Μια λεπτή κουβέρτα μόλις που σκέπαζε τον μεγαλόσωμο άντρα με τα λευκά γένια. Προσπαθούσε να χωρέσει το κουρασμένο του κορμί στο πλατύσκαλο μιας μονοκατοικίας στην καρδιά του Χαλανδρίου.
“Κυρία” μου φώναξε! “Καλά Χριστούγεννα… και να είσαι πάντα όμορφη”. Χαμογέλασα και αντευχήθηκα. Έκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα. Εκείνος ο άντρας έμοιαζε σαν αρχαίος φιλόσοφος και το μόνο που ήθελε ήταν να μου δώσει μια ευχή παραμονή Χριστουγέννων.
Γύρισα πίσω και πήγα κοντά του. “Πώς σας λένε” τον ρώτησα. “Έχει σημασία; Δεν ξέρω πλέον ποιος είμαι… Δημήτρη με φωνάζουν” μου είπε. Τον ρώτησα αν είχε φάει και μου είπε με αξιοπρέπεια “όχι” …. Έφυγα χωρίς να του πω τίποτα και γύρισα σε λίγο με μια σακούλα σουβλάκια, coca – cola, πατάτες και μια σοκολάτα.
«Καλά Χριστούγεννα Δημήτρη» του είπα και πήγα να φύγω. «Μείνε λίγο μαζί μου» μου είπε και μου έκανε χώρο στο πλατύσκαλο, φτιάχνοντας την κουβέρτα και τακτοποιώντας τις δυο μαύρες πλαστικές σακούλες.
«Γιατί είσαι εδώ, γιατί είσαι άστεγος» τον ρώτησα. «Μη τα ρωτάς» μου απάντησε «μεγάλη ιστορία». Σιωπή έπεσε και σηκώθηκα να φύγω. «Κάθισε λίγο. Για μένα είναι τα πιο όμορφα Χριστούγεννα σήμερα. Μιλάω σε έναν άνθρωπο και δεν με φοβάται, δεν μ’ αποφεύγει».
«Θα καθίσω λίγο, γιατί με περιμένουν για φαγητό» του είπα.
«Μεγάλωσα μέσα σε χαρτόκουτα στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα μου ο Θεός να τη συγχωρέσει ήταν… Πέντε χρονών με μάζεψαν σε ένα ορφανοτροφείο… Το έσκασα στα 11. Δεν είχα μοίρα, δεν είχα τίποτα… Ήρθα στην Αθήνα και ήμουν το παραπαίδι ενός παλαιοπώλη στο Μοναστηράκι που μ’ έκανε να αγαπήσω τα βιβλία, τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη… Μη με κοιτάς, αλήθεια είναι… ξέρω την Πολιτεία, ξέρω πολλά… ”
«Και σήμερα, γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησα
«Γιατί δεν είχα προορισμό… δεν είχα μοίρα».
«Τι περιμένεις Δημήτρη από τη ζωή;» του είπα και ήδη ένιωθα ένα κόμπο στο στομάχι.
«Τίποτα… Είμαι ένα τίποτα που και η ζωή μου είναι βάρος… το ξέρεις το κώνειο της μοναξιάς; Το σώμα πλέον δεν ακούει τίποτα, η ψυχή όμως νιώθει τα πάντα».
«Πρέπει να φύγω» του είπα. «Καλά Χριστούγεννα Δημήτρη»!!!!
«Να σου κάνω ένα δώρο πριγκιπέσα μου». Άνοιξε μια μαύρη σακούλα κι άρχισε να ψάχνει. «Να, πάρε!» μου είπε και μου έδωσε μια ροζ σπάνια πέτρα «Για μένα είναι πολύτιμη. Από παιδί μαζεύω πέτρες από τη θάλασσα».
Σηκώθηκε ο 65χρονος Δημήτρης με την Σωκρατική φιγούρα και μου φίλησε το χέρι «Είσαι πριγκιπέσα, έχεις θωριά» μου είπε «και να έχεις όλα τα καλά του κόσμου».
Έφυγα και τα δάκρυα μου κυλούσαν σιωπηλά. Εγώ πήγαινα να κάνω Χριστούγεννα σε ζεστασιά και αγάπη κι ο άστεγος Δημήτρης θα έκανε Χριστούγεννα στο πλατύσκαλο… εκεί στην κρύα νύχτα, αλλά με συντροφιά τα αστέρια.
Σκεφτόμουν ότι μας ένωναν δυο πράγματα. Η αγάπη για τον Σωκράτη και οι πετρούλες της θάλασσας που κι εγώ μαζεύω από παιδί.
Πέρασαν μέρες… πήγα να βρω τον Δημήτρη. Δεν ήταν στο πλατύσκαλο….
Ρώτησα τη γειτονιά και μου είπαν ότι έρχεται κάποιες μέρες την εβδομάδα. Του έβαλα δυο αγαπημένες μου πέτρες σε μια σακούλα και ένα βιβλιαράκι του Πλάτωνα για τον Σωκράτη και του έγραψα σε ένα χαρτάκι «Καλή Χρονιά Δημήτρη!
Βασιλική. Η πριγκιπέσα με τις πετρούλες…»
από την Βίκυ Μπαφατάκη