να μας ακουμπά και να μας γυρίζει πίσω στην καυτή άμμο και στους θερμούς καλοκαιρινούς έρωτες…
Κι όμως, υπάρχουν έρωτες που γεννιούνται με τη μελαγχολική διάθεση του Σεπτέμβρη, με το κιτρίνισμα των φύλων και με την προσδοκία της πρώτης βροχής.
Τέλος Αυγούστου…Στις γιορτές του ποταμού Νέστου, στην Ξάνθη, στη συναυλία της Άλκηστης Πρωτοψάλτη πήγα με την παιδική μου φίλη την Αναστασία. Χωμένες μέσα στην άμμο, δίπλα στις φωτιές που είχαν ανάψει κατά μήκος του ποταμού…μια σκιά ενός ξανθοκόκκινου άντρα που ερχόταν προς το μέρος μας, στάθηκε η αφορμή για το πισωγύρισμα του χρόνου.
Εκείνο το βράδυ είχε φέρει το ποτάμι μέσα από ηχοχρώματα και τη λάμψη του μισοφέγγαρου στη φίλη μου τον πρώτο της μεγάλο έρωτα…
«Αναστασία, τι κάνεις; Πως βρέθηκες εδώ;» της είπε.
«Ήρθα για λίγες μέρες να απολαύσω τις γιορτές της Παλιάς Πόλης» του απάντησε.
Η αμηχανία στο ζενίθ με τη φωνή της Πρωτοψάλτη να τραγουδά ‘και δικαίωμα, δεν έχω εγώ να σ’ αγαπώ’.
Κι εγώ, ως συνήθως σαν από μηχανής Θεός, έσωσα την κατάσταση με την φλυαρία μου.
Η μνήμη μου με ταχύτητα φωτός γύρισε πίσω σε εκείνο το Σεπτέμβρη της Β’ Λυκείου που η Αναστασία τα είχε φτιάξει με το Μανώλη. Έδωσαν δειλά το πρώτο φιλί, ένωσαν τα κορμιά τους στο απόλυτο ερωτικό ταγκό της πρώτης φοράς και έζησαν μαζί 8,5 εβδομάδες. Ήταν, όμως, τόσο μεγάλο το πάθος τους που ξεχείλισε και τους παρέσυρε…Και τότε εκείνος έφυγε ξαφνικά και η Αναστασία τον έψαχνε στην αλάνα, όπου την περίμενε κρυφά όταν σχολούσε από το σχολείο. Έκλαιγε και άκουγε το τραγούδι ‘Μελαγχολία του Σεπτέμβρη’. Εκείνος δεν ξαναγύρισε ποτέ…Και να εκείνη την απροσδόκητη βραδιά που τον έφερε το ποτάμι για να της ομολογήσει ότι έχει ακόμα έπειτα από 21 χρόνια το βυσσινί πουλόβερ που του έπλεξε και τη ζωγραφισμένη πέτρα εκείνου του ανομολόγητου και μετανιωμένου Σεπτέμβρη…
Από τη Βίκυ Μπαφατάκη