Το πρότυπό του έμοιαζε κλισέ. Ωστόσο, η δική του ζωή δεν εξελίχθηκε σε κάτι συνηθισμένο. Αν και στην γενέτειρά του, Λάρισα, «σημάδευε» αρχικά τα γόνατά του στο ποδόσφαιρο, έβρεχε το κεφάλι του στις πισίνες και το ποθετούσε τα πέλματά του στην γραμμή της αφετηρίας στο ταρτάν, ο Βασίλης Σπανούλης δεν βρήκε την αθλητική και προσωπική «ταυτότητά» του κρυμμένη στο χορτάρι, στην κολύμβηση ή τον στίβο. Ανακοινώνοντας με κάθε επισημότητα το 1992 στους γονείς του -σε ηλικία 10 ετών- ότι «θα γίνω μπασκετμπολίστας», βλέποντας κασέτες του Μάικλ Τζόρνταν!
Από τότε, η διαδρομή και η μπασκετική «μοίρα» τον έφερε πότε στο Μαρούσι, πότε στο ΟΑΚΑ και τον Παναθηναϊκό (δις), πότε στο Χιούστον και το ΝΒΑ και εδώ και τρία χρόνια στον Ολυμπιακό. Μονάχα που ο 31χρονος αρχηγός των «ερυθρόλευκων» πρωταθλητών Ευρώπης, ο οποίος δεν πιστεύει στην μοίρα αλλά στην σκληρή δουλειά, δεν έγινε ακριβώς Τζόρνταν.
Όμως επανέλαβε το ευρωπαϊκό κατόρθωμα ενός Κροάτη συμπαίκτη του ινδάλματός του στο Σικάγο. Καθώς διατήρησε την περασμένη Κυριακή τους Πειραιώτες στην κορυφή της Ευρωλίγκα και αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του φάιναλ-φορ για 3η φορά στην καριέρα του, κάτι που έχει πετύχει μόνο ο Τόνι Κούκοτς, το 1990, 1991 με την Γιουγκοπλάστικα και το 1993 με την Μπενετόν Τρεβίζο!!! Και θυμήθηκε μερικές από τις (παλιότερες και πρόσφατες) στιγμές που τον έφεραν στο θριαμβευτικό σήμερα.
Ο σπουδαίος Μάικλ Τζόρνταν δήλωσε πριν χρόνια πως «δεν έχω χάσει ποτέ αγώνα. Απλώς δεν πρόλαβα να κερδίσω κάποιους!». Ο Βασίλης Σπανούλης, που κάποτε έκανε κοπάνα από το σχολείο για να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα επόμενα χρόνια έβαζε σε αυτά τον εαυτό του αντίπαλο στον παλαίμαχο σταρ των Μπουλς, «πρόλαβε» να τελειώσει το λύκειο με απολυτήριο μόλις 13,6 γιατί «οι γονείς μου με στήριξαν στο μπάσκετ και δεν είχαν πρόβλημα που δεν διάβαζα πολύ». Αλλά με 13 τίτλους στην καριέρα του (3 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, 5 πρωταθλήματα- 4 Κύπελλα Ελλάδας, 1 Ευρωμπάσκετ) και μία ντουζίνα ατομικές διακρίσεις, θα απορούσε κανείς τι δεν έχει ακριβώς προλάβει να πετύχει ο ίδιος… «Στα επαγγελματικά σπορ συνήθως απλώς δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, είτε στο γήπεδο είτε εκτός. Εγώ δεν θέλω να κάνω αυτό το λάθος και νομίζω πως ποτέ δεν υπήρξα αγνώμων. Κοιτώντας την πορεία μου, νιώθω τυχερός που συνεργάστηκα με σπουδαίους προπονητές και συμπαίκτες και ευλογημένος για όσα έχω ζήσει»!
Μία εβδομάδα μετά την κατάκτηση του τροπαίου στο Λονδίνο, πάντως, ο πρώην παίκτης των Κεραυνού Λάρισας, Γ.Σ. Λάρισας, Αμαρουσίου, Χιούστον Ρόκετς και Παναθηναίκού, σε αντίθεση με τον προπονητή του, Γιώργο Μπαρτζώκα, που παραδέχθηκε πως «ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι πετύχαμε», εξήγησε πως «η φετινή κατάκτηση έχει εξήγηση. Πέρυσι, στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ, σαφώς και ήμασταν πιο τυχεροί, αλλά φέτος κυριαρχήσαμε απόλυτα». Ενώ συμπλήρωσε ότι «δεν αισθάνομαι πως κάθε νίκη ή τρόπαιο πρέπει να είναι δικαίωση για αθλητές, τεχνικούς ή παράγοντες, αν και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος». Προσθέτοντας πως «δεχτήκαμε αμφισβήτηση ακόμη και από το κοινό μας, γιατί στην Ελλάδα μπορεί να παίξεις 50 μεγάλα ματς, αλλά στον πρώτο άσχημο αγώνα υπάρχει γκρίνια. Αυτό, πάντως, μας συσπείρωσε σαν ομάδα και έβγαλε από μέσα μας τον απαιτούμενο εγωισμό. Ίσως, μάλιστα, να ήταν το σημείο ανάκαμψης, γιατί ο προπονητής κράτησε την ομάδα ενωμένη και αποφασίσαμε να λύσουμε τα όποια προβλήματά μας μέσα στα αποδυτήρια και με κλειστές πόρτες. Αυτό έδειξε πως είμαστε οικογένεια».
Μαθημένος πια στον ρόλο του καθοδηγητή, ο Βασίλης Σπανούλης τονίζει πως «από μικρός είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση και θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που το έχεις έμφυτο ή το αναπτύσσεις σαν χαρακτήρας και δεν μπορείς να το αγοράσεις ή να το “κλέψεις” από κανέναν». Και με την εμπειρία των τριών φάιναλ-φορ (στα οποία, μάλιστα, παραμένει αήττητος με 6 νίκες σε ισάριθμους αγώνες), εξηγεί πως «ο ρόλος του ηγέτη απαιτεί και ηρεμία. Έχω μάθει πλέον πώς να διαχειριστώ την πίεση και να πω την αλήθεια, δεν αισθάνομαι πια καμία πίεση! Αυτό δεν το λέω αλαζονικά. Απλώς, είμαι ευτυχισμένος που παίζω μπάσκετ και σε συνδυασμό με την οικογένειά μου και την γαλήνη που μου προσφέρει, απολαμβάνω περισσότερο από ποτέ αυτό που κάνω».
Η οικογένεια, άλλωστε, είναι για τον γκαρντ του Ολυμπιακού κάτι ιερό. Αφ’ ενός γιατί «δέθηκε» ακόμη περισσότερο με την μητέρα του, Γεωργία και τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο (και επίσης καλαθοσφαιριστή) αδερφό του, Δημήτρη, όταν τον Νοέμβριο του 1997 έχασε από καρκίνο τον -σαν ειρωνεία, ιδιοκτήτη φαρμακαποθήκης- πατέρα του, Θανάση… «Από τότε ο Δημήτρης έγινε δεύτερος πατέρας μου», θυμάται πια ο Βασίλης Σπανούλης, επαναλαμβάνοντας πως «μπορεί να έχω βρεθεί πλάι σε μεγάλους προπονητές και να άκουσα από αυτούς σοφές συμβουλές, όμως πρωτίστως ακολουθώ αυτό που μου λέει πάντα η μητέρα μου, ότι «ποτέ και κανείς δεν θα μου χαριστεί».
Ο αρχηγός των Πειραιωτών αποκαλεί «ιερό δεσμό» την οικογένεια, καθότι, αφ΄ετέρου, έχει πια να φροντίσει και ο ίδιος την δική του φαμίλια. Παντρεμένος με την Σταρ Ελλάς του 2006, Ολυμπία Χοψονίδου, έχει ήδη δύο γιους και σε έναν μήνα περιμένει και τον τρίτο! Οι 3 εγκυμοσύνες της συζύγου συνέπεσαν με τις ισάριθμες κατακτήσεις της Ευρωλίγκα, το 2009 με τον Παναθηναϊκό και πέρυσι και φέτος με τον Ολυμπιακό. Όμως, αν και στην πτήση της επιστροφής από το Λονδίνο, ο «χαζομπαμπάς» και ιδιαιτέρως προσηλωμένος στα καθήκοντα… νανουρίσματος Σπανούλης δήλωνε αστειευόμενος πως «η σύζυγός μου μπορεί να υποστεί κι άλλες εγκυμοσύνες», στο «BHMAgazino» είπε χαμογελώντας ότι «αν το θεωρούσα στα σοβαρά γούρι, τότε θα έπρεπε να πείσω την γυναίκα μου να κάνουμε 10 παιδιά»!!! Και αρνήθηκε ευγενικά να αποκαλύψει αν θα θελήσει να δοκιμάσει την τύχη του ζεύγους και για μία κόρη…
Τη σεζόν 2006-07, όταν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της στον πάγκο του Χιούστον (μ.ο. 2,7π.-0, 9ασ.-0,7ριμπ.
-0,9λαθ. σε μόλις 8,8΄συμμετοχής), ο Σπανούλης δεν έκρυψε την δυσαρέσκειά του για τον τότε κόουτς των Ρόκετς, Τζεφ Βαν Γκάντι. Λέγοντας πως «θέλει να με αλλάξει από δημιουργό και διεισδυτικό παίκτη σε σουτέρ θέσης… Είναι σαν να λες σε έναν γιατρό να κάνει τον δικηγόρο»!!! Η θητεία του στο ΝΒΑ αποδείχθηκε βραχύβια, αλλά στην πορεία, ο «κάπτεν» του Ολυμπιακού εξελίχθηκε σε έναν άνθρωπο (διαφορετικών) αλλαγών. Αρχικά με την «υποβάθμισή» του από σταρ της Εθνικής στο ασημένιο μετάλλιο του Παγκόσμιου πρωταθλήματος 2006 στην Ιαπωνία σε «ρολίστα» στους Ρόκετς.
Στη συνέχεια με την ανάδειξή του σε (μαζί με τον Δημήτρη Διαμαντίδη) ηγέτη του Παναθηναϊκού, στον οποίο επέστρεψε από τις Η.Π.Α., Και κυρίως με την αποχώρησή του από το «τριφύλλι» το 2010, ώστε να παίξει στον Ολυμπιακό ως ο απόλυτος ηγέτης. «Οι αλλαγές είναι μεγάλο και αναπόφευκτο μέρος της ζωής ενός αθλητή. Νομίζω πως όταν έφτασα στο Χιούστον, βρέθηκα στην λάθος ομάδα, την λάθος στιγμή», σχολίασε ο διεθνής γκαρντ, για τον οποίο πολλοί θεωρούν πως βιάστηκε να αποφασίσει να γυρίσει στην Ευρώπη… Εκείνος, πάντως, επιμένοντας πως «το ΝΒΑ δεν είναι απωθημένο μου, γιατί το είδα από κοντά και παρότι εκεί συναντάς τους καλύτερους, το απομυθοποίησα», εξηγεί πως «μάλλον βιάστηκα εγώ περισσότερο να πάω στην Αμερική. Το λάθος μου ήταν ότι μίλησα μόνο με την διοίκηση του Χιούστον και όχι τον προπονητή, που δεν με ήξερε και αποδείχθηκε ότι δεν με ήθελε στην ομάδα. Ακόμη κι τότε, πάντως, σε στιγμές που ένιωσα μόνος, βρήκα κίνητρα».
Ένας παίκτης με τόσες διακρίσεις, πού βρίσκει άραγε νέα κίνητρα; «Το πρώτο είναι χιλιοειπωμένο, όμως πρέπει να ισχύει για όλους τους σπουδαίους παίκτες, που αναζητούν την διάρκεια. Είναι αυτό που αναφέρει ότι “είναι δυσκολότερο να παραμείνεις στην κορυφή, από το να φτάσεις σε αυτή”. Το δεύτερο είναι να κοιτάς τον επόμενο στόχο σου και τόσο εγώ όσο και η ομάδα μου έχουμε κι άλλες φιλοδοξίες, όπως το ελληνικό πρωτάθλημα. Στην πορεία, βεβαίως, ψάχνεις και συχνά ανακαλύπτεις κίνητρα στις μελλοντικές αποφάσεις σου. Είναι οι στιγμές που καλείσαι να επιλέξεις ή με την λογική ή με το ένστικτο, τόσο εντός όσο κι εκτός παρκέ. Εγώ κάποτε, σε μικρότερη ηλικία, επέλεγα με το ένστικτο και πολλάκις με άγνοια κινδύνου. Όσο μεγάλωνα, η λογική είχε εύλογα μεγαλύτερο ρόλο στις αποφάσεις μου. Έχω καταλήξει, ωστόσο, πως είναι καλό να υπάρχει ισορροπία ανάμεσά τους. Όχι τόσο στην τελική απόφαση όσο στην διαδικασία του να διαλέξεις, άσχετα με το τι θα επικρατήσει στο μυαλό σου»…
Αυτή η ιδιότυπη «ζυγαριά» θα εμφανιστεί προφανώς στο κεφάλι του και σε ένα μήνα, όταν θα λήξει το συμβόλαιό του με τον Ολυμπιακό και θα κληθεί να αποφασίσει. «Όλα θα γίνουν στην ώρα τους», λέει με την ίδια αυτοπεποίθηση και τώρα. Η προσήλωσή του στην προπόνηση μπορεί να του επιτρέπει να απολαμβάνει τακτικά και την γοητεία του άγνωστου. Ή να αρνείται την γοητεία της σύγκρισης μεταξύ των «πράσινων» και «ερυθρόλευκων» ανδραγαθημάτων του, καθώς με τον Παναθηναϊκό ήταν συνοδοιπόρος μεγάλων προσωπικοτήτων, ενώ με τον Ολυμπιακό αδιαμφισβήτητος αρχηγός ενός νεανικού συνόλου. Καταλήγοντας πως «δεν υπάρχει σύγκριση. Κάθε επιτυχία έχει την δική της χαρά. Το μόνο που θέλω είναι να απολαμβάνω το μπάσκετ».
Τα δημοσιογραφικά κλισέ αναφέρουν πως «γυαλίζει το μάτι του» ή «δεν του αρέσει να χάνει ούτε στα ηλεκτρονικά». Αλλά την πιο γλαφυρή περιγραφή του χαρακτήρα του Βασίλη Σπανούλη χάρισε πιθανότατα ο άλλοτε βοηθός προπονητή του Ντούσαν Ίβκοβιτς στον Ολυμπιακό και νυν τεχνικός του Άρη, Βαγγέλης Αγγέλου, που διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι «ακόμη και σε έναν αγώνα γήινων εναντίον εξωγήινων, ο Βασίλης θα ήθελε να πάρει το τελευταίο σουτ»! Κάτι, κοινώς, συνηθισμένο για εκείνον. Ή όπως θα έλεγαν στις Η.Π.Α. που ο ίδιος δεν λάτρεψε, «business as usual». Γι’ αυτό και πιθανότατα ο «Kill-Bill», όπως είναι έναν από τα παρωνύμια που τον ακολουθούν, μάλλον θα ήθελε κάποια στιγμή να πάρει μεταγραφή και στην ομάδα των εξωγήινων…
Ο «Σταρ-τζέντλεμαν» και οι αμφισβητήσεις!!!
Μπορεί για την ώρα να κρατά για τον εαυτό του τις αιτίες -πέρα από την φιλοδοξία του- για την απόφασή του να αποχωρήσει το 2010 από τον Παναθηναϊκό για τον «αιώνιο» αντίπαλο, Ολυμπιακό, όμως ο Βασίλης Σπανούλης δεν επηρεάστηκε από τα όσα ακούστηκαν. Κατηγορήθηκε για φιλοχρήματος, για… «πωλητής» αυτού που στην Ελλάδα λένε «οπαδιλίκι», ωστόσο, εκείνος προτίμησε να αφήσει τα λόγια και να επικεντρωθεί στο ρίσκο που παραδέχεται πως πήρε πριν από τρία χρόνια. «Είναι δεδομένο πως στο μπάσκετ όλοι παίρνουμε κάποια στιγμή ένα ρίσκο. Η απόφασή μου, όμως, δεν ήταν δύσκολη, ούτε με φόβιζε το ότι πήγαινα σε μία ομάδα που “χτιζόταν” και είχε την πίεση των πολλών ετών μακριά από τίτλους. Αντιθέτως, με εξίταρε το γεγονός πως αυτό θα γινόταν πάνω σε μένα! Δεν τρόμαξα ποτέ όταν βρέθηκα με την πλάτη στον τοίχο».
Από τότε, απέκτησε νέους (ερυθρόλευκους) «υπηκόους», αλλά και (πράσινους) ορκισμένους «εχθρούς». Η νοοτροπία νικητή που ανέπτυξε, όμως, μπορεί να φέρει και «εμφύλιες» διαμάχες. Καθώς στην συνέντευξή του στο «Βήμα», στις 4 Μαΐου, παραδέχθηκε την διένεξη με τον κόουτς Μπαρτζώκα στον προημιτελικό με την Εφές στην Κωνσταντινούπολη, λέγοντας τότε ότι «πάντα υπάρχουν εντάσεις με συμπαίκτες ή προπονητές. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που είμαι ο αρχηγός. Πόσες φορές τυχαίνει να είσαι στο σπίτι και να μαλώνεις με τη γυναίκα σου;»…
Παρόλα αυτά, αρνείται πεισματικά να απαντήσει στις κατηγορίες του πρώην συμπαίκτη του, Τζόι Ντόρσεϊ, που σε πρόσφατη συνέντευξή του, δήλωσε πως ο Σπανούλης ευθύνεται για την απομάκρυνσή του από τον Ολυμπιακό. Ο ισπανικός Τύπος, πάντως, αποκάλεσε τον αρχηγό των «κόκκινων» «σταρ-τζέντλεμαν», για την ενέργειά του να χαιρετήσει έναν-έναν τους παίκτες της Ρεάλ Μαδρίτης μετά τον τελικό της περασμένης Κυριακής και λίγα δευτερόλεπτα πριν σηκώσει το τρόπαιο! Η λέξη «σταρ» σαφώς αντικατοπτρίζεται και στην αμοιβή του (2,4εκατ.ευρώ ετησίως), αλλά ο ίδιος, δεν αντιμετωπίζει κακόβουλα τα σχόλια εν μέσω κρίσης. Επισημαίνοντας ότι «δεν κλέβουμε από κανέναν. Κι εγώ ξεκίνησα από χαμηλά και ήμουν ευτυχισμένος με όσα είχα από παιδί. Απλώς νιώθω ευλογημένος που έκανα το χόμπι μου επάγγελμα και ξέρω πως είναι διαφορετικό να συζητάς για την κρίση, από το να την βιώνεις».
Από τον Γιώργο Αδαμόπουλο
Πηγή: BHmagazino στις 19/5/2013