Η φράση «βασιλικότερος του βασιλέως» ίσως να ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της σιδηράς βασίλισσας Βικτωρίας γιατί οι οπαδοί της, οι Βικτωριανοί, καλλιέργησαν μια εικόνα ιερού τέρατος για τη μεγαλειότατη που μάλλον δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 18 χρόνων το 1837 και βασίλεψε 64 χρόνια, έως τον θάνατό της το 1901.
Έγινε μητέρα εννέα παιδιών και είδε τα τρία από αυτά να φεύγουν από τη ζωή, αλλά αυτό που τη σημάδεψε ανεξίτηλα ήταν η απώλεια του συζύγου της.
Η περίοδος της βασιλείας της είναι συνώνυμη του πουριτανισμού και της αυστηρότητας και αναφέρεται συχνά ως βικτωριανή εποχή. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αναφορές που μαρτυρούν ότι η ίδια δεν ήταν τόσο συντηρητική, ούτε νοιαζόταν πολύ για το πρωτόκολλο.
Λάτρευε από παιδί τον Όλιβερ Τουίστ, ενώ ένιωθε μειονεκτικά για το ύψος της που δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο και προτιμούσε να εμφανίζεται έφιππη. Είχε όμως χαρακτηριστικά γαλάζια μάτια και γαλλική μύτη για την οποία περηφανευόταν.Η θυγατέρα του δούκα του Κεντ έγινε βασίλισσα, επειδή και οι τέσσερις γιοι του βασιλιά Γουλιέλμου του Δ΄ ήταν νόθοι και δεν μπορούσαν να τον διαδεχθούν.
Στα παιδικά της χρόνια την φώναζαν χαϊδευτικά Δρίνα προς τιμή του νονού της Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή της διαδραμάτισε ο θάνατος και η απουσία του πατέρα της, όταν ήταν μόλις οκτώ μηνών.
Η Βικτωρία αναζήτησε την πατρική παρουσία σε όλους τους άνδρες που συνάντησε στη ζωή της και ένιωθε ασφάλεια όταν εκείνοι αναλάμβαναν πολλές από τις υποχρεώσεις της.
Ήταν όμως και η ίδια αποφασιστική. Όταν βρισκόταν σε στάδιο ανάρρωσης από τύφο, ο επιστάτης της δούκισσας μητέρας της, Σερ Τζον Κονρόυ, για τη σχέση των οποίων ακούγονταν πολλά, την πίεζε να του αναθέσει το αξίωμα του γραμματέως, όταν θα ανέβαινε στον θρόνο. «Αντιστάθηκα παρ΄ όλη την αρρώστια μου», έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό της η Βικτώρια, που τον απέλυσε μόλις έγινε βασίλισσα και περιόρισε την επιρροή του στη Γερμανίδα μητέρα της.
Βικτωρία και Αλβέρτος (1854)
Οι πρώτοι έρωτες και ο γάμος με τον Αλβέρτο «Η μικρή μας Βίκυ», αποκαλούσαν οι Άγγλοι τη νέα τους βασίλισσα που διαδέχτηκε στον θρόνο μια σειρά από γέρους και μάλλον ανιαρούς βασιλείς. Αισθανόταν υπέροχα που είχε απαγκιστρωθεί από τη μητέρα της, αλλά η ανάγκη της για προστασία εκδηλώθηκε γρήγορα, όταν συνάντησε τον κατά δεκαετίες μεγαλύτερό της, πρωθυπουργό λόρδο Μέλμπρουν.
Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι δυο τους, με πρόσχημα τις συσκέψεις, κλείνονταν για ώρες στο σαλονάκι της βασίλισσας και το γέλιο της ακούγονταν έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Τα χαχανίσματα είχαν και πολιτικό αντίκτυπο, γιατί ο λόρδος ανήκε στους Ουίγους και η επιρροή του στη Βικτώρια προκάλεσε την αντίδραση των Φιλελευθέρων.
Η Βικτωρία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του νέου πρωθυπουργού σερ Ρόμπερτ Πηλ και έγινε δεκτή με σφυρίγματα όταν εμφανίστηκε στις ιπποδρομίες του Άσκοτ. Κάποιος από το πλήθος την αποκάλεσε «κυρία Μέλμπρουν». Όταν οι Ουίγοι ανέκτησαν την εξουσία η βασίλισσα παραχώρησε δεξίωση προς τιμή του νεαρού Μεγάλου Δούκα Αλέξανδρου της Ρωσίας και χόρεψε έως τις τρεις και τέταρτο τα ξημερώματα και έγραψε στο ημερολόγιο ότι μάλλον, τον ερωτεύθηκε.
Το 1840 παντρεύτηκε τον Αλβέρτο της γερμανικής δυναστείας του Σαξ Κοβούργου. Παρ΄ ότι ο γάμος ήταν από συνοικέσιο που έκανε ο θείος της βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος, η Βικτωρία ερωτεύθηκε τον ευθυτενή και καλλιεργημένο νέο.
Τα επόμενα 20 χρόνια ήταν ευτυχισμένα, αν και η Βικτωρία δυσανασχετούσε με το καθήκον της μητρότητας που την «κάλεσε» εννέα φορές! Όπως έγραφε αργότερα με αφορμή τον τοκετό στην κόρη της: «μεταβαλλόμεθα τη στιγμή εκείνη σε πραγματικά ζώα, χάνοντας κάθε ανθρώπινη υπόσταση και κάθε πνευματική ανάταση». Ζήτησε να της χορηγηθεί χλωροφόρμιο για τις ωδίνες του τοκετού, προκαλώντας διαμαρτυρίες από τους ηθικολόγους που υποστήριζαν ότι οι πόνοι της γυναίκας είναι έκφραση της θείας θέλησης.
Ο θάνατος του Αλβέρτου και τα ψυχεδελικό πένθος στο παλάτι O Αλβέρτος αφιερώθηκε στη νέα του πατρίδα και σύντομα μετατράπηκε σε βασιλιά χωρίς στέμμα, ενώ επηρέασε τη Βικτωρία με τα ενδιαφέροντά του για τη φύση και τη μελέτη. Η εργατική τάξη εκτιμούσε τον απλό τρόπο ζωής τους, αλλά οι αριστοκράτες τους ειρωνεύονταν. Ο Αλβέρτος τους αποκαλούσε «κυνηγούς αλεπούδων».
Τα πάντα άλλαξαν τον Νοέμβριο του 1861 όταν ο τυφοειδής πυρετός κατέβαλε τον εύθραυστο οργανισμό του Αλβέρτου. Η Βικτώρια σκέφτηκε ακόμη και να αυτοκτονήσει, όπως εξομολογήθηκε αργότερα. Η αυλή βυθίστηκε στο πένθος και πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να επιτραπεί στις κυρίες της τιμής να φορέσουν γκρίζα και μοβ, τα χρώματα του μέτριου πένθους. Το προσωπικό έβγαλε το μαύρο περιβραχιόνια μετά από οκτώ χρόνια. Τα πάντα έμειναν στη θέση τους και κάθε βράδυ ένας υπηρέτης μετέφερε μια κανάτα με ζεστό νερό στο υπνοδωμάτιο του νεκρού και άπλωνε στο κρεβάτι τη νυχτικιά του.
Επί σαράντα χρόνια έμεινε στο κομοδίνο το ποτήρι με το οποίο είχε πιει το τελευταίο του φάρμακο. Στη μεριά του Αλβέρτου στο συζυγικό κρεβάτι, η Βικτώρια είχε βάλει την τελευταία μακάβρια φωτογραφία του. Αντίγραφά της μπήκαν σε όλες τις βασιλικές κατοικίες 30 πόντους πάνω από το μαξιλάρι! Οι Άγγλοι συμμετείχαν στο πένθος, αλλά μετά από ένα σημείο άρχισαν να μιλούν για ανισορροπία της βασίλισσας και στις λαϊκές γειτονιές την κατηγορούσαν ακόμη και για νεκροφιλία.
Ταυτόχρονα, ξέσπασαν νέες σκανδαλιστικές φήμες με πρωταγωνιστή τον ορεσίβιο Σκωτσέζο ιπποκόμο Τζον Μπράουν, ο οποίος τη συνόδευε στις βόλτες της με το αγαπημένο της πόνι. Είχαν αναπτύξει οικειότητα που υπερέβαινε το πρωτόκολλο, τον άφηνε να πίνει και να της προσφέρει ουίσκι και του επέτρεπε να της κάνει παρατηρήσεις για την ενδυμασία της. Οι φήμες φούντωσαν τόσο, που κάποιοι έλεγαν πως είχαν παντρευτεί μυστικά.
Ο θόρυβος καταλάγιασε επειδή η Βικτωρία έδειξε πρωτοφανή ανεκτικότητα. Ο Μπράουν πέθανε το 1883 και τα επόμενα χρόνια, η βασίλισσα μετατράπηκε σταδιακά σε σύμβολο της βρετανικής παράδοσης. Άλλωστε, στα χρόνια της βασιλείας της, η βρετανική αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της επέκτασής της με τις αποικίες.
Ξεψύχησε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 στην αγκαλιά του αγαπημένου της εγγονού Γουλιέλμου του Β΄, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν ο Κάιζερ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου….
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου