Στη μνήμη του Paul Allen , ενός λάτρη της Ελλάδας και νικητή του πρώτου σύγχρονου αγώνα βαρέων οπλιτοδρόμων.
Ιούλιος Πολυδεύκης – Ονομαστικόν (βιβλίο 3ο) “…οπλίτης δρόμος, καί ο τόν οπλίτην δίαυλον θέων, καί οπλιτοδρόμος…”
Ο οπλίτης δρόμος ή οπλιτοδρομία είναι αγώνας ταχύτητος με αθλητές που φέρουν αμυντική πανοπλία, δηλαδή ασπίδα περασμένη στον αριστερό βραχίονα, κράνος στο κεφάλι και περικνημίδες στα πόδια. Η απόσταση ήταν 2 ή 4 στάδια αλλά τελικά επεκράτησε η απόσταση 2 σταδίων (384,54 μέτρα). Από τα μέσα του 5ου αι. Π.Χ. οι αθλητές έτρεχαν φέροντας ασπίδα κράνος και περικνημίδες.
Η αρχή του του επίπονου και θεαματικού αυτού αγωνίσματος ανάγεται στη σφαίρα του μύθου. Λέγεται ότι ο πρώτος τέτοιος αγώνας έγινε στους Δελφούς όταν ο Απόλλων σκότωσε τον Πύθωνα. Μετά από αυτό πήγε στην Κρήτη όπου η Χρυσοθέμις τον καθάρισε από το μίασμα της δρακοφονίας και μετά πήγε στα Τέμπη. Από εκεί έφερε το φυτό δάφνη στους Δελφούς και αφού διοργάνωσε τον Πυθικό αγώνα , έστεψε τους αθλητές με αυτό . Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο μύθο στον πρώτο αυτό αγώνα αγωνίστηκαν και νίκησαν : ο Κάστωρ στο Στάδιο, ο Πολυδεύκης στην Πυγμαχία, ο Κάλαϊς στον Δόλιχο, ο Ζήτης στον Οπλίτη δρόμο, ο Πηλέας στον Δίσκο , ο Τελαμώνας στην Πάλη και ο Ηρακλής στο Παγκράτιο. Ο μύθος μαρτυρά την αρχαιότητα του αγωνίσματος και πιθανολογεί ότι καθιερώθηκε σαν επίσημο άθλημα στα Πύθια
Με βάση αυτά οπλίτης δρόμος θεωρείται ως επικήδειος αγώνας προς τιμήν κάποιου νεκρού ήρωα. Έτσι έγιναν αγώνες οπλίτου δρόμου με αθλοθέτη τον Αριστείδη στις Πλαταιές, το 479 π.Χ. προς τιμή των νεκρών πολεμιστών. Το άθλημα εισάγεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 520 π.Χ., δηλαδή στην 65η Ολυμπιάδα και διεξήγετο την τέταρτη ημέρα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Ολυμπία, στο ναό του Διός φυλάγονταν 25 χάλκινες ασπίδες τις οποίες μοίραζαν στους οπλιτοδρόμους για την τέλεση των αγώνων. Εκτός των Ολυμπιακών Αγώνων το άθλημα ετελείτω στα Νέμεα, Πύθια, Ίσθμια, Παναθήναια και σε άλλες εορτές
Ο Πλάτων στην περίφημη μελέτη των «Νόμων» του και την «Ιδανική Πολιτεία» αναγνωρίζει το άθλημα αυτό «ως το πλέον κατάλληλο για την άσκηση των νέων και την εκπαίδευσή τους για να είναι ετοιμοπόλεμοι». Ο Φιλόστρατος στο βιβλίο του «Γυμναστικός» εξιστορεί πώς καθιερώθηκε ο «οπλίτης δρόμος»: «Υπάρχουν διάφορα είδη δρόμων οπλιτών και ιδίως αυτοί της Νεμέας που τους ονομάζουν ένοπλους και ιππίους και είναι αφιερωμένοι στον Τυδέα και τους επτά συντρόφους του. Ο Ολυμπιακός αγώνας οπλιτοδρομίας καθιερώθηκε, όπως λένε οι Ηλείοι, για τον εξής λόγο. Οι Ηλείοι είχαν αρχίσει πόλεμο με τους Δυμαίους τόσο άσπονδο, ώστε δεν διακόπηκε ούτε στη διάρκεια της «Εκεχειρίας» των Ολυμπιακών αγώνων. Οι Ηλείοι νίκησαν τελικά την ημέρα ακριβώς των αγώνων και λένε ότι ένας οπλίτης από αυτούς που είχαν πάρει μέρος στη μάχη μπήκε τρέχοντας στο στάδιο φέρνοντας τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης. ’Ισως αυτή να είναι η εξήγηση. Άκουσα τα ίδια και από τους κατοίκους των Δελφών, όταν πολέμησαν με μερικές πόλεις της Φωκίδας, και από τους Αργείους, όταν βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο με τους Λακεδαιμονίους, και από τους Κορίνθιους, όταν πολεμούσαν και μέσα στην ίδια την Πελοπόννησο και πέρα από τον Ισθμό. Εγώ πάντως έχω διαφορετική γνώμη για την οπλιτοδρομία, υποστηρίζω δηλαδή ότι η καθιέρωσή της σχετίζεται με πόλεμο, αλλά ότι συμπεριλήφθηκε στα Ολυμπιακά αγωνίσματα για να σηματοδοτήσει την έναρξη του πολέμου, και η ασπίδα των αθλητών δηλώνει ότι η εκεχειρία έχει τελειώσει και πρέπει να πάρουν πάλι τα όπλα. Αν ακούς με προσοχή τον κήρυκα, βλέπεις ότι στο τέλος ανακοινώνει τη λήξη του κυρίως αγώνα για τα έπαθλα και σαλπίζει πολεμικά καλώντας τους νέους στα όπλα. Με την ίδια διακήρυξη προστάζει επίσης να πάρουν το λάδι και να το πάνε μακριά, όχι για να αλειφτούν, αλλά για να πάψουν να αλείφονται. Ανάμεσα στις οπλιτοδρομίες ξεχώριζε αυτή που γινόταν στη Βοιωτία και τις Πλαταιές εξαιτίας και του μεγάλου μήκους του δρόμου και του γεγονότος ότι οι αθλητές έπαιρναν μέρος με πλήρη πολεμική εξάρτηση που τους κάλυπτε ολόκληρους, όπως ακριβώς αν πήγαιναν για πόλεμο. Ξεχώριζε επίσης επειδή είχε καθιερωθεί για το λαμπρό κατόρθωμα των Μηδικών και την είχαν θεσπίσει Έλληνες για τη νίκη τους εναντίον των βαρβάρων και επιπλέον εξαιτίας του κανονισμού που έπρεπε να ακολουθούν οι αθλητές, όπως αυτός είχε οριστεί από τους Πλαταιείς. ΄Οποιος δηλαδή είχε ανακηρυχτεί κάποτε νικητής, αν αποφάσιζε να αγωνιστεί ξανά, έπρεπε να ορίσει ανθρώπους που θα εγγυούνταν με τη ζωή τους, διότι σε περίπτωση ήττας του το τίμημα ήταν θάνατος».
Επειδή η απόσταση των δύο σταδίων είναι μικρή, ο οπλίτης δρόμος είναι αγών ταχύτητος και η τεχνική του πρέπει να είναι όπως του δρόμου ταχύτητος. Δηλαδή ανοιχτός διασκελισμός, τρέξιμο με αρχικό πάτημα στις μύτες των ποδιών ζωηρή κίνηση του αριστερού χεριού όσο επιτρέπει το βάρος της ασπίδος.
Κανονισμοί των αρχαίων αγωνισμάτων δρόμων
1. Άφεση (Εκκίνηση)
Η Βαλβίς: Στο στάδιο της Ολυμπίας στο σημείο εκκινήσεως των αθλητών δρόμων υπάρχει μια σειρά από μακρόστενες πέτρινες πλάκες που έχουν σε όλο το μήκος τους δύο συνεχείς παράλληλες εγκοπές με απόσταση μεταξύ των εγκοπών 18 εκατοστά του μέτρου. Στις εγκοπές αυτές τοποθετούσαν οι δρομείς τα δάκτυλά των ποδιών τους. Κατά το μήκος της βαλβίδος υπάρχουν υποδοχές (οπές) κάθε 1,25 μέτρα για την τοποθέτηση ορθίων πασσάλων, έτσι ώστε να δημιουργούνται είκοσι θέσεις για αντίστοιχους δρομείς. Το σημείο εκκίνησης λέγεται βαλβίς ή «ύσπληγξ». Στα άλλα στάδια οι βαλβίδες ήταν ίσως ξύλινες.
Η θέση του κάθε αθλητή στη βαλβίδα ορίζονταν με κλήρο, και με την πρόσκληση του κήρυκα οι δρομείς λάμβαναν τις θέσεις τους ως εξής: Τα δάκτυλα των πελμάτων τοποθετούνταν στις δύο παράλληλες εγκοπές. Το εμπρόσθιο πόδι λυγισμένο με ανασηκωμένη τη φτέρνα και το οπίσθιο πόδι τεντωμένο πατά με ολόκληρο το πέλμα. Το σώμα ελαφρά γυρτό προς τα εμπρός με τα δύο χέρια του αθλητή σε πρόταση και το κεφάλι όρθιο κοιτώντας εμπρός. Εκείνη τη στιγμή ο οπλιτοδρόμος ένιωθε τελείως μόνος κάτω από το κλειστό κράνος.
Μόλις όλοι οι δρομείς λάμβαναν τις θέσεις τους, ο αφέτης έδινε το παράγγελμα εκκίνησης. Το παράγγελμα αυτό δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς δινόταν. Πιθανολογείται σάλπισμα ή φωνή αλλά και ίσως και απότομη άφεση ενός τεντωμένου σκοινιού. Εάν οι δρομείς δεν ξεκινούσαν συγχρόνως όλοι επαναλαμβανόταν η εκκίνηση και όποιος ξεκινούσε πριν δοθεί το παράγγελμα ετιμωρείτο, πιθανώς με ραβδισμό.
2. Στροφές.
Στους αγώνες δρόμου που η απόστασή τους ήταν μεγαλύτερη από το μήκος του σταδίου της Ολυμπίας (192,27 μ.), δηλαδή στο δίαυλο, στο δόλιχο και στον οπλίτη δρόμο, οι δρομείς όταν έφταναν στην απέναντι από τη βαλβίδα πλευρά, τον καμπτήρα, έκαναν επί τόπου στροφή γύρω από ένα κίονα ή πάσσαλο τη «νύσσα» και επέστρεφαν προς το σημείο της εκκίνησης, της βαλβίδας, από τον ίδιο διάδρομο. Εάν ο δρόμος ήταν μεγαλύτερος των δύο σταδίων, όπως ο δόλιχος (7 έως 24 στάδια),ή ο οπλίτης δρόμος (2 έως 4 στάδια), τότε ο αθλητής έκανε στροφή στον πάσσαλο της βαλβίδας και συνέχιζε στο διάδρομο του και ούτω καθεξής.
Η εκδοχή αυτή είναι η επικρατέστερη, διότι έτσι αποφεύγονταν οι συγκρούσεις των αθλητών στον καμπτήρα, και όλοι οι δρομείς έτρεχαν την ίδια ακριβώς απόσταση. Και η τέλεια οργάνωση και τάξη με την οποία διεξήγοντο οι αγώνες στην Ολυμπία, μας οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα. Στη Νεμέα κατά την αναβίωση του 2008 όμως δοκιμάστηκε η υποχρεωτική ταχεία στροφή από αριστερά με καλά αποτελέσματα. Ο οπλιτοδρόμος χρησιμοποιούσε δηλαδή δύο διαδρόμους για να ολοκληρώσει τη διαδρομή. Αυτό χρήζει περισσότερης έρευνας και μελέτης.
Ο Μαραθωνοδρόμος. Φειδιπίδης, Ευκλής, ή μήπως Θέρσιππος ο Ερχιεύς;
Θα ήταν ασυγχώρητο να μή γίνει έστω συμβολική αναφορά σ’ αυτό τον Αθηναίο δρομέα, που αν και δεν ήταν ‘Ολύμπιος’ έγινε η αιτία να καθιερωθεί ο μαραθώνιος δρόμος στις σημερινές Ολυμπιάδες. Είναι λυπηρό το ότι η χώρα μας δεν τον τίμησε όσο πρέπει με κάποιο άγαλμα αλλ’ αντίθετα ενέκρινε ‘υδάτινες’ εγκαταστάσεις στον ιερό χώρο της εκκίνησης του.
Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν το άγγελμα της νίκης στο άστυ για να εμψυχωθεί ο πληθυσμός και να σιωπήσουν οι ηττοπαθείς. Ο αγγελιαφόρος που επελέγει – ίσως μέλος της φρατρίας των κηρύκων – έπρεπε να διανύσει τα 42 χιλιόμετρα της απόστασης φέροντας τουλάχιστον της ασπίδα του αν όχι άλλο οπλισμό. Ο άνδρας αυτός είχε πολεμήσει για δύο τουλάχιστον ώρες σε μία βίαιη σύγκρουση σώμα με σώμα και είχε υποστεί τη ζέστη της ημέρας φέροντας το θώρακά του.
Αδιαμαρτύρητα σήκωσε το επτάκιλο «αργολικό όπλο» και άρχισε ένα αγώνα αντοχής ενάντια στον εαυτό του και τον χρόνο. Ούτε μπορούμε να φανταστούμε το μαρτύριο και την αγωνία του. Έφτασε στο Άστυ, ανέκραξε «ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ!» και πέρασε στην αθανασία πεθαίνοντας από εξάντληση.
Ο άνθρωπος που ίσως βρέθηκε πιο κοντά σε αυτό τον άθλο ήταν ένας άσημος «νερουλάς» που τον έλεγαν Σπυρίδωνα Λούη και έτρεξε την ίδια χωμάτινη διαδρομή δοξάζοντας την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς του1896.
Η Αναβίωση
Ο πρώτος άνθρωπος που αποπειράθηκε να αναβιώσει την οπλιτοδρομία ήταν ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός στις Δελφικές Εορτές του 1927. Κατόπιν ο σκηνοθέτης Serge Bessangere αναβίωσε μια διαδρομή 50 μέτρων για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Τον Ιούνιο 2006 το όνειρο ενός ανθρώπου (του αείμνηστου Paul Allen) για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου Αρχαίου-Ελληνικού φεστιβάλ έγινε η αιτία να αποδειχτεί ότι η διαδρομή ενός σταδίου από βαριά θωρακισμένους άντρες δεν ανήκε στη σφαίρα το μύθου. Το 2007 στις Θερμοπύλες τα μέλη του του συλλόγου ιστορικών μελετών «Σπαρτιατικές Μόρες» αναβίωσαν μετά από 2000 χρόνια στην ιερή αυτή γη το αγώνισμα για να τιμήσουν του Θερμοπυλομάχους. Το 2008 το εγχείρημα επαναλήφθει πιστά στο αρχαίο στάδιο της Νεμέας.
Ευχαριστώ τον ελλογιμότατο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Berkeley της κ. Stephan Miller που μου επέτρεψε το προνόμιο να ανατρέξω τα βήματα των προγόνων μου στα Νέμεα του 2008.
Γράφει ο Ιστορικός Πολέμου Στέφανος Σκαρμίτζος