Το παιδί θαύμα, γνωστό κι ως Μότσαρτ, ξεκίνησε να δίνει το στίγμα του στον πλανήτη γη, στις 22 Οκτωβρίου του 1964 στο Σίμπενικ της Κροατίας. Όχι, δεν πρόκειται για κάποιο τυπογραφικό λάθος, ούτε για έλλειψη μουσικής παιδείας. Δεν θα μιλήσουμε για τον διάσημο Γερμανό κλασσικό συνθέτη, αλλά για τον σύγχρονο Μότσαρτ, τον «Μότσαρτ του Μπάσκετ» όπως αρέσκονταν να τον αποκαλούν οι πολυπληθείς θαυμαστές του, τον Ντράζεν Πέτροβιτς.
Εκκεντρικός, ταλαντούχος και δουλευταράς ήταν κάποια από τα πολλά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος παίκτης που το NBA αντίκρισε ως σταρ. Πριν από τον Toni Kukoc υπήρχε ο Drazen Petrovic. Πριν από τον Dirk Nowitzki υπήρχε ο Drazen Petrovic. Πριν από τον Tony Parker υπήρχε ο Drazen Petrovic. Πριν τον Arvydas Sabonis υπήρχε ο Drazen Petrovic. Πριν από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο υπήρχε ο Drazen Petrovic.
Από την αμφισβήτηση…
Το μεγάλο βήμα λοιπόν λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του 1989. Το καλοκαίρι εκείνο που έχοντας κατακτήσει τα πάντα με την Ρεάλ Μαδρίτης ανεβάζει τον πήχη και παίρνει την μεγάλη απόφαση να ανταγωνιστεί τους κορυφαίους, στο NBA. Πρώτη στάση το Πόρτλαντ, εκεί που από βασιλιάς της Ευρώπης έγινε παρακατιανός της Αμερικής. Βέβαια όλα αυτά είχαν μια λογική, καθώς ο Κροάτης γκαρντ, όχι μόνο ήταν Ρούκι στο ΝΒΑ, αλλά είχε και την ατυχία να πάει στην ομάδα όπου στην ίδια θέση έπαιζε ο Κλαιντ Ντρέξλερ, ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους που πάτησαν στο παρκέ.
Στην πρώτη του σεζόν τα πράγματα ήταν όπως για έναν απλό ρούκι. Λίγα λεπτά (12,6) και λίγοι πόντοι (7,6) ανά παιχνίδι ήταν η τελική συγκομιδή σε μια χρονιά που δεν κύλισε τόσο άσχημα, με βάση τα στατιστικά. Στην ουσία όμως ήταν πολύ χειρότερη. Ο Πέτροβιτς έπαιζε προς το τέλος των παιχνιδιών και μάλιστα σε παιχνίδια που είχαν κριθεί. Ο προπονητής του, Ρικ Άντελμαν ακόμα και αν τον θεωρούσε εξαιρετικό σουτέρ, αφενός δεν τον εμπιστευόταν στην άμυνα και αφετέρου προσπαθούσε να τιθασεύσει και να αλλάξει το επιθετικό του ταλέντο. Ο Ντράζεν έμοιαζε να ασφυκτιά από αυτό.
Το ίδιο καλοκαίρι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου κάνοντας σκληρές δηλώσεις που μεταξύ αυτών, ανέφερε: “Πώς αισθάνομαι; Τέλεια! Κάθομαι στον πάγκο και κανένας δε με ρωτάει τίποτα. Σκοράρω μερικούς πόντους στο τέλος των αγώνων. Για την ακρίβεια, είμαι ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στο ΝΒΑ. Βγάζω εκατομμύρια και παίζω 5 λεπτά ανά αγώνα. Αν δηλαδή ο Adelman έχει διάθεση και το σκορ είναι σωστό”.
Αυτό επέφερε κλιμάκωση των σχέσεων με τον Άντελμαν, καθώς στην δεύτερη χρονιά του έπαιξε στα 18 από τα 38 παιχνίδια του Πόρτλαντ, αριθμώντας 4,4 πόντους σε 7,4 λεπτά συμμετοχής ανά αγώνα.
Κάπου εκεί έφτασε ο κόμπος στο χτένι για τον Πέτροβιτς, ο οποίος μίλησε με ακόμα πιο βαριά λόγια για τον προπονητή του λέγοντας: “Δεν έχω τίποτα πλέον να πω με τον Άντελμαν. Οι 18 μήνες είναι πολλοί. Πρέπει να αποδείξω τι είμαι ικανός να κάνω. Ποτέ στην ζωή μου δεν κάθισα στον πάγκο και δεν προτίθεμαι να το κάνω αυτό στο Πόρτλαντ.”
Αυτές οι δηλώσεις αποτέλεσαν και την χαριστική βολή και η ομάδα του Πόρτλαντ αποφάσισε να τον ανταλλάξει και να τον απαλλάξει από το μαρτύριο του, στέλνοντάς τον στο Νιού Τζέρσι και τους Νετς.
…στην καταξίωση!
Από εδώ και πέρα η ιστορία αλλάζει. Ο Μότσαρτ έχει τον ρόλο και τον χρόνο που χρειάζεται για να… συνθέσει. Οι Νετς από την μετριότητα εκτοξεύονται στα Play-off και ο Πέτροβιτς γίνεται από τους κορυφαίους σουτέρ του NBA. H θητεία του κράτησε 2,5 χρόνια και είναι ενδεικτικό ότι από τους 4,4 πόντους που είχε στο Πόρτλαντ ανέβηκε στους 12,6, την δεύτερη χρονιά του στους 20,6 και την τρίτη στους 22,3 φτάνοντας το ασύλληπτο 44,9% ευστοχίας πίσω από την γραμμή του τριπόντου. Με τα φώτα να πέφτουν στους βιρτουόζους Κένι Άντερσον και Ντέρικ Κόλμαν ήταν πλέον κοινό μυστικό ότι ο συνθέτης τους, Ντράζεν Πέτροβιτς, ήταν ο Σταρ της ομάδας. Ένας τόσο εκκεντρικός και ικανός αθλητής που τα έβαζε ακόμα και με τον Μάικλ Τζόρνταν, κάτι που για την εποχή έμοιαζε αδιανόητο. Όλα τα κεφάλαια έχουν ένα τέλος, όμως, και τέτοιο θα είχε και το κεφάλαιο των Νιου Τζέρσι, όμως ήταν απροσδόκητα χειρότερο από ό,τι νομίζαμε.
Το ρέκβιεμ…
Ο Πέτροβιτς είχε πάρει την απόφαση του, και δεν ήταν άλλη από την απόφαση το καλοκαίρι να αφήσει το NBA και να γυρίσει εκεί που ένιωθε ότι δεν αδικούνταν, εκεί που τον λάτρευαν, στην Ευρώπη. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Το τελευταίο του κονσέρτο δόθηκε με τα χρώματα της μεγαλύτερης αγάπης που είχε ποτέ, της εθνικής Κροατίας. Λίγες ώρες αργότερα στις 7 Ιουνίου 1993 και ώρα 5,20 το απόγευμα, στον αυτοκινητόδρομο του Ντετενκορφ άφησε την τελευταία του πνοή. Η είδηση του θανάτου του ηχούσε στα αυτιά του πλανήτη, σαν ένα Ρέκβιεμ που πολλοί δεν ήθελαν να ακούσουν. Ένα κύκνειο άσμα τόσο δυνατό, που όταν πια τελείωσε ο κόσμος έμεινε βουβός…
Γράφει ο Θάνος Χοντρόγιαννος