Ο Θάνος Σαρρής υπογράφει ένα μυθιστόρημα-υπενθύμιση για τον κοινωνικό ιστό της κερκίδας και τη βαθιά αίσθηση του κοινού βίου στα παγωμένα τσιμέντα.
Η περίληψη του πρώτου βιβλίου του δημοσιογράφου Θάνου Σαρρή, η Μπάλα στην Κερκίδα (εκδ. Οξύ), ολοκληρώνεται με μια ερώτηση: «Θα καταφέρουν άραγε τα παιδιά της κερκίδας να γράψουν ιστορία;». Οι οπαδοί των Μωβ δεν έχουν περάσει και λίγα – ο πολλά υποσχόμενος μεγαλοεπενδυτής χρησιμοποίησε τον κόσμο της ομάδας για τα προσωπικά του συμφέροντα, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι της εξέδρας να βγει στην αντεπίθεση δυναμικά. Αίφνης, οι οπαδοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, παλεύοντας να εφαρμόσουν ένα δημοκρατικό μοντέλο διοίκησης, με μοναδικό ιδιοκτήτη της ομάδας τον ίδιο τον κόσμο της. Σε αυτή τη δύσβατη διαδρομή, θα συναντήσουν πλήθος εμποδίων – το διεφθαρμένο παιχνίδι των ΜΜΕ, παρεμβάσεις πολιτικών και αθλητικών παραγόντων, ακόμη και ένα κομμάτι των ανθρώπων που μέχρι πρότινος μοιράζονταν την ίδια κερκίδα.
Ο Θάνος Σαρρής, ο οποίος έχει εργαστεί σε πολλά ΜΜΕ και από το 2014 είναι αρχισυντάκτης στο gazzetta.gr, ρίχνει ορμητικά την Μπάλα στην Κερκίδα και υπογράφει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε έρευνα, πραγματικούς διαλόγους και συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές που είναι αληθινοί (ή κάποιοι θα μπορούσαν να είναι). Μια φωνή νέα, δυνατή, χωρίς αντήχηση από παλιά απωθημένα, όμως κυρίως μια υπενθύμιση για τον κοινωνικό ιστό της κερκίδας και τη βαθιά αίσθηση του κοινού βίου στα παγωμένα τσιμέντα.
VICE : Με ποια αφορμή αποφάσισες να πετάξεις την Μπάλα στην Κερκίδα;
Θάνος Σαρρής: Εδώ και κάποια χρόνια παρακολουθώ όσο περισσότερο μπορώ ομάδες που σε συνθήκες σύγχρονου ποδοσφαίρου έχουν πετάξει τη μπάλα στην κερκίδα και ανήκουν στον κόσμο τους ή τουλάχιστον, οι οπαδοί τους βρίσκονται εκεί ως δίχτυ ασφαλείας. Ο τρόπος που λειτουργούν κάποιοι ιδιοκτήτες ομάδων, το πώς χρησιμοποιούν τις ομάδες ως όχημα για άλλες δραστηριότητες, για το προσωπικό κέρδος και για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, αλλά και ορισμένες νοοτροπίες και πρακτικές από την πλευρά των οπαδών, συσσώρευσαν αρκετά αρνητικά συναισθήματα μέσα μου. Κάποια στιγμή, εξερράγησαν και δημιούργησαν τελικά το βιβλίο.
Υπάρχει κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε για το βιβλίο και το πώς ξεκινήσεις τη συγγραφή του;
Ότι δεν ξεκίνησε ως συγγραφή βιβλίου! Ήταν μια σκέψη παρουσίασης κάποιων case studies που δείχνουν ότι το μοντέλο λαϊκής βάσης μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Στην αρχή σκεφτόμουν να πάρει τη μορφή μιας σειράς άρθρων-αφιερωμάτων. Στη συνέχεια, προσπαθώντας να εξετάσω το πώς θα μπορούσε να γίνει πράξη στην Ελλάδα, σκέφτηκα να το εντάξω σε ένα μυθιστορηματικό πλαίσιο και παράλληλα να παρουσιάσω όλη την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τις κερκίδες, με μια ρομαντική ματιά. Η ιστορία δημιουργήθηκε μεμιάς στο μυαλό μου. Βοήθησε και το ότι κατά καιρούς μπουχτίζω απ’ όσα αντικρίζει ή ακούει στην καθημερινότητά του ένας αθλητικός δημοσιογράφος στην Ελλάδα.
Γιατί επέλεξες ένα συγκεκριμένο τύπο αφήγησης, αυτόν του μυθιστορήματος, για να δομήσεις την ιστορία σου, από τη στιγμή που η ύλη σου βασίζεται κυρίως σε πραγματικές συνεντεύξεις;
Σε πραγματικές συνεντεύξεις βασίζονται κυρίως τα όσα έχουν να κάνουν με το μοντέλο λαϊκής βάσης και τη λειτουργία του στο εξωτερικό. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου μιλούν με ανθρώπους που τα έχουν καταφέρει, αλλά οι διάλογοι ουσιαστικά είναι τα όσα έχουν πει οι άνθρωποι αυτοί σε μένα και τα έχω εντάξει στην πλοκή. Οι χαρακτήρες, το περιβάλλον, τα περιστατικά και οι υπόλοιποι διάλογοι είναι προϊόν μυθοπλασίας, αν και ως επί το πλείστον βασίζονται και αυτοί σε ανθρώπους που έχω γνωρίσει εντός κι εκτός γηπέδων, σε αληθινές εικόνες και εμπειρίες. Επέλεξα το μυθιστόρημα, επειδή αφενός δεν ήθελα να δώσω στον αναγνώστη μια ξερή καταγραφή του τι γίνεται στο εξωτερικό και το πώς αυτό απέτυχε στην Ελλάδα, αφετέρου επειδή στην ιστορία υπάρχουν πολλά περισσότερα από το πώς τελικά μπορεί να λειτουργήσει ένα μοντέλο λαϊκής βάσης. Ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, τον οποίο θαυμάζω και μου έκανε την τιμή να γράψει την εισαγωγή, αναφέρει πως «το βιβλίο μιλά γι’ αυτήν τη μετάλλαξη, τους κινδύνους και τη φρίκη που απειλούν το παιχνίδι. Θα μπορούσε να γραφτεί και σαν ένα manual για οπαδούς, αλλά τελικά ο Θάνος διάλεξε να κάνει κάτι δυσκολότερο». Ήθελα κάτι ζωντανό, η ιστορία να αγγίζει τον σκεπτόμενο οπαδό, να αισθανθεί ότι όλα αυτά που διαβάζει ή τα έχει ζήσει ή τα έχει ακούσει, ακόμη και αν έχει πάει πέντε-δέκα φορές στη ζωή του στο γήπεδο και στο τέλος να τον εμπνεύσει. Ένας φίλος που το διάβασε σε πρώιμη μορφή, μού είπε, «Μαλάκα, ξέρεις πόσοι θα βρουν τον εαυτό τους εκεί μέσα;». Μου άρεσε αυτό το σχόλιο. Επίσης, το μυθιστόρημα μου επέτρεψε να πλάσω την ιστορία, να της δώσω πλοκή διατηρώντας πάντα ένα στοιχείο ρεαλισμού.
Γιατί επέλεξες το μωβ χρώμα για την ομάδα. Κρύβεται κάποιος συμβολισμός από πίσω;
Μωβ φορούσε η πρώτη ομάδα που ξεκίνησα να γουστάρω μόνος μου, χωρίς δηλαδή να υπάρχει επιρροή από πατέρα ή κάποιον άλλον. Η Φιορεντίνα του Batistuta. Ήθελα ένα χρώμα που να μην συνδέεται με κάποια από τις ελληνικές ομάδες και είχα διαβάσει κάπου ότι συμβολίζει μεταξύ άλλων και την αυτοθυσία. Μου βγάζει επίσης και μια θλίψη, για την κατάσταση που έχει περιέλθει η ομάδα και για το ίδιο το ποδόσφαιρο, που αποκλείει συνεχώς κόσμο και χρησιμοποιείται ως όχημα για την επίτευξη άλλων σκοπών.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου υφίσταται διαρκείς μεταβολές – θεωρείς εφικτό στο μέλλον να φύγουμε από το προεδροκεντρικό μοντέλο διοίκησης και να περάσουμε σε πιο δημοκρατικές διαδικασίες, με μοναδικό ιδιοκτήτη της ομάδας τον κόσμο της;
Συμβαίνει ήδη σε αρκετές ομάδες στο εξωτερικό. Στο βιβλίο παρουσιάζω κάποιες χαρακτηριστικές, καθώς δεν ήθελα, όπως σου είπα και προηγουμένως, να καταλήξει σε μια ανιαρή καταγραφή, ενώ κάνω και μια σύντομη αναφορά στο τι συμβαίνει σε κάποιες χώρες που έχουν στην κουλτούρα τους τη συμμετοχή. Το θέμα είναι ο τρόπος και η διάρκεια, η οποία εξαρτάται και από παράγοντες που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σαφώς υπάρχουν και αποτυχημένα μοντέλα, δεν χρειάζεται να τα ωραιοποιούμε όλα. Πάντως, είναι μια συζήτηση που συνεχώς κερδίζει έδαφος και μελετάται όλο και πιο διεξοδικά, ενώ υπάρχουν οργανισμοί, όπως οι Suporters Direct Europe που αναφέρω στο βιβλίο, οι οποίοι ασχολούνται σε πολύ επαγγελματικό επίπεδο με την εφαρμογή του δημοκρατικού μοντέλου λαϊκής βάσης.
Στο παρελθόν έχουμε δει προσπάθειες οπαδών να λειτουργήσουν σε μοντέλο λαϊκής βάσης και παρότι υπήρχαν αγνές προθέσεις, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Με βάση την πολύμηνη έρευνά σου, τι θεωρείς ότι πήγε λάθος;
Νομίζω πως είναι ένας συνδυασμός παραγόντων. Σίγουρα στην Ελλάδα δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο για να θωρακίσει τέτοιου είδους προσπάθειες, ούτε η ενθάρρυνση από τις ποδοσφαιρικές Αρχές. Είναι όμως ένα ζήτημα και η νοοτροπία, η οπαδική κουλτούρα, η απουσίας συλλογικής δράσης χωρίς προσωπικό όφελος. Είναι σημαντικό, για να στηριχθεί σε βάθος χρόνου κάτι τέτοιο, να μπαίνει μόνιμα το «εμείς» πάνω από το «εγώ». Στον Παναθηναϊκό, πιστεύω πως η παρουσία του Γιάννη Αλαφούζου λειτούργησε αρνητικά ως προς την επιβίωση της Παναθηναϊκής Συμμαχίας, επειδή φάνηκε γρήγορα πως εκείνος θα λειτουργούσε ως μεγαλομέτοχος και ο κόσμος δεν πίστεψε ποτέ ότι μπορεί να γίνει πραγματικός ιδιοκτήτης. Δεν το επικοινώνησε σωστά και ο ίδιος. Στον Άρη είναι λίγο πιο σύνθετο, καθώς στο ξεκίνημά της η προσπάθεια ήταν ενθαρρυντική. Αποδείχθηκε, όμως, ότι είναι διαφορετικό πράγμα η ιδιοκτησία και διαφορετικό η διοίκηση – εκεί την πατάνε αρκετοί. Στο ποιους θα εμπιστευτούν για να ασκήσουν τη διοίκηση και να πάρουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Στο πώς τα στελέχη θα τρέξουν τελικά τον σύλλογο με τον επαγγελματισμό που χρειάζεται για να σταθεί στις συνθήκες του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Επειδή, κακά τα ψέματα, πρέπει να είμαστε και ρεαλιστές. Δεν μπορεί να διοικηθεί διαφορετικά μια ομάδα που παλεύει για διακρίσεις.
Διαβάζω στην περίληψη πως η έρευνά σου βασίστηκε σε διαλόγους με πρωταγωνιστές που είναι αληθινοί. Μπορείς να μας πεις δυο λόγια γι’ αυτούς;
Για την ακρίβεια, που είναι ή θα μπορούσαν να είναι αληθινοί. Καταγράφοντας τα παραδείγματα, ήθελα να έχω και κάποιες συζητήσεις με ανθρώπους που το έζησαν από μέσα και έφτασαν στη σωστή εφαρμογή. Είχα μιλήσει με αρκετό κόσμο προτού ξεκινήσω να γράφω, ούτως ή άλλως. Έκανα, λοιπόν, κάποιες συνεντεύξεις, για να με βοηθήσουν να κατανοήσω καλύτερα τι πραγματικά έχει αξία. Στο τέλος, αποφάσισα κάποιες από αυτές να τις εντάξω στο βιβλίο, ως συζήτηση με τους πρωταγωνιστές. Άλλες, απλά διαμόρφωσαν κάποιους διαλόγους ή κάποιες καταστάσεις, δηλαδή βοήθησαν τη σκέψη μου να δομηθεί καλύτερα. Είναι αρκετά τα σημεία που δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για μυθοπλασία ή πραγματικότητα και αυτό θεωρώ το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Αν σου ζητούσα μια-δυο παραγράφους του βιβλίου, οι οποίες να περικλείουν την ουσία όσων θέλεις να πεις μέσα από το βιβλίο σου, ποιες θα μου έστελνες ως πρόγευση;
Επειδή είναι αρκετά αυτά που θέλω να πω, δεν νομίζω ότι μπορούν να εκφραστούν με μια-δυο παραγράφους. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο ότι θέλω να αναδείξω τη συμμετοχή ως λύση, υπάρχουν στο βιβλίο πολλά ακόμη – για τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τον ρόλο των ΜΜΕ, των παραγόντων και των πολιτικών. Για τη σύγχρονη μικροαστική ζωή, για τους διαφορετικούς χαρακτήρες οπαδών, για τη βία, ακόμη και για τη μουσική και τον τρόπο που εμπνέει. Θα σου δώσω, όμως, ένα απόσπασμα από διάλογο, μια συμβουλή που έρχεται από κάποιον έμπειρο: «Να θυμάσαι πως είναι σημαντικό να βλέπεις την ομάδα σαν μια δημοκρατία. Τι κάνει ο λαός σε μια δημοκρατία; Ψηφίζει, για να εκλέξει εκείνους που θα τον εκπροσωπούν. Έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις, Σύνταγμα και νόμους. Σκέψου ότι το καταστατικό σας είναι σαν το Σύνταγμα, κάτι ιερό που σπάνια τροποποιείται και ο εσωτερικός σας κανονισμός κάτι σαν νόμος. Τέλος, τα μέλη είναι οι πολίτες που έχουν δικαίωμα στο εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Μην σκεφτείτε ποτέ να καταλύσετε τη δημοκρατία στην ομάδα, όπως δεν το κάνετε στην πολιτεία. Μην σνομπάρετε ποτέ τις ισχυρές μειοψηφίες που θα δημιουργηθούν, επειδή αποδεδειγμένα μπορούν να κάνουν τη διαφορά».
Σε κάποια φάση αναφέρεσαι στο διεφθαρμένο παιχνίδι των ΜΜΕ, των πολιτικών και των αθλητικών παραγόντων. Εσύ προέρχεσαι από τον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, είναι κάποιου είδους εξομολόγηση η συσχέτιση όλων αυτών, κάτι που έχεις βιώσει προσωπικά;
Σίγουρα. Υπάρχουν πράγματα που βιώνεις, βλέπεις και ακούς κατά καιρούς στον χώρο, τα οποία, εκτός του ότι σου απομυθοποιούν το όμορφο παιχνίδι που λάτρεψες μικρός, σε φθείρουν. Τα περισσότερα δεν μπορείς να τα αποδείξεις, αλλά καταλαβαίνεις όσο περνάει ο καιρός ότι υπάρχουν και δηλητηριάζουν τον επαγγελματικό αθλητισμό.
Απ’ όσες συνεντεύξεις πήρες για το βιβλίο, ποια ήταν εκείνη που σε ενέπνευσε περισσότερο;
Οι επαφές με τα στελέχη των Supporters Direct, που είναι αρκετές όλα αυτά τα χρόνια, προτού καν γεννηθεί η ιδέα για το βιβλίο. Επίσης, αυτή με τον Matthew Breach της Γουίμπλεντον (σ.σ. αναπληρωτής πρόεδρος του συμβουλίου της ομάδας). Έγινε με αφορμή μια επίσκεψή μου στο Λονδίνο για τον τελικό του League Cup και τελικά μου προκάλεσε περισσότερο ενθουσιασμό από τη ματσάρα που είδα στο Γουέμπλεϊ, ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Μάντσεστερ Σίτι, επειδή κατάλαβα τι πραγματικά σημαίνει σύνδεση με την κοινωνία που εκπροσωπεί ένας σύλλογος, ανιδιοτελής αγάπη και αυτοθυσία. Ξέρεις, οι περισσότεροι εδώ νομίζουμε ότι το να αγαπάς μια ομάδα σημαίνει να την ακολουθείς στο γήπεδο, να τη στηρίζεις, να πηγαίνεις και καμιά εκδρομή. Οι τύποι αυτοί, όπως και οι εκπρόσωποι των άλλων ομάδων που παρουσιάζονται στο βιβλίο, με έκαναν να καταλάβω ότι υπάρχει κάτι πιο βαθύ. Α, τότε στο Λονδίνο ήπια μπίρες σε μεγάλη παμπ της Baker Street με οπαδούς και της Λίβερπουλ και της Μάντσεστερ Σίτι. Απίστευτο ε;
Πώς βλέπεις σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο του προέδρου-τροφοδότη, όπου η κάθε ομάδα φέρεται να καθοδηγείται ανάλογα με τις ορέξεις και τα συμφέροντά του, όπως τουλάχιστον δείχνει να πιστεύει η μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου;
Το είπες νομίζω όπως είναι στην ερώτησή σου. Ένας Ιταλός Ultra μου είχε πει κάποτε ότι «εδώ έχουμε μάθει να ζούμε με τον μεγαλοπρόεδρο στο επίκεντρο και δεν σκεφτόμαστε καν ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική». Σε μεγάλο βαθμό νομίζω ότι αυτό υπάρχει και στην Ελλάδα. Εξάρτηση με τον πρόεδρο-τροφοδότη, ο οποίος μοιραία κάποια στιγμή θα κλείσει την κάνουλα ή θα αποχωρήσει βλέποντας ότι χάνει χρήματα. Το κέρδος, οποιασδήποτε φύσης, είναι ο πρωταρχικός του στόχος και για να επιτευχθεί αυτό, συχνά καταφεύγει μεταξύ άλλων και στη χειραγώγηση μέρους της κερκίδας. Όχι μόνο εδώ, φυσικά. Η κοινωνία της εξέδρας είναι κάτι το δυναμικό, το οποίο διαμορφώνεται συνεχώς. Ανέκαθεν λούμπεν στοιχεία αναζητούσαν εκεί τον δικό τους χώρο, ανέκαθεν αντίρροπες δυνάμεις συγκρούονταν, με ιδεολογικό, πολιτικό ή απλά οπαδικό χαρακτήρα. Το θέμα είναι να παίξει τον ρόλο που του αναλογεί το υγιές κομμάτι της κερκίδας και να κατανοήσει ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει την κατάσταση, όχι μόνο στην εξέδρα, αλλά και στον ίδιο του το σύλλογο. Να καταλάβει ότι μπορεί να αποτελέσει τον μοναδικό εγγυητή για το μέλλον, χωρίς να έχει στόχο το προσωπικό κέρδος, αλλά αυτό της ομάδας, της καψούρας του.
Πόσο σημαντικός είναι τελικά ο κόσμος στην κερκίδα για μια ομάδα; Επειδή πολλές φορές συνδέεται με αρνητικές αναφορές…
Επέλεξα να ξεκινήσω με την περίφημη φράση του Jock Stein: «Το ποδόσφαιρο χωρίς οπαδούς είναι ένα τίποτα». Για μένα, είναι ο λόγος ύπαρξης των όσων γίνονται στον αγωνιστικό χώρο. Λατρεύω την ατμόσφαιρα του γηπέδου, τη φωνή, το χρώμα, το συναίσθημα που συνοδεύουν όπως πρέπει μια ποδοσφαιρική παράσταση. Προφανώς ξενερώνω κaι εγώ όταν τα πράγματα ξεφεύγουν -και με αυτό δεν εννοώ το να ανάβουν καπνογόνα-, αλλά δεν πρόκειται να τα τσουβαλιάσω όλα. Έχω γνωρίσει οργανωμένους οπαδούς με κοινωνικές ανησυχίες, μορφωμένους, που βλέπουν την κερκίδα ως ένα πεδίο έκφρασης αλληλεγγύης, παράλληλα φυσικά με την άνευ όρων αγάπη προς την ομάδα. Φυσικά, εδώ στην Ελλάδα ο όρος οπαδός είναι παρεξηγημένος. Γιατί είναι κακό να αγαπά κάποιος την ομάδα του και να παθιάζεται με αυτή; Συχνά ταυτίζεται με τον χούλιγκαν, με κείνον που σπάει και καταστρέφει, χωρίς να ενδιαφέρεται για το παιχνίδι και την ομάδα. Αυτοί είναι μια μειοψηφία και δεν πρέπει να επικρατήσουν. Προσπαθώ να αποδομήσω αυτό το στερεότυπο με τον βασικό χαρακτήρα του βιβλίου. Οπαδοί, επίσης, δεν είναι μόνο οι οργανωμένοι. Κάποιος που έχει διαρκείας σε μια ομάδα και έχει κάνει το γήπεδο ιεροτελεστία με τους φίλους του, χωρίς να δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα, δεν είναι οπαδός;
Σε ποιον μπορεί να φανεί χρήσιμο αυτό το βιβλίο;
Σίγουρα σε όσους έχουν κλάψει, νευριάσει, φωνάξει, ανατριχιάσει για την ομάδα τους, έστω για μια φορά. Σε όσους έχουν κόψει το γήπεδο ή πηγαίνουν ακόμη και νοσταλγούν τη γνήσια γηπεδική ατμόσφαιρα, στους ρομαντικούς, στους απογοητευμένους από το σύγχρονο ποδόσφαιρο και τις προσταγές του. Νομίζω, όμως, ότι και εκείνοι που έχουν ακόμη και επιφανειακή σύνδεση με ένα άθλημα ή μια ομάδα ή θέλουν να κατανοήσουν την αγάπη που κάποιος κοντινός τους έχει για την ομάδα που υποστηρίζει, θα το βρουν χρήσιμο. Τέλος, σε όσους θέλουν απλά μια διαφορετική ιστορία για να τους συνοδεύσει, ακόμη και αν δεν έχουν σχέση με όλα αυτά.
Πηγή: Vice.gr