Η Ευγενία Δημητροπούλου, από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως η Ελληνίδα Juliette Binoche, καθώς διαθέτει μια εκλεπτυσμένη φυσιογνωμία και φινέτσα που παραπέμπει σε Γαλλίδα πρωταγωνίστρια.
Στην καθημερινή ζωή της είναι απλή, αυθόρμητη και συνεχώς χαμογελαστή. Μεταδίδει με ένα μοναδικό τρόπο τη θετική της ενέργεια, με το «φωτεινό χαμόγελό» της. Το ήθος και ο επαγγελματισμός της διαφαίνονται αμέσως…και φυσικά δεν είναι τυχαίοι οι εξαιρετικοί ρόλοι που έχει ερμηνεύσει. Στο «Νησί» τη συναντήσαμε ως Αλέξις και Άννα. Έπειτα την απολαύσαμε στο θεατρικό ρόλο της Οφηλίας, ένα ρόλο που είναι η επιθυμία κάθε ηθοποιού, και τώρα υποδύεται μια βασιλοπούλα, στην παράσταση «Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους στο θέατρο ‘Ακροπόλ’. Τη συνάντησα, λοιπόν, στο καμαρίνι της, περίπου μία ώρα πριν από την έναρξη της παράστασης του Σαββάτου, επιθυμώντας να την ‘γνωρίσω’, να μάθω πως ξεκίνησε την διαδρομή της στο χώρο της υποκριτικής, αλλά και ποιά είναι τα όνειρα και οι προσδοκίες της για το μέλλον.
Έχεις μεγαλώσει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, με γονείς εκπαιδευτικούς. Θέλεις να μας μιλήσεις για την οικογένειά σου, αλλά και τη ζωή σου στην εκεί;
Γεννήθηκα στη Λαμία, αλλά έζησα τα πρώτα 5 χρόνια στον Πύργο Ηλείας. Μετά επιστρέψαμε στη Λαμία οικογενειακώς. Προέρχομαι από μία πενταμελή οικογένεια. Έχω άλλα δύο αδέλφια, τα οποία αγαπάω πολύ και εγώ είμαι το μεσαίο παιδί. Οι γονείς μου είναι φιλόλογοι και ζούνε μόνιμα στη Λαμία. Είμαστε μία τυπική, ελληνική, παραδοσιακή οικογένεια.
Πέρασες στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ήταν κάτι που επιθυμούσες να σπουδάσεις από μικρή; Σε ενδιέφερε ως αντικείμενο;
Η Νομική ήταν στα ενδιαφέροντά μου. Με έλκυε ως επιστήμη και ήθελα να ασχοληθώ με τα αντικείμενά της. Δεν είχα σκεφτεί, βέβαια, ποτέ τον εαυτό μου δικηγόρο και πάντα ήθελα να κάνω διαφορετικά πράγματα. Συγκεκριμένα, κάποια περίοδο, σκεφτόμουν ότι ήθελα να δοκιμάσω για μια με δυο μέρες κάθε επάγγελμα. Το έβρισκα πολύ γοητευτικό όλο αυτό και νομίζω ότι τελικά για αυτό έγινα ηθοποιός, για να μπορώ να εναλλάσσω αυτά τα ενδιαφέροντα μου και τους ρόλους μου. Εμείς οι ηθοποιοί, όντως μπορούμε να μπαίνουμε σε διαφορετικές ζωές για ένα εξάμηνο, για τρεις μήνες ή για μία σεζόν και μετά πάλι να γινόμαστε κάποιοι άλλοι μέσα από έναν άλλο ρόλο.
Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν, όταν τους ανακοίνωσες ότι θέλεις να ασχοληθείς με την υποκριτική;
Έγινε σταδιακά, δηλαδή ενώ σπούδαζα στη Νομική, έπαιζα ερασιτεχνικά και σιγά σιγά με είδαν κάποιοι άνθρωποι και μου ζήτησαν να δουλέψω. Θυμάμαι, ότι όταν ήρθε η πρόταση από τον Μανούσο Μανουσάκη να κάνω το πρώτο μου σίριαλ, πήρα τον μπαμπά μου να του το ανακοινώσω και μου είπε: «Να το κάνεις!». Μετά από αυτό, αποφάσισα να σπουδάσω και υποκριτική. Οι γονείς μου δεν είναι από τους γονείς που θα έσπρωχναν το παιδί τους να κάνει κάτι τέτοιο. Η απόφασή μου δεν ήταν ό,τι καλύτερο για εκείνους, αλλά την αποδέχτηκαν. Πάντα όμως μας έλεγαν «Ό,τι θέλετε να το ακολουθήσετε και αν μπορείτε να το κάνετε σωστά!» Εγώ, όταν ήρθα στην Αθήνα δεν είχα καμία γνωριμία σχετική με το χώρο του θεάτρου και κανέναν να με συμβουλεύσει. Αλλά όταν αγαπάς κάτι, τα καταφέρνεις…
Πρώτα ξεκίνησες δηλαδή να δουλεύεις και μετά πήγες στη Δραματική Σχολή;
Ευτυχώς οι γονείς μου με συντηρούσαν και όσον αφορά το χαρτζιλίκι αλλά και το σπίτι. Όταν όμως αποφάσισα να σπουδάσω στη Δραματική Σχολή ήθελα τα χρήματα να τα πληρώνω μόνη μου. ΚΙ έτσι δούλευα ως ηθοποιός επιλεκτικά και δειλά δειλά έκανα κάποια βήματα, τα οποία με βοήθησαν και ευτυχώς τελείωσα τη σχολή.
Με τον Παντελή Βούλγαρη και τις «Νύφες» έκανες τα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα. Πώς ξεκίνησε η συνεργασία;
Οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη ήταν το πρώτο μου επαγγελματικό γύρισμα, τα πρώτα χρήματα που πήρα ως ηθοποιός. Είχε έρθει η βοηθός του στην ομάδα του Πανεπιστημίου, μας είδε και πήρε σχεδόν όλες τις κοπέλες για «casting». Περάσαμε το «casting», και ο κύριος Βούλγαρης επέλεξε κάποιες κοπέλες, μεταξύ αυτών κι εγώ κι έτσι ξεκίνησα.
Για τις ανάγκες των γυρισμάτων του τηλεοπτικού σήριαλ «Νησί», πόσο καιρό έμεινες στην Κρήτη;
Έμεινα συνολικά στην Κρήτη περίπου 14 μήνες, σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής, γιατί θυμάμαι ότι έκανα το πρώτο, αλλά και το τελευταίο γύρισμα. Εννοείται, βέβαια, ότι όταν δεν είχαμε δουλειά ή είχαμε ρεπό μπορούσαμε να ανεβοκατεβαίνουμε, όπως και το καλοκαίρι που είχαν περισσότερα γυρίσματα τα παιδάκια. Εγώ, όμως, επειδή είχα και τους δύο ρόλους και υπήρχε ο συνδυασμός με πολλούς ηθοποιούς έπρεπε να είμαι αρκετό καιρό εκεί.
Χρειάστηκε επίσης για κάποια γυρίσματα να βρεθείς στο Λονδίνο. Εκεί συνάντησες τη Victoria Hislop. Θα πρέπει να ήταν μια αξέχαστη εμπειρία.
Πήγαμε στο Kent, όπου το σπίτι, με αυτό τον υπέροχο κήπο, που κάναμε τα γυρίσματα ήταν το σπίτι της Victoria Hislop. Το mini cooper, επίσης, ήταν του άντρα της και είχα πολύ άγχος που το οδηγούσα, γιατί ήταν δεξιοτίμονο. Θυμάμαι ότι ήμουν ταυτόχρονα πολύ συγκεντρωμένη, αλλά περισσότερο τόσο αγχωμένη όταν το οδηγούσα, γιατί υπήρχαν στιγμές που ήμουνα μόνη μου στο αυτοκίνητο. Μου δημιουργούσε πρακτικά προβλήματα, όπως όταν ήθελα να αλλάξω ταχύτητα να μην ανοίξω την πόρτα ή να μπω στη σωστή λωρίδα κυκλοφορίας για να αποφύγω την μετωπική! Ακόμα και μετά από ένα χρόνο στην Αθήνα σκεφτόμουνα πολλές φορές, την εμπειρία της οδήγησης εκεί!
Στο «Νησί» υποδύθηκες την Άννα. Έχεις κοινά χαρακτηριστικά με την ηρωίδα που ενσάρκωνες;
Με την Άννα ήμασταν, -γιατί τώρα έχει τελειώσει για μένα η Άννα- πολύ πεισματάρες, ανυπόμονες και με αρκετό πάθος για ό,τι κάναμε. Νομίζω, ότι αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που μας συνέδεαν.
Από την Άννα στο «Νησί» έγινες η Οφηλία και έπειτα μια βασιλοπούλα. Πώς σου φάνηκαν αυτές οι αλλαγές;
Η Οφηλία το καλοκαίρι ήταν ένας από τους ρόλους που κάθε νέος ηθοποιός ονειρεύεται. Αυτοί οι ρόλοι είναι άπιαστοι, είναι ρόλοι που υπήρχαν και θα υπάρχουν και μετά από εσένα. Για μένα ήταν τρομερή εμπειρία να αναμετρηθώ με το κείμενο του Σαίξπηρ, να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με εκείνο που ήταν η Άννα. Μου αρέσει, όμως, να κάνω διαφορετικά πράγματα για αυτό μετά την Οφηλία έγινα μια βασιλοπούλα. Μεγάλη πρόκληση στην συγκεκριμένη παράσταση είναι το παιδικό κοινό. Η παράσταση είναι μιούζικαλ και πρέπει να χορεύω και να τραγουδάω, κάτι που ομολογώ ότι δεν είχα το θάρρος τόσο εύκολα να το κάνω. Ο τρόπος όμως της Σοφίας Σπυράτου και του Αλέξανδρου Κεϊβανάι, που είναι το χορευτικό μου ταίρι, με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Αυτοί οι δύο άνθρωποι με έχουνε στηρίξει για να νιώθω καλά μέσα σε αυτή την παράσταση.
Αυτή την περίοδο βρίσκεσαι στο θέατρο Ακροπόλ, στην παράσταση «Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους». Είναι μια διασκευή του παραμυθιού των αδελφών Γκριμ.
Η διασκευή είναι του Στρατή Πασχάλη, που είναι πολύ αξιόλογος ποιητής και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει γράψει ένα καταπληκτικό κείμενο. Έχει γράψει ένα έργο που απευθύνεται σε όλους, όχι μόνο σε παιδιά. Είναι απλό, αλλά όχι απλοϊκό. Δεν το δίνουμε στα παιδιά, ως μια «μασημένη τροφή». Με εντυπωσιάζει το πώς το προσλαμβάνουν οι μικροί, γιατί μερικές φορές τείνουμε να τους υποτιμάμε στο τι μπορούν να αντιληφθούν. Στη συγκεκριμένη παράσταση, μας λένε και οι γονείς ότι περνάνε πολύ καλά, γιατί ο καθένας ανάλογα με την ηλικία του έχει άλλες προσλαμβάνουσες. Επίσης, η παράσταση είναι σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου, η οποία είναι μια αξιόλογη σκηνοθέτης και χορογράφος και έχει στήσει την παράσταση με πολύ μεράκι και αγάπη. Με έπεισε να χορέψω και βλέπω ότι ξέρει πως λειτουργεί και αντιδρά το κοινό. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από την ανταπόκριση του κόσμου στην παράσταση.
Γιατί όμως οι βασιλοπούλες λιώναν τα γοβάκια τους;
Έχει ακολουθηθεί πιστά ο μύθος και το παραμύθι σχετίζεται με την ερωτική αφύπνιση των εφήβων. Είναι τρεις κοπέλες, οι οποίες είναι οι κόρες του βασιλιά της Γης. Φαινομενικά τα έχουν όλα, αφού ζουν σε ένα πλούσιο βασίλειο. Εκείνο, όμως, που θέλουνε είναι «να μην πνίγονται άλλο πια, μέσα στα παλάτια. Θέλουνε κάποια στιγμή να βρούνε μια άλλη ευτυχία». Οι συγκεκριμένες, λοιπόν, βασιλοπούλες είναι αρκετά φιλοπερίεργες, καθώς επιθυμούν να μάθουν τι άλλο συμβαίνει πέρα από αυτό το «χρυσό κλουβί». Επιθυμούν να ανακαλύψουν νέα πράγματα και να ξεφύγουν από αυτό τον «Παράδεισο» και έτσι καταφεύγουν στα όνειρά τους. Στα όνειρά τους ταξιδεύουν σε τόπους μαγικούς, στη «Χώρα του Καθρέφτη» και εκεί πηγαίνουν και χορεύουν με πρίγκιπες με μορφή πουλιού. Επειδή χορεύουν όλο το βράδυ λιώναν τα γοβάκια τους, κάτι που φυσικά δεν μπορούν να αποκαλύψουν στον πατέρα τους. Όλη αυτή τη ζωή και το μυστικό που κρύβουν οι βασιλοπούλες ανακαλύπτει ένας κοινός θνητός.
Είσαι άνθρωπος που εξωτερικεύει αυτά που αισθάνεται; Εκφράζεις γενικά τα συναισθήματά σου;
Στους δικούς μου ανθρώπους, δείχνω αρκετά από αυτά που αισθάνομαι αν και κρατάω πολλά κομμάτια για τον εαυτό μου. Δεν κρύβομαι, λέω σχεδόν πάντα αυτό που νιώθω και πολλές φορές είμαι περισσότερο αυθόρμητη από ό,τι χρειάζεται. Το λέω και μετά αναρωτιέμαι «Γιατί το είπες;», αλλά σίγουρα ποτέ δεν το κάνω με πρόθεση, θα το πω αυθόρμητα τη στιγμή που θα το σκεφτώ, χωρίς να έχω μέσα μου μια σκέψη ή κακία.
Τι σημαίνει για σένα ευτυχία;
Σίγουρα η ευτυχία είναι στιγμές, δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση, γιατί αν ήταν θα έχανε και το νόημά της. Είναι στιγμές που νιώθεις ότι είσαι πλήρης, ότι δεν σου λείπει τίποτα και για μένα ευτυχία είναι πάρα πολύ μικρά πράγματα. Σήμερα, όταν ξύπνησα για να έρθω στο θέατρο και είδα πόσα όμορφα είναι έξω, ένιωσα ευτυχία. Ένιωθα ότι θα έρθω και θα κάνω κάτι που μου αρέσει, που το αγαπάω χωρίς όρους και υποχωρήσεις σε κάποια πράγματα. Η δουλειά μου με γεμίζει, γιατί έχω προσπαθήσει πάρα πολύ για να πετύχω το καλύτερο. Θα ήμουν αχάριστη να γκρινιάζω ή να παραπονιέμαι για κάτι. Για όλους αυτούς τους λόγους αμέσως χαμογέλασα, νιώθοντας πλήρης.
Σου αρέσει η ζωή στην Αθήνα;
Γενικά, ήμουν από τα παιδιά της επαρχίας που προσαρμόστηκα πολύ καλά στην Αθήνα και δεν νοσταλγούσα τη ζωή μου στη Λαμία. Σίγουρα, η επαρχία έχει καλύτερη ποιότητα ζωής και αυτό το διαπίστωσα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού κάνοντας περιοδεία ανά την Ελλάδα. Εκτός Αθηνών, παράδειγμα, ο κόσμος δεν βιώνει την οικονομική κρίση με την «κατάθλιψη» της Αθήνας. Παρόλα αυτά, μου αρέσει η Αθήνα, με την έννοια ότι είναι μία πόλη ζωντανή που σου δίνει περιθώρια να κάνεις πάρα πολλά πράγματα, αν και έχει πλέον πολύ άσχημες και πολύ δύσκολες γωνιές.
Τι θα ήθελες να κάνεις από εδώ και πέρα; Τι ονειρεύεσαι;
Δεν έχω προγραμματίσει το επόμενο βήμα μου. Έχω συζητήσει κάποια πράγματα, απλώς οι καιροί είναι τόσο δύσκολοι που πολλές φορές μπορεί να συζητάς, να έχουνε πολύ καλή πρόθεση όλοι οι συντελεστές και τελευταία στιγμή να μην γίνεται τίποτα. Οπότε δεν μπορώ να ξέρω το επόμενο βήμα, σίγουρα όμως θέλω κάποια περίοδο να ξεκουραστώ, αλλά για λίγο, γιατί δεν μου αρέσει να κάθομαι.
Κλείνοντας, αν θέλεις να μας πεις δύο λόγια για το Θόδωρο Αγγελόπουλο που τόσο άδικα έφυγε από τη ζωή.
Τον Θόδωρο Αγγελόπουλο τον ήξερα μέσα από τις ταινίες του, αλλά είχα την χαρά και την τιμή να τον γνωρίσω και προσωπικά. Όταν, λοιπόν, έμαθα για το ατύχημα σοκαρίστηκα, αν και ήταν ακόμη θολό το τοπίο για το τι ακριβώς του είχε συμβεί. Ήταν ένας άνθρωποςσυμπαθέστατος και γλυκύτατος. Εμένα μου άρεσε και ανεξάρτητα από το πώς έβλεπε ο καθένας τις ταινίες του, είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους που μας έχουν κάνει γνωστούς διεθνώς. Έφυγε άδικα και ακριβώς στο «πεδίο της μάχης», τη στιγμή που έστηνε το πλάνο του.
Από την Κωνσταντίνα Κλοκοτάρα