Search

“Εφιάλτες και εφιάλτες 1” του Μάλαμα Αλεξανδρίδη

Να εκεί… απέναντι ψηλά, στην άκρη του ντερέ. Μια κουκουβάγια στην φωλιά, την ώρα που τάιζε τα μικρά της. Ένα ωραίο πουλί για να το βαλσαμώσεις.

Σήκωσε το όπλο, ένα φλόμπερ που όπλιζε με κινητό ουραίο.

Πόσο τον είχαν ζηλέψει για εκείνο το όπλο τα άλλα παιδιά της γειτονιάς… όλοι τους κυνηγούσαν και σκότωναν σπουργίτια, κοτσυφια η ότι άλλο έβρισκαν από κοκκινολαιμηδες μέχρι καρδερίνες με αεροβόλα, εκείνος όμως είχε καταφέρει τον μπαμπά του που τότε ακόμα ήταν κυνηγός, να του αγοράσει ένα μονόσφαιρο φλόμπερ. Πυροβόλο!

Αφού σκόρπισε τον θάνατο σε αρκετά αθώα πουλάκια μ εκείνο, κατάφερε να το πουλήσει σ ένα γειτονοπουλο, παίρνοντάς του τα λεφτά που μάζεψε από τα κάλαντα και συμπληρωνοντας όσα μεζεψε κι εκείνος από τα κάλαντα, ν’αγοράσει το εξάσφαιρο…

Μετά από τρεις ημέρες, η μάνα του γείτονα που είχε αγοράσει το μονόσφαιρο, μια φτωχιά γυναίκα, βασανισμένη, τίμια καθαρίστρια, που στήριζε μόνη της την οικογένεια του δύστυχου αλκοολικού πατέρα, ήρθε στην εξώπορτα, κρατώντας το και την άκουσε να λέει «κυρά Μαρία, σε παρακαλώ, έτσι κι έτσι, ο μικρός, παιδί είναι, ζήλεψε το όπλο, εγώ όμως δεν θέλω ν ασχολείται με τέτοια πράγματα… και μετά εμάς δεν μας περισσεύουν…»

Η μάνα του καταντράπηκε «μα φυσικά, τι λες, εγώ ούτε που το ήξερα… αχ… μη το συζητάς, τώρα αμέσως… αχ… αχ τι θα τον κάνω, αχ…» και πήγε, έφερε τα χρήματα και πήρε πίσω το όπλο…

Μετά τις φωνές από τη μάνα, και τις σφαλιάρες από τον μπαμπά το μεσημέρι μόλις έμαθε τι είχε γίνει, ντρεπόταν λίγο… είχε όμως και το εξασφαιρο και το μονόσφαιρο πίσω τώρα πια…

Ήταν ο άνθρωπος με τα δύο φλόμπερ, ο κυρίαρχος της γειτονιάς, εκείνος που μπορούσε να τιμωρήσει κάθε αθώο πουλί, κάθε αθώο πλάσμα που δεν μπορούσε, τότε, να καταλάβει τι νόημα ύπαρξης έχει…

Τώρα, ένας χοντρός, αγυμναστος, βουτυρομπεμπες, που όλοι τον αποκαλούσαν χοντρό αντί με τ’όνομά του, που τον κορόιδευαν γιατί δεν ήξερε να παίζει μπάλα, που τον ζήλευαν γιατί ο μπαμπάς του είχε αυτοκίνητο και αυτό και μόνο στο μυαλό τους τον έβαζε ίσα με τον Ωνάση, τώρα αυτός ο τυπάκος, ντυμένος με καφέ υφασματινο παντελόνι, πουκάμισο με μυτερό γιακά και αμάνικο πουλοβερακι, τώρα αυτός ο καταπιεσμενος ελληνικός τυπάκος μιας αστικής οικογένειας της δεκαετίας 70, μπορούσε να έχει το δικό του τρόπαιο, την δική του βαλσαμωμενη κουκουβάγια και να μη του κουνιούνται και πολύ πολύ…

Σήκωσε το εξασφαιρο και σημάδεψε την μάνα που τάιζε στο στόμα τα μικρά. Πάτησε την σκανδάλη. Η κουκουβάγια, μόνο τρόμαξε. Έστρεψε το κεφάλι τον κοίταξε μέσα στα μάτια κι έβγαλε μια τρομαχτική τσιριχτη κραυγή ανοίγοντας απειλητικά τα φτερά. Εκείνος σαστισε, άρπαξε όμως το κινητό ουραίο και ξαναόπλισε. Πάτησε πάλι την σκανδάλη. Η κουκουβάγια έβγαλε μια πιο δυνατή κραυγή και σηκώθηκε στον αέρα. Ξαναπυροβολησε. Η κουκουβάγια τσιρίζει και πετάει προς το μέρος του με τα νύχια των ποδιών τεντωμένα. Οπλίζει και ξαναρίχνει. Τώρα πια φοβάται, το πουλί έρχεται ίσια στο πρόσωπό του. Οπλιζει και ξαναρίχνει με χέρι που τρέμει το πουλί είναι στα πέντε μέτρα ουρλιαζοντας. Οπλιζει πάλι. Με το που σηκώνει το όπλο, το πουλί κάνει μια στροφή για να το αποφύγει, στρίβει κι αυτός τον κορμό, το βλέπει να’ρχεται ίσια πάνω του.

Τα τεράστια ματιά της κουκουβάγιας ορθάνοιχτα, ορθάνοιχτο και το στόμα που ουρλιάζει, τα πόδια με τα νύχια απλωμένα μπροστά. Πίεσε την σκανδάλη για τελευταία φορά χωρις καν να βλέπει, η κουκουβάγια σωριαστηκε πάνω στα πόδια του, ξεψυχησε μ ένα τρεμουλιασμα. Τα καφέ του, παντοφλέ σκαρπινια λεκιαστηκαν με το αίμα της…
Έσκυψε, την έπιασε από τα πόδια… ήταν ακόμα ζέστη και αίμα έσταζε από παντού…
Θα έπρεπε να είναι χαρούμενος, όμως ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει…

Η κουκουβάγια δεν τον είχε πει ποτέ χοντρό, ούτε τον είχε δει ποτέ να προσπαθεί να παίξει μπάλα… ήθελε απλώς να ταΐσει τα μικρά της…

Έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε να πάει σπίτι κρατώντας την απ τα πόδια…
Τότε, από μιαν αυλή, ακούστηκε μια φωνή «καλά ρε, δε ντρέπεσαι? Τι σε πείραξε το πουλί? Μικρά είχε, αυτά τι θ’απογίνουν? «

Του ανέβηκε κάτι σαν κόμπος, σκέφτηκε με τη μία τα μικρά με το στόμα ανοιχτό, να περιμένουν τη μαμά… μάταια… και μετά σιγά σιγά να σβήνουν…

Ύστερα προσπάθησε να σκεφτεί τι ωραία δουλειά θα έκανε εκείνος ο κουρέας που βαλσαμωνε ζώα… και πόσο ωραία θα ταίριαζε η βαλσαμωμενη μάνα κουκουβάγια στο γραφείο του… Γιατί ήταν και καλός μαθητής…

Ξύπνησε ιδρωμένος μετά από σαράντα, σαράντα δύο χρόνια. Ήταν μια ζεστή νύχτα, η άνοιξη επέλαυνε πια στο φυλακισμένο από την αρρώστια Βένετο.

Ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια και στο μισοσκοταδο που έσπαγαν λίγες γαλάζιες αναλαμπές από τα φωτοβολταϊκά φώτα κήπου της γειτονικής αυλης, έβλεπε τα μάτια της κουκουβάγιας. Ήταν ακίνητη, δεν πετούσε απειλητικά προς το μέρος του. Ακίνητη, μόνο τον κοίταζε βαθιά με τα τεράστια ματια… και γύρω της μικρά ορθάνοιχτα στοματάκια, που, το ένα μετά το άλλο, έκλειναν κι εγερναν τα κεφαλάκια κάτω, έκλειναν τα μάτια, εσβηναν… και η μάνα τον κοίταζε…

Άρχισε να τρέμει…

Μερικές ώρες νωρίτερα, καθώς έφευγε από την δουλειά, λίγο μετά αφού του είχαν ανακοινώσει ότι μπαίνει σε πρόγραμμα εκ περιτροπής εργασίας, με ότι αυτό μπορούσε να σημάνει για την επιβίωσή του σ έναν ξένο τόπο, μακριά από φίλους και γνωστούς, όπου επιβιώνει με την βοήθεια της μάνας του, χτύπησε το τηλέφωνο.

Η μάνα του δεν ζούσε πια…

Αφού πάλαιψε σα λιοντάρι, με την κακιά αρρώστια, δεν ζούσε πια, νικήθηκε…

Δεν θα τον ξανάπαιρνε τηλέφωνο κάθε πρωί με το που θα ξυπνούσε, ούτε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.

Ξανακοιτάξε μέσα στο μισοσκοταδο, ξαναειδε την κουκουβάγια να τον κοιτάζει κατάματα. Τώρα του φαινόταν ότι τα τεράστια ματιά της ήταν δακρυσμένα. Τώρα έδειχνε σα να κλαίει…

Έβαλε κι αυτός τα κλάματα. Δεν ήταν πια ο χοντρούλης βουτυρομπεμπες με το καφέ υφασμάτινο παντελόνι, το πουκάμισο με τον μυτερό γιακά, το αμάνικο πουλοβερακι και το εξασφαιρο φλομπερ στο χέρι, της δεκαετίας εβδομήντα. Ήταν ένας μπάρμπας, πάλι αγυμναστος, πάλι χοντρός, φαλακρός, με αφημένα δόντια, γεμάτος από τενοντιτιδες και ουλές, συναισθηματικά ανάπηρος, βιολογικά ερείπιο, ίσως ψυχικά άρρωστος, κοινωνικά αποτυχημένος, που είχε πια εδώ και δεκαετίες σταματήσει το κυνήγι των αθώων πλασμάτων και πήρε την θέση τους, ήταν πια για δεκαετίες κυνηγημένος χωρίς να είναι καθόλου σίγουρος ότι ήταν αθώος και τρέμοντας μονολογησε «επιτέλους συγχώρεσε με… έχουν περάσει σαράντα χρόνια που σε βλέπω στον ύπνο μου… άσε με, δεν αντέχω άλλο, άσε με… να, τώρα πήρες και την δικιά μου μαμά, τώρα δεν μπορείς να πεις ότι δεν καταλαβαίνω, ξέρω σου λέω, ξέρω πως χάθηκαν τα μικρά σου απ το χέρι μου, ξέρω!»

Και η κουκουβάγια. Η αυτό που νόμιζε ότι έβλεπε σαν κουκουβάγια μέσα στο μισοσκοταδο που έσπαγαν οι γαλάζιες αναλαμπές από τα φώτα κήπου που είχε ο γείτονας, τον κοίταζε μέσα στα μάτια κι έκλαιγε…

Ήταν τα χρόνια της καραντίνας, ξημέρωνε η κηδεία της μάνας του.

Κι αυτός δεν μπορούσε να είναι κοντά της!!!

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close