, τους κλασικούς κάθε εποχής και κάθε λογοτεχνικού είδους.
Το βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες, με «νέο» μάτι, είναι το συναρπαστικό «Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη», μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Καστανιώτη, 1989, σελ. 149 + εργοβιογραφία σελ. 150 – 159 (στα ιταλικά κυκλοφόρησε το 1963).
Το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα αναφέρεται στον Μαρκοβάλντο, στη γυναίκα του και στα τέσσερα παιδιά του. Παρακολουθούμε τη ζωή και τις περιπέτειες με κύρια έμφαση στη σχέση του ήρωα με την πόλη, τη δουλειά, το περιβάλλον. Στο βιβλίο υπάρχουν είκοσι ιστορίες, πέντε για κάθε εποχή. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
«O Mαρκοβάλντο αποτελείται από είκοσι ιστορίες. Kάθε ιστορία ασχολείται με μια εποχή. Tα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή διαγράφονται μόλις και μετά βίας: είναι ένας απλός ανθρωπάκος, κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, εργάζεται χειρωνακτικά ως αχθοφόρος σε μια εταιρεία, είναι η τελευταία ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιάβολων, όπως ο Tσάρλυ Tσάπλιν, με μία και μοναδική ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Άνθρωπος της Φύσης», ένας «Aγαθός Άγριος» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «μετανάστη», παρόλο που η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ μέσα στο κείμενο – ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, θα ήταν ανακριβής, διότι όλοι σ’ αυτές τις ιστορίες μοιάζουν «μετανάστες» σ’ έναν ανοίκειο κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν. Bιβλίο για παιδιά; Bιβλίο για εφήβους; Bιβλίο για μεγάλους; Όλα αυτά τα επίπεδα συνεχώς αλληλοτέμνονται. Ή, μήπως, βιβλίο όπου ο συγγραφέας, μέσα από την οθόνη απλούστατων αφηγηματικών δομών, εκφράζει τη δική του περίπλοκη και διερευνητική σχέση με τον κόσμο;»
Χάρηκα που στο βιβλίο Κειμένων Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου περιέχεται το κεφάλαιο «Μανιτάρια στην πόλη».
Για να σχηματίσει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μια καλύτερη εικόνα για τον Καλβίνο και το ύφος του, που είναι πολύ χαριτωμένο, θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα εκτεταμένο από το κεφάλαιο 16, Χειμώνας, Ο Μακροβάλντο στο σούπερ μάρκετ.
«Στις έξι το απόγευμα η πόλη έπεφτε στα χέρια των καταναλωτών. Ολόκληρη τη μέρα η μεγαλύτερη ενασχόληση του πληθυσμού ήταν η παραγωγή: παρήγαγαν καταναλωτικά αγαθά. Μία συγκεκριμένη ώρα , λες και γυρνούσε ένας διακόπτης, σταματούσαν την παραγωγή κι εμπρός ! Ρίχνονται όλοι στην κατανάλωση. Κάθε μέρα, σαν από ακατανίκητη παρόρμηση, μόλις και προλάβαιναν να εμφανιστούν στις ολόφωτες βιτρίνες τα κόκκινα κρεμασμένα σαλάμια, οι πύργοι από πορσελάνινα πιάτα που υψώνονταν ως το ταβάνι, τα τόπια των υφασμάτων που ξεδίπλωναν τις πτυχές τους σαν ουρές παγωνιών και να! Το καταναλωτικό πλήθος ορμούσε να διαλύσει, να ροκανίσει, να ψηλαφήσει, να κατακρεουργήσει . Μια ατελείωτη ουρά προχωρούσε έρποντας σ’ όλα τα πεζοδρόμια και τις πόρτες, εκτεινόταν από όλες τις μεριές μπροστά στις γυάλινες πόρτες όλων των καταστημάτων και κινείτο με τις αγκωνιές των πάντων στα πλευρά των πάντων, σαν από αδιάκοπες παλινδρομήσεις εμβόλων.
Καταναλώστε ! Και έπιαναν τα εμπορεύματα , τα ξανάβαζαν στη θέση τους , τα ξανάπαιρναν και τα τραβούσαν ο ένας απ’ τα χέρα του άλλου .
Καταναλώστε !
Και ανάγκαζαν τις χλομές πωλήτριες να σωριάζουν στους πάγκους ασπρόρουχα.
Καταναλώστε! Και τα κουβάρια του χρωματιστού σπάγκου στριφογύριζαν σα σβούρες, τα φύλλα του λουδουδάτου χαρτιού φτεροκοπούσαν σαν πουλιά τυλίγοντας τα εμπορεύματα σε πακετάκια , τα πακετάκια σε πακέτα και τα πακέτα σε δέματα , το καθένα τους δεμένο με φιόγκο.
Κι ύστερα δέματα, πακέτα, πακετάκια, τσάντες, τσαντάκια στριφογυρίζουν στριμωγμένα γύρω από το ταμείο, τα χέρια έψαχναν μες στις τσάντες αναζητώντας τα πορτοφόλια, τα δάχτυλα έψαχναν μες στα πορτοφόλια αναζητώντας ψιλά κι εκεί χαμηλά, μέσα σ’ ένα δάσος από άγνωστα πόδια και πτυχές πανωφοριών, τα παιδιά, χωρίς κανένα πια χέρι να τα κρατάει, χάνονταν κι έβαζαν τα κλάματα. Ένα τέτοιο απόγευμα ο Μαρκοβάλντο έβγαλε την οικογένειά του περίπατο. Μιας και δεν είχαν λεφτά, η διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν τους άλλους να ψωνίζουν . Εξάλλου όσο περισσότερο κυκλοφορεί το χρήμα, τόσο περισσότερο ελπίζει ο απένταρος: «Αργά ή γρήγορα κάποτε θα περάσει κι από τις δικές μου τσέπες». Όμως στην οικογένεια του Μαρκοβάλντο ο μισθός ήταν λίγος και τα στόματα πολλά και, επιπλέον, είχαν να πληρώσουν χρέη και φόρους, έτσι το χρήμα εξανεμιζόταν μόλις το έπιαναν στα χέρια τους. Ωστόσο διασκέδαζαν χαζεύοντας , ιδίως κάνοντας βόλες στο σούπερ μάρκετ. Το σούπερ μάρκετ λειτουργούσε ως σελφ σέρβις . Είχε από κείνα τα καροτσάκια με τις ρόδες που μοιάζουν με σιδερένια καλάθια και κάθε πελάτης έσπρωχνε το καροτσάκι του και γέμιζε με όλα τα καλά του Θεού. Μόλις μπήκαν στο σούπερ μάρκετ, πήρε ένα καροτσάκι ο Μαρκοβάλντο, ένα η γυναίκα του κι από ένα τα τέσσερά τους παιδιά. Κι έτσι παρήλαυναν με τα καροτσάκια τους μπροστά τους, ανάμεσα σε πάγκους φορτωμένους από βουνά φαγώσιμα, δείχνοντας τα σαλάμια και τα τυριά και κατονομάζοντάς τα, λες και αναγνώριζαν ανάμεσα στο πλήθος πρόσωπα φίλων ή, τουλάχιστο, γνωστών.
‐Μπαμπά , να το πάρουμε αυτό; Ρωτούσαν αδιάκοπτα τα παιδιά.
‐Όχι, μην τα ‘αγγίζετε, απαγορεύεται έλεγε ο Μαρκοβάλντο έχοντας στο νου του ότι στο τέλος της περιήγησής τους περίμενε η ταμίας για το λογαριασμό».
Η συνέχεια στο βιβλίο…
Θα παραθέσω ένα βιογραφικό του Ίταλο Καλβίνο και ένα εργογραφικό κατάλογο με τις ελληνικές εκδόσεις.
Γεννήθηκε στο Σαντιάγο δε Λας Βέγκας στη Κούβα αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Ήταν γιος των βοτανολόγων, Μάριο κι Εβελίνα (Μαμέλι) και αδερφός του Φλοριάνο, σπουδαίου γεωλόγου.
Εγκαταστάθηκαν στο Σαν Ρέμο της ιταλικής Ριβιέρα, για περίπου 20 χρόνια. Συναντήθηκε με τον Εουτζένιο Σκάλφαρι, μετέπειτα πολιτικό κι ιδρυτή της εφημερίδας La Republica, ο οποίος κι έγινε φίλος του. Το 1941 μετακομίζει στο Τορίνο αφού πέρασε κάποιο διάστημα και στο Μιλάνο. Το 1943 μπαίνει στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης, στη ταξιαρχία Γαριβάλδι και μαζί με τον Σκάλφαρι δημιουργούνε τη ΜUL (Movemend Universitarian Liberal). Έπειτα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1947 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο και με τον Γιόζεφ Κόνραντ εργάζονται στην αριστερή εφημερίδα L’ Unita. Παράλληλα μπαίνει στον εκδοτικό οίκο Εϊνάντι όπου εργάζονται επίσης οι Νορμπέρτο Μπόμπιο, Νατάλια Γκίνσμπουργκ, Τσέζαρε Παβέζε κι Έλιο Βιτορίνι. Με τον τελευταίο γράφει το εβδομαδιαίο Ιλ Πολυτέκνικο, περιοδικό τέχνης, του πανεπιστημίου. Αφήνει όμως και τον εκδοτικό για να ασχοληθεί πιο εντατικά με την Unita και με τη νέα κομμουνιστική εφημερίδα Rinascita. Το 1950 συνεργάζεται ξανά με τον Εϊνάντι κι αναλαμβάνει υπεύθυνος του λογοτεχνικού τμήματος. Επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1952 γράφει, μαζί με τον Τζόρτζιο Μπαζάνι στο μαρξιστικό εβδομαδιαίο περιοδικό Botteghe Oscure. Το 1957 αφήνει το κομμουνιστικό κόμμα και το γράμμα της παραίτησής του δημοσιεύεται στην Unita. Επισκέπτεται τις ΗΠΑ όπου παραμένει για 6 μήνες, κυρίως στη Νέα Υόρκη, ύστερα από πρόσκληση του ιδρύματος Φορντ. Εντυπωσιάζεται από τον Νέο Κόσμο. Ύστερα από λίγα χρόνια παντρεύεται τη Έσθερ Σίνγκερ, που ‘χε γνωρίσει στις ΗΠΑ κι ο γάμος γίνεται στην Αβάνα, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην γενέτειρά του όπου συνάντησε και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Επιστρέφοντας στην Ιταλία συνεργάζεται εκ νέου με τον Εϊνάντι, εκδίδει τα “Κοσμοκωμικά” και δημιουργεί την OULiPo (OUvroir de Litterature Potentielle).
Στον Γαλλικό Μάη του 1968 γνωρίζει κι επηρεάζεται από τον Ρεημόν Κενώ, ενώ έρχεται σε επαφή και με τους Ρολάν Μπαρτ και Κλωντ Λεβί-Στρως. Σχηματίζει επίσης επαφές με αξιοσημείωτες εμπειρίες, στη Σορβόνη κι ενδιαφέρεται για τους κλασικούς, Λουντοβίκο Αριόστο, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Δάντη, Ιγνάτιο Λογιόλα, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Συρανό Ντε Μπερζεράκ και Τζιάκομο Λεοπάρντι. Το 1973 διατηρεί την επαφή με την Ιταλία, γράφοντας νουβέλες για την ιταλικήν έκδοση του περιοδικού Playboy και για την εφημερίδα Κοριέρε Ντε Λα Σέρα. Το 1975 γίνεται επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και την επόμενη χρονιά κερδίζει το βραβείο για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Επισκέπτεται Ιαπωνία και Μεξικό, καθώς επίσης κι αρκετές αμερικάνικες πόλεις, δίνοντας διαλέξεις. Το 1981 κερδίζει το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1985 πεθαίνει στη Σιένα, στο παλιό νοσοκομείο της Αγίας Μαρίας Σκάλα, σε ηλικία μόλις 62 ετών.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:
Οι αόρατες πόλεις, 2018
Τα κοσμοκωμικά, 2015
Τα αμερικανικά μαθήματα, 2013
Πάλομαρ, 2011
Οι πρόγονοί μας, 2010
Τελευταίο έρχεται το κοράκι, 2010
Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, 2009
Οι Δύσκολοι έρωτες, 2008
Η συλλογή της άμμου, 2007
Ο αναρριχώμενος βαρόνος, 2007
Η είσοδος στον πόλεμο, 2005
Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη, 2005
Οι αόρατες πόλεις, 2004
Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, 2003
Ο διχοτομημένος υποκόμης, 2002
Λίγο πριν πεις «Εμπρός», 1999
Ο ανύπαρκτος ιππότης, 1999
Γράφει ο φιλόλογος Θανάσης Μουσόπουλος