Τι ιστορία και μνήμες μπορεί να κουβαλάει ένα αντικείμενο; Από πόσα χέρια μπορεί να έχει περάσει; Αυτές τις πληροφορίες μπορεί να μας δώσει το χειρόγραφο που εξαφανίστηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επέστρεψε μετά το τριανταετές ταξίδι του στην Ελλάδα.
Η Καθηγήτρια Βυζαντινής Φιλολογίας, Θεοδώρα Αντωνοπούλου διδάσκει στο στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει ασχοληθεί με την Ελληνική Λογοτεχνία των Μέσων χρόνων, την αποκαλούμενη ως Βυζαντινή Λογοτεχνία από τον 9ο αιώνα μ.Χ. μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ειδικεύεται στη Ρητορική, αλλά και στα χειρόγραφα και ασχολείται με την έκδοση κειμένων και τη συγγραφή στον κλάδο της Φιλολογίας.
Τη συναντήσαμε στο γραφείο της στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μας αφηγήθηκε την ιστορία του χειρογράφου, που πιθανότατα κλάπηκε αρχικά από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ταξίδι που έκανε ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Στις 26 Οκτωβρίου 2018 πραγματοποιήθηκε η ομιλία σας με τίτλο «Ο νόστος ενός χειρογράφου». Πρόκειται για το χειρόγραφο που είχε πιθανότατα κλαπεί πριν χρόνια από το Πανεπιστήμιο Αθηνών;
Είχαμε την επιστροφή ενός Μεσαιωνικού χειρογράφου του 12ου αιώνα μ.Χ. από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν μια εκδήλωση που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο πλαίσιο αυτό έγινε και η ομιλία. Εκεί παραδόθηκε και το χειρόγραφο και παρουσιάσαμε την ιστορία του, το πως εξαφανίστηκε από το Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια το πως ενεργήσαμε, ώστε να επιστραφεί. Επανεντάχτηκε στη συλλογή μας και είναι ένα ευτυχές γεγονός και για την επιστροφή του, αλλά και για τη συνεργασία μας με το Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσιγκτον, όπου βρισκόταν το χειρόγραφο.
Τί ακριβώς είναι αυτό το χειρόγραφο που κλάπηκε; Τι πραγματεύεται;
Το συγκεκριμένο χειρόγραφο που κλάπηκε είναι ένα Τετραευάγγελο, δηλαδή περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια. Είναι του 12ου αιώνα μ.Χ., 800 χρόνων αντικείμενο, διατηρημένο σε καλή κατάσταση και λείπει μόνο ένα φύλλο, που αφαιρέθηκε προφανώς στη διάρκεια αυτής της περιπέτειάς του. Είναι περγαμηνό και έχει περίπου 270 φύλλα. Πλέον υπάρχει και ψηφιοποιημένο στη σελίδα του Αμερικανικού Μουσείου. Δεν είναι σπάνιο ως κείμενο. Κάθε χειρόγραφο, άσχετα με το περιεχόμενό του, είναι μοναδικό, γι’ αυτό όταν χάνεται κάποιο είναι μεγάλη απώλεια, διότι δεν υπάρχει κανένα όμοιο με το αρχικό, ακόμα κι αν έχουμε το κείμενο. Πάντα υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ακόμα και μικρές, ανάλογα με το γραφέα που το έχει επιμεληθεί. Διαφορές, βέβαια, υπάρχουν και στις διαστάσεις, τη διακόσμηση και σε άλλα τέτοια στοιχεία που το συγκροτούν.
Τα χειρόγραφα είναι τα αρχαία βιβλία και όπως προκύπτει και από την ίδια τη λέξη, είναι γραμμένα στο χέρι, πριν από την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Είναι οι φορείς παράδοσης των κειμένων, δηλαδή όσα κείμενα υπάρχουν από την αρχαιότητα και τα μεσαιωνικά χρόνια στη μεγάλη τους πλειονότητα τα γνωρίζουμε από τα χειρόγραφα συγγραφέων σε βάθος αιώνων.
Πώς καταλάβατε, εσείς ότι είχε κλαπεί και κάνατε στη συνέχεια την έρευνα;
Κινηθήκαμε, κυρίως, από τη στιγμή που ανέλαβα τη Διεύθυνση του Σπουδαστηρίου Νεοελληνικής και Βυζαντινής Φιλολογίας το 2013. Στο πλαίσιο των διοικητικών μου καθηκόντων εκεί, έπεσε στην αντίληψή μου πως κάποια χειρόγραφα που ανήκαν στη συλλογή μας είχαν γίνει αντικείμενα δανεισμού στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου το 1987, με αφορμή τον εορτασμό των 150 χρόνων της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Φιλοσοφικής Σχολής, που ήταν από τις πρώτες σχολές του Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια, αναζητήσαμε αυτά τα τέσσερα χειρόγραφα και τα ζητήσαμε πίσω, μαζί με κάποια άλλα αντικείμενα. Μας επιστράφηκαν στο τέλος του 2015, σχεδόν 30 χρόνια μετά. Από εκεί προέκυψε πως δεν μπορούσε να εντοπιστεί το συγκεκριμένο χειρόγραφο και δεν υπήρχε αναφορά σε αυτό, ούτε στον κατάλογο καταγραφής των εκθεμάτων του Μουσείου Ιστορίας το 1991. Τα είχαμε βρει, βέβαια, όλα τα στοιχεία του, καθώς είχε δανειστεί εντός του Πανεπιστημίου, αλλά δεν ξέραμε που βρισκόταν μετά την έκθεση. Δεν ξέραμε αρχικά αν ήταν όντως κλεμμένο ή αν είχε παραπέσει κάπου. Καθαρή σύμπτωση ήταν πως την ίδια εποχή το χειρόγραφο εμφανίστηκε σε μια βάση δεδομένων για τη Μελέτη Κειμένων της Καινής Διαθήκης στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο του Μίνιστερ, όταν οι επιμελητές του Αμερικανικού Μουσείου, αγνοώντας την προέλευση του αντικειμένου, ενημέρωσαν το γερμανικό ινστιτούτο ότι το συγκεκριμένο χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή τους.
Σας είπαν πώς βρέθηκε στην κατοχή τους;
Μόλις το αντιληφθήκαμε, σε συνεννόηση με την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών, επικοινωνήσαμε με το Μουσείο της Βίβλου στην Αμερική όπου βρισκόταν και ζητήσαμε την επιστροφή του. Κράτησε αρκετούς μήνες η διαπραγμάτευση, γιατί και για εκείνους ήταν μία άσχημη έκπληξη. Άρχισαν και εκείνοι να ψάχνουν, φυσικά, καθώς χρειάζονταν αποδείξεις για τους ισχυρισμούς μας. Συγκεντρώσαμε έναν φάκελο με έγγραφα, που αποδείκνυε πως το χειρόγραφο αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που δε βρισκόταν πια στη δική μας συλλογή. Έκαναν και εκείνοι την αντίστοιχη δική τους εσωτερική έρευνα και ξετύλιξαν το κουβάρι για το πως κατέληξε στη δική τους συλλογή. Μάλιστα, ανακάλυψαν πως υπάρχει πιθανότητα ένας από τους κατόχους του χειρογράφου μετά τη δημοπράτησή του να ήταν ο πρωτοπόρος του Ίντερνετ Ρικ Άνταμς. Το Μουσείο ήρθε σε συνεννόηση με κάποιον ερευνητή που μπορούσε να ταυτίσει το χειρόγραφο με τα στοιχεία τα δικά μας. Αυτό ήταν το κλειδί σε όλη την υπόθεση. Το Μουσείο έστειλε τα στοιχεία στη γερμανική βάση των χειρογράφων και έτσι κοινοποιήθηκε πως είχαν το χειρόγραφο αυτό, που είχε εξαφανιστεί εν αγνοία μας. Όλα πήγαν καλά ευτυχώς και οι πολύμηνες επαφές μας με το Μουσείο της Βίβλου ήταν εξαιρετικές, κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο. Το καλοκαίρι του 2018 συμφωνήσαμε να το εκθέσουν δύο μήνες στην Ουάσιγκτον πριν επιστρέψει εδώ.
Πότε κλάπηκε το χειρόγραφο;
Ακριβώς δε γνωρίζουμε, ούτε το πως ακριβώς κατέληξε στην Αμερική ή ποιος το απέσπασε από το Μουσείο Ιστορίας. Το μόνο που μας είναι γνωστό πλέον, είναι το 1998, που πουλήθηκε στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στην Αγγλία, αν και τότε παρουσιάστηκε με διαφορετικά στοιχεία. Δηλώθηκε ως χειρόγραφο του 13ου αιώνα, ενώ είναι του 12ου αιώνα και ως δημιουργός του εμφανιζόταν λανθασμένα ο Θεόδωρος Αγιοπετρίτης, ενώ ο πραγματικός γραφέας του ήταν ο Θεόδωρος Μοναχός. Είναι ο μόνος σίγουρος ενδιάμεσος σταθμός που γνωρίζουμε. Από εκεί φαίνεται πως πέρασε από αρκετά χέρια και επιστήμονες. Ο τελευταίος αγοραστής του, η ιδιωτική Συλλογή Γκριν στην Οκλαχόμα, το δώρισε στο Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσιγκτον. Ασχολήθηκε και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας στο Κέντρο των Χειρογράφων, που επίσης βοήθησαν σημαντικά στην έρευνα αυτή. Έμμεσα ή άμεσα, λοιπόν, περισσότερο ή λιγότερο, ήταν μια διεθνής συνεργασία.
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών πώς βρέθηκε αρχικά το χειρόγραφο;
Ήταν μέρος ενός κληροδοτήματος από τις κόρες του περίφημου Καθηγητή Ιστορικού και Παλαιογράφου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυρίδωνα Λάμπρου, που διετέλεσε και πρωθυπουργός της Ελλάδας για κάποιους μήνες. Έδωσε τη συλλογή του στις κόρες του το 1919 που έφυγε από τη ζωή και εκείνες το 1964 δώρισαν τη συλλογή των χειρογράφων του πατέρα τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η μία ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, η πρώτη γυναίκα Υπουργός σε ελληνική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1950.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε σε αυτό το «ταξίδι»;
Όντως είναι ταξίδι και μάλιστα πολύ περισσότερο για το ίδιο το αντικείμενο. Βρέθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, περνώντας προφανώς από άλλες χώρες ενδιάμεσα. Ήταν μια πρωτοφανής διαδικασία, που απ’ όσο γνωρίζω δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά. Ήμασταν πολύ προσεκτικοί και μεθοδικοί στη διαδικασία επιστροφής του χειρογράφου. Είναι ηθική ικανοποίηση το γεγονός ότι ένα κομμάτι του πολιτισμού μας γύρισε πίσω και μάλιστα αναίμακτα και χωρίς ταλαιπωρία ή άλλες διαδικασίες, ακόμα κι αν περάσανε 30 χρόνια.
Ποιο είναι το μήνυμα από την περιπέτεια του χειρογράφου;
Είναι η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, στο βαθμό που μπορεί ο καθένας μας να συμβάλλει. Η αμοιβή είναι μόνο ηθική και είναι υποχρέωσή μας να το κάνουμε και για εμάς, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Σε αυτά τα θέματα υπάρχει πάντα μια πολυπλοκότητα και η συνεργασία είναι αναγκαία, ιδιαίτερα των επιστημόνων, που είναι ειδικοί και αντιλαμβάνονται την πολιτιστική αξία και ιστορία των αντικειμένων. Όλα τα αντικείμενα που προέρχονται από το παρελθόν είναι ευαίσθητα και χρειάζονται την προστασία μας.
Συνέντευξη: Κατερίνα Σχοινά, Φιλόλογος – Δημοσιογράφος
Επιμέλεια: Δρ. Βίκυ Μπαφατάκη, Αρχαιολόγος – Επικοινωνιολόγος