Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ακούμπησαν το πρόσωπό μου και η ζέστη, ολοένα και πιο αφόρητη, με ξαγρύπνησε. Ο οργανισμός μου αποζητούσε την πρωινή γλύκα που θα ανάβλυζε το θαλασσινό αεράκι. Αμέσως άνοιξα τα πράσινα παραθυρόφυλλα και
οι αδύναμες, ακόμη, δέσμες φωτός έλουσαν το δωμάτιο. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι έκλεισα γρήγορα τα παράθυρα πίσω μου. Εσύ κοιμόσουν ακόμα. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Έστρεψα το βλέμμα και αντίκρισα ένα από τα καθημερινά θαύματα του κόσμου. Η ανατολή είχε, μόλις, κάνει αισθητή την παρουσία της, καθώς «έριχνε» το «φωτεινό πέπλο» της στη νύχτα.
Η σκέψη μου σεργιάνισε για λίγο στον ουρανό, χάθηκε στα «δρομάκια» της απεραντοσύνης του. Δεν άργησε όμως να με επαναφέρει στην πραγματικότητα ο μαγικός, αυτός, ήχος του κύματος και το γέλιο ενός μικρού παιδιού που έπαιζε στην ακροθαλασσιά. Μάζευε επιλεκτικά τα βότσαλα λες και ήταν για εκείνον, θησαυρός.
Ο ολόδικός του θησαυρός .Έχασα την αίσθηση του χρόνου, μου έλειψες. Γύρισα πίσω στην αγκαλιά σου και αμέσως γέμισα ολόκληρη με τη «μυρωδιά» του έρωτα. Κάπως έτσι περάσαμε τη μέρα. Μαζί. Ο ένας για τον άλλο. Χωρίς να το καταλάβουμε η νύχτα έφτασε, μαζί με το ολόγιομο φεγγάρι της.
Ο δρόμος μας «ζητούσε». Βάλαμε επάνω μας δυο σαλβάρια, τα αγαπημένα μας σανδάλια και χαθήκαμε στις γειτονιές των γιασεμιών. Δε με έβλεπες αλλά παρατηρούσα τη σκιά σου στο φως της πανσελήνου. Τις φιγούρες μας η μία δίπλα στην άλλη. Και μεθούσα. Από έρωτα, από το βάθος των ματιών σου. Ήξερα ότι ζούσαμε το «παραμύθι» μας.
Ένιωθα ότι δε θα μπορούσε να κρατήσει. Η αλήθεια μας ήταν σκληρή κι αύριο δε θα υπήρχε. Οι στιγμές μας θα ήταν ένα όνειρο κάπου βαθιά χωμένο στο υποσυνείδητο. Κι εγώ θα άλλαζα, θα μεγάλωνα. Κι εσύ θα ήσουν μακριά. Φοβάμαι. Φοβάμαι και δε σε έχω δίπλα μου να πιαστώ.
από την Τατιάνα Ηλιοπούλου
10 Μαρτίου 2016