Σε μια μικρή γωνιά που την ονόμασα γραφείο αγκαλιάζω τις σιωπές μου. Χιλιοειπωμένοι ήχοι που ζητούν ανταπόκριση… θρονιάζονται μέσα σε λέξεις στάζοντας χαρά, δάκρυα, απογοήτευση, κορυφή και θορυβώδη ανεβάσματα στα πρανή της ψυχής…
Έβαψα με χρώματα τις αληθινές συναντήσεις της ζωής μου. Θέριεψε το κόκκινο του πάθους δακρυσμένο από την ικμάδα μιας διαφορετικής προσδοκίας.
Θυμήθηκα ένα αλλιώτικο βράδυ. Ήταν καλοκαίρι, θαρρώ Ιούλης. Ο ουρανός μελαγχολικός με μωβ ανταύγειες, λες και κρατούσε στην ζεστή αγκαλιά του λείψανα αστεριών. Σε ένα μπαράκι ο κόσμος συζητούσε ανέμελα. Λέξεις ξέφευγαν από την μια παρέα και γειτνίαζαν λαθραία στην άλλη… Ο έρωτας φλέρταρε ανερυθρίαστα…
Μια γυναίκα και ένας άντρας μέσα σε μια παρέα κούρδιζαν με υποκριτική δεινότητα τους ‘ρόλους της στιγμής’. Ο έρωτας μόλις που ανέβλυζε και ετοιμάζονταν να τους παρασύρει σε μια λεωφόρο με γυμνές ράχες. Κρύφτηκαν στις μάσκες τους γιατί τρόμαξαν από την ανοιξιάτικη ευωδιά μέσα στην καρδιά του θέρους…
Στύλωσα το βλέμμα μου απρόσκλητα. Ήθελα να γίνω σκιά και να τους βάλω αόρατα να πλάσουν όνειρα. Κι όμως σε διάφανο φόντο ο έρωτας τους στέριωσε και άρχισε να γίνεται πανσέληνος στο γκρίζο ουρανό. Ακόμη και τα μαύρα νέφη του ουρανού έγιναν ολόλευκα και ζύγιασαν ολόχρυσα τα κρυμμένα αστέρια…
Μορφές γλυκές πασπαλισμένες από τη μέθη του έρωτα… μια ιστορία που θα ανέμιζε ζωή σε κάθε ανάσα. Μια ιστορία που θα έλαμπε μοναχικά σε χρυσαφένια κάστρα της άμμου…
Σε μια στιγμή λύνεται η βάρκα και αρμενίζει στην απρόσμενη χαρά, ακόμα κι αν σπάει το σχοινί.
Τους κοίταξα και έφυγα. Οι μορφές τους εντυπώθηκαν στη στιγμή του χρόνου που σπάει τα δεδομένα, τα στερεότυπα, τα πρέπει και τα θέλω. Τους φώναξα με ομιλούσα σιωπή του βλέμματος «μην τσιγκουνευτείτε τον έρωτα!!! Τα γεμάτα φεγγάρια να ξαγρυπνούν τις νύχτες σας… με το μελωδικό κρεσέντο του δικού σας ουρανού»…
από τη Βίκυ Μπαφατάκη
Φεβρουάριος 2013