Ο Ζακ Ιβ Κουστό αγάπησε με πάθος τη θάλασσα και τον αγάπησε κι αυτή. Ταξίδεψε στα μυστικά της, τα οποία μας φανέρωσε μέσα από τις διηγήσεις του. Ένα κομμάτι από το έργο του πολυτάλαντου Ζακ Ιβ Κουστό, στον οποίο, χωρίς υπερβολή, ο εξειδικευμένος κλάδος της ενάλιας αρχαιολογίας χρωστά πάρα πολλά, παρουσιάζουν σ’ αυτό το αφιέρωμα Έλληνες συνεργάτες του.
«Ο Κουστό δεν φοράει ποτέ γραβάτα. Ακόμη και σε επίσημη εμφάνιση φοράει ένα ζιβάγκο», με προειδοποίησε ο Χάρης Κριτζάς, κοινός καλός μας φίλος και συνεργάτης του.
Ήταν το 1988, όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα με τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό, για το 31ο Διεθνές Συνέδριο του CIESM (Συμβούλιο για την Επιστημονική Εξερεύνηση της Μεσογείου), του οποίου ήταν επί 25 χρόνια γενικός γραμματέας. Τότε τον γνώρισα προσωπικά. Είχε κανονιστεί να γευματίσουμε στο Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος (ΝΟΕ).
Θυμάμαι τον Ζακ Ιβ ζωηρότατο, ευδιάθετο και νεανικότατο, παρά τα σχεδόν 80 του χρόνια, με εκείνο το διαρκές καλοσυνάτο χαμόγελο να μιλά με θαυμασμό για την Ελλάδα, τα νησιά και την απαράμιλλη ομορφιά τους. Μπροστά σ’ αυτόν το μεγάλο ωκεανογράφο, οι αυστηροί κανόνες του ΝΟΕ παραμερίστηκαν. Και έτσι, παρακάθισε στο γεύμα χωρίς λαιμοδέτη.
Σ’ αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς υπερβολή, ο εξειδικευμένος κλάδος της ενάλιας αρχαιολογίας χρωστά πάρα πολλά. Εκείνος και ο μηχανολόγος Εμίλ Γκανιάν εφηύραν το 1943 ένα ρυθμιστή αέρος, τελειοποιώντας τον εξοπλισμό κατάδυσης «Le Prieun», που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή η εφεύρεση, ενώ έγινε για να εξυπηρετήσει στρατιωτικούς σκοπούς, βρήκε στη συνέχεια ειρηνικές εφαρμογές. Από αυτή την ανακάλυψη γεννήθηκε το «aqualung» -ο θαλάσσιος πνεύμονας- που απελευθέρωσε το δύτη από το βαρύ και δύσχρηστο καταδυτικό εξοπλισμό, δίνοντας νέα ώθηση στην ενάλια αρχαιολογική έρευνα.
Ο Κουστό ήταν πολυτάλαντος άνθρωπος, που αγάπησε με πάθος τη θάλασσα. Αν και πολλοί δύτες της εποχής εκείνης έδρασαν σε μία συγκεκριμένη θάλασσα, τη Μεσόγειο, αφοσιωμένοι στην αρχαιολογική έρευνα, εκείνος ξεκίνησε από τη Μεσόγειο και ερωτεύθηκε τους ωκεανούς. Ασχολήθηκε με όλες τις μορφές ζωής του υγρού στοιχείου, φτάνοντας έως τις παγωμένες θάλασσες των αντιπόδων, ενώ από την επιστημονική του περιέργεια δεν εξαιρέθηκαν οι αχανείς υδάτινες επιφάνειες του Αμαζονίου, του Νείλου και άλλων μεγάλων ποταμών.
Το ενδιαφέρον του πλοιάρχου Ζακ Ιβ Κουστό για την Ελλάδα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο πλούσιος σε εναλλαγές βυθός των ελληνικών θαλασσών και ένα Αρχιπέλαγος που μετρά χιλιάδες νησιά, νησίδες, βραχονησίδες και υφάλους, σε συνδυασμό με τις άπειρες μαρτυρίες της μακρότατης πολιτιστικής κληρονομιάς, τον είχαν μαγνητίσει. Τότε, με μεγάλο μεράκι απαθανάτισε, στη θρυλική του ταινία «Ο κόσμος της σιωπής», το δύσκολο έργο των Ελλήνων σφουγγαράδων που μοχθούσαν μέσα στα βαριά και δυσκίνητα σκάφανδρα.
Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ξαναεπισκέφθηκε το Αιγαίο για ένα πρόγραμμα μελέτης των νερών της Μεσογείου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο μεγάλος θαλασσοπόρος κατέπλευσε στην Ελλάδα με το μυθικό του πλοίο «Καλυψώ».
Το αποτέλεσμα του ταξιδιού -που έγινε με την παρότρυνση του υπουργείου Εξωτερικών και μεσολαβητή τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού- ήταν μια εντυπωσιακή σειρά ταινιών του Ζακ Ιβ Κουστό με τίτλο «Αναζητώντας τη χαμένη Ατλαντίδα». Στην εξερεύνηση του βυθού συμμετέχει και βαθυσκάφος σχεδιασμένο από τον ίδιο. Ο πλοίαρχος θα παραμείνει στην Ελλάδα με το «Καλυψώ», το καλύτερα εξοπλισμένο πλοίο της εποχής του, από το Νοέμβριο του 1975 μέχρι τον Ιούνιο του 1976. Το πλήρωμα αποτελείται από τριάντα άτομα διαφόρων ειδικοτήτων, που είναι όλοι δύτες.
Θυμάμαι, το πρόγραμμα της έρευνας έγινε με το δικό μας υπουργείο Πολιτισμού, με συντονιστή τον αρχαιολόγο Γιώργο Παπαθανασόπουλο. Στην Ελλάδα δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, αλλά από το 1973 υπήρχε το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) που ιδρύθηκε από τους πρωτοπόρους της υποβρύχιας έρευνας στην Ελλάδα. Το υπουργείο είχε ορίσει τότε αρχαιολόγους-δύτες που θα ήταν επόπτες και θα συνεργάζονταν με το πλήρωμα του «Καλυψώ» σε όλες τις φάσεις της έρευνας.
Για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως επόπτες συμμετείχαν ο φίλος Χαράλαμπος Κριτζάς, που είναι σήμερα διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου, και ο Λάζαρος Κολώνας, γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων, σήμερα. Για μικρότερα διαστήματα δούλεψαν οι αρχαιολόγοι-δύτες Ισίδωρος Κακούρης, Μανώλης Μπορμπουδάκης, Χαράλαμπος Πέννας και Νίκος Παπαδάκης. Κατά καιρούς συμμετείχαν οι αυτοδύτες του “ΙΕΝΑΕ” Λ. Τσαβλίρης, Β. Βιτάλης, Γ. Μασέλος, Φ. Αντωνόπουλος, Γ. Γάρας, Σ. Ρακόπουλος και άλλοι.
Ο Χάρης, από το 1970 ήδη, έπαιρνε μέρος στις ενάλιες έρευνες στη Μεθώνη, στο Πελαγονήσι των Βορείων Σποράδων και στις προσπάθειες του Χάρολντ Έτζερτον για τον εντοπισμό της χαμένης Ελίκης και της θέσης της ναυμαχίας της Ναυπάκτου. Είχε συνεργαστεί και στις έρευνες στην Παλαιά Επίδαυρο.
Να κάνω μια παρένθεση εδώ, γιατί θεωρώ πολύ σπουδαία την εφεύρεση του Χάρολντ, το «Side Scan Sonar» (πλευρικός σαρωτής βυθού), που βοήθησε στον εντοπισμό ανωμαλιών στο θαλάσσιο πυθμένα, από την επιφάνεια. Ήταν ακόμη μια εφεύρεση που ευεργέτησε την έρευνα του βυθού. Χάρη σ’ αυτήν, ο δύτης μπορούσε στη συνέχεια, με οπτική παρατήρηση, να ξεχωρίσει αν πρόκειται για αρχαία ή σύγχρονα ναυάγια, για καταβυθισμένα ανθρώπινα έργα ή γεωλογικούς σχηματισμούς.
Εκτός από το βαθυσκάφος, που επέτρεπε την κάθοδο σε μεγάλα βάθη, όπως στην καλντέρα της Σαντορίνης, το ελικόπτερό του «Καλυψώ» πραγματοποιούσε φωτογραφικές και κινηματογραφικές λήψεις από αέρος. Οι προσπάθειες είχαν εστιαστεί σε συγκεκριμένες περιοχές όπου υπήρχαν γνωστά ναυάγια -βυθισμένες αρχαιότητες ή σημεία όπου υπήρχαν υποψίες για λείψανα του παρελθόντος.
Αν δεν με απατάει η μνήμη μου, η αρχή έγινε από το ακρωτήρι του Αρτεμισίου στη βόρεια Εύβοια, όπου τα δίχτυα των ψαράδων είχαν ανασύρει από το βυθό, το 1926, αριστουργήματα της κλασικής εποχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα είναι το ορειχάλκινο άγαλμα του Δία (ή Ποσειδώνα), που δικαίως θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά της αρχαιότητας.
Στο ίδιο σημείο βρέθηκε και ο «Μικρός Αναβάτης», ο αποκαλούμενος «Μικρός Τζόκεϊ», με το ολόσωμο άλογο, αριστούργημα των ελληνιστικών χρόνων. Λόγω της περιορισμένης ορατότητας και της αλλοίωσης του βυθού από φερτά υλικά πολλών ρεμάτων, η έρευνα του Κουστό στο Αρτεμίσιο δεν αποκάλυψε κάποιο νέο εύρημα, εκτός από μια χάλκινη χύτρα κοντά σε ένα σημείο όπου ο πλευρικός σαρωτής εντόπισε κάποια ανωμαλία του βυθού.
Οι έρευνες είχαν εστιαστεί και στο σημείο όπου ήταν το πλοίο-νοσοκομείο «Βρετανικός», το αδελφό πλοίο του «Τιτανικού», που βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της Κέας και της Μακρονήσου. Ο Κουστό το εντόπισε και απέδειξε, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της Γερμανίας, ότι εκείνη ήταν υπεύθυνη για την καταβύθιση ενός πλοίου-νοσοκομείου, κατά παράβαση των κανόνων του πολέμου.
Συγκινητική ήταν η στιγμή όπου μια, τότε, ογδοντάχρονη Αγγλίδα, που είχε υπηρετήσει στο «Βρετανικό» και σώθηκε από το ναυάγιο, καταδύθηκε με το βαθυσκάφος και με συγκίνηση ξαναείδε το καράβι και ήρθε πάλι σ’ επαφή, κάπου εξήντα χρόνια αργότερα, με την καμπίνα όπου διέμενε ως νεαρή νοσοκόμα.
Το ταξίδι του «Καλυψώ» συνεχίστηκε από τις Κυκλάδες στο νότιο Ιόνιο. Εκεί ερεύνησαν τον κόλπο του Ναβαρίνου, όπου πέρα από τα πάμπολλα βουλιαγμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, εντοπίστηκε και ένα ελληνικό ναυάγιο. Από την Πύλο ο πλοίαρχος Κουστό συνεχίζει τις έρευνες στον Κορινθιακό, όπου επιβεβαιώνεται ότι είναι αδύνατος ο εντοπισμός της χαμένης Ελίκης, λόγω της αλλαγής της γεωμορφολογίας της περιοχής.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι στις Κυκλάδες, στο σημείο όπου ερευνήθηκε η καλντέρα της Σαντορίνης, στη «βουτιά» που έκανε το βαθυσκάφος φάνηκε ένας βυθός καλυμμένος από παχύ στρώμα ηφαιστειακής τέφρας. Κανένα αρχαιολογικό εύρημα όπως και κανένα αρχαίο αντικείμενο δεν βρέθηκε στο θαλάσσιο χώρο που συνορεύει με το Ακρωτήρι.
Το «Καλυψώ» έφτασε μέχρι την Κρήτη, όπου εκεί ερευνήθηκε συστηματικά το μεγαλύτερο μήκος των ακτών της Μεγαλονήσου, με πολύ θετικά αποτελέσματα. Όπως μάλιστα λέει ο Χάρης Κριτζάς, που ήταν ο επόπτης αρχαιολόγος, «η περιοχή βρίθει κυριολεκτικά από υποβρύχιες αρχαιότητες». Εντοπίστηκαν εφτά ναυάγια στα φυσικά λιμάνια της νήσου Δίας, που βρίσκεται απέναντι από το Ηράκλειο. Αναγνωρίστηκε επίσης ένα σημαντικό Βυζαντινό ναυάγιο του 10ου αιώνα, φορτωμένο αμφορείς, ένα άλλο με φορτίο αμφορέων του 1ου αιώνα π.Χ. και ένα Ενετικό στο οποίο διακρίνονταν κανόνια.
Στα ανοιχτά του Ηρακλείου εντοπίστηκαν τα υπολείμματα της «Λα Τερέζ», του γαλλικού πολεμικού πλοίου του Λουδοβίκου ΙΔ’, που ανατινάχτηκε κατά τις εχθροπραξίες με τους Τούρκους που πολιορκούσαν τον Χάνδακα.
Ο Ζακ Ιβ Κουστό θα γυρίσει πίσω -μετά την Κρήτη- σε μία απ’ τις σημαντικότερες έρευνες που έγιναν στη θέση του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Η έρευνα γίνεται με το βαθυσκάφος και με δύτες που εντόπισαν μικρά, αλλά σημαντικά ευρήματα, που επιβεβαίωσαν ότι το σπουδαίο αυτό ναυάγιο είχε πολλά ακόμη ν’ αποκαλύψει. Στα Αντικύθηρα, η έρευνα του Κουστό στάθηκε τυχερή, γιατί η ανακάλυψη νομισμάτων της Περγάμου, του 80 π.Χ., βοήθησε στη χρονολόγηση αυτού του ναυαγίου.
Ο Ζακ είναι συνδεδεμένος με τις ενάλιες έρευνες. Με την εφεύρεση του ρυθμιστού κατάδυσης, όπως προανέφερα, γίνεται με άλλο «μάτι» η εξερεύνηση των μεγάλων ναυαγίων της Μεσογείου. Τα περισσότερα ήταν ήδη γνωστά, αλλά τώρα που ο άνθρωπος μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μεγάλα βάθη, οι έρευνες έγιναν μεθοδικές αρχαιολογικές επιχειρήσεις: Γκραν Κονγκλουέ, Ντιμόν, Μαχτία, Τιτάν, Κρετιέν και Αλμπένγκα θα μείνουν στην ιστορία της ναυτικής αρχαιολογίας σαν οι πρωτοπόρες ενάλιες έρευνες.
Και όμως, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι αρχαιολόγοι ακόμη δεν καταδύονται, περιορίζονται στη μελέτη των αρχαίων ευρημάτων που τους φέρνουν στην επιφάνεια και τις σχετικές πληροφορίες -σχέδια ή φωτογραφίες- που μεταφέρουν οι δύτες. Αυτοί είναι συχνά αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού ή ερασιτέχνες δύτες. Μαζί με αυτούς τους πρωτοπόρους της ενάλιας αρχαιολογίας, Ταγιέζ, Θροκμόρτον, Αμπούλ Σααντάτ, Φροστ, Καπιτέν, κινείται και ο Κουστό.
Στις αρχές του 1960 με τον Πίτερ Θροκμόρτον και με τον Τζορτζ Μπας -ο τελευταίος είναι αρχαιολόγος- μπαίνουν οι κανόνες της ενάλιας αρχαιολογικής έρευνας.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω ότι η πρώτη έρευνα σε αρχαίο ναυάγιο είχε γίνει στην Ελλάδα ήδη από το 1901, όταν Συμιακοί δύτες, που εποπτεύονταν από αρχαιολόγο στην επιφάνεια, ανέλκυσαν τους θησαυρούς των Αντικυθήρων. Ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος που καταδύθηκε ήταν ο Νίκος Γιαλουρής, το 1957, στα βυθισμένα ερείπια της Φειάς, κοντά στο Κατάκολο.
Είναι συχνό το φαινόμενο, το έργο που δημιουργούν άνθρωποι με ξεχωριστές ικανότητες να γκρεμίζεται και να χάνεται μετά το θάνατό τους. Του Κουστό όμως συνεχίζεται μέσα από το ομώνυμο ίδρυμα που εδρεύει στο Μόντε Κάρλο του Μονακό και τ’ όνομά του, που ταυτίστηκε με τη θαλάσσια έρευνα ανά την υφήλιο, διαιωνίζεται μέσω του γιου του Ζαν Ζακ Κουστό, άξιου συνεχιστή.
Του Χάρη Τζάλλα
(31.07.2008)