Search

Το Κολοσσαίο – “Θάνατος και Θέαμα” στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον Δημήτρη Θαλασσινό

Χτισμένο στη μέση της πλατιάς κοιλάδας ανάμεσα στους λόφους Παλατίνο, Καίλιο και Εσκυλίνο, εκεί όπου ο Νέρωνας είχε βάλει τη λίμνη στους κήπους του Χρυσού Οίκου, το Κολοσσαίο, γνωστό την εποχή του ως Φλάβιο Αμφιθέατρο, ήταν το πιο επιβλητικό απ’ όλα τα μνημεία της αρχαίας Ρώμης: οι γιγαντιαίες διαστάσεις του δικαιολογούν πλήρως το όνομα που του αποδόθηκε πρώτη φορά κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους, και το οποίο διατήρησε έκτοτε.

Ας αφήσουμε τα στοιχεία να μιλήσουν από μόνα τους: ο μεγάλος άξονας του ελλειπτικού του σχεδίου έχει μήκος 188 μέτρα, ο μικρότερος άξονας φτάνει τα 156 μέτρα και ο εξωτερικός του τοίχος υψώνεται σχεδόν 50 μέτρα από το έδαφος• για να χτιστεί χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 100.000 κυβικά μέτρα ασβεστό-λιθου, ενώ οι μεταλλικοί σύνδεσμοι που συγκρατούσαν τους ογκόλιθους πρέπει να ζύγιζαν πάνω από 300 τόνους.

Ο Βεσπασιανός άρχισε το έργο λίγο μετά το 70 μ.Χ. και ο Τίτος το εγκαινίασε δέκα χρόνια αργότερα. Οι τελετές και οι αγώνες για την περίσταση διήρκεσαν 100 μέρες, ενώ θανατώθηκαν περίπου 5.000 άγρια ζώα στο διάστημα αυτό. Το κτίριο, που απαιτούσε να λειτουργούν ταυτόχρονα τέσσερα εργοτάξια, αποτελείται από τρεις επάλληλα τοποθετημένες σειρές 80 αψίδων, που ενώνονται με εντοιχισμένους ημικίονες, και από ένα τέταρτο πάτωμα που διαιρείται σε κόγχες με παραστάδες στην ίδια ευθεία με τους κίονες• ορισμένες από τις κόγχες αρχικά ήταν διακοσμημένες με χάλκινες ασπίδες, ενώ άλλες επέτρεπαν να περάσει το φως μέσα από ορθογώνια παράθυρα. Οι αψίδες στο ισόγειο ήταν αριθμημένες (ο αριθμός αντιστοιχούσε στον αριθμό πάνω στην κάρτα εισόδου του θεατή) και οδηγούσαν σε ένα χώρο περιπάτου για τους θεατές και από εκεί, είτε απευθείας είτε μέσω εσωτερικών διαδρόμων, στα κλιμακοστάσια και στους 160 επικλινείς διαδρόμους (vomitoria), που έφερναν τον επισκέπτη στα διαζώματα των κερκίδων, τα οποία υποστηρίζονταν από ένα περίπλοκο σύστημα με αψίδες και θόλους.

Μπαίνοντας στους στίβους των ρωμαϊκών ιπποδρόμων μετά από 2.000 χρόνια Χριστιανισμού, έχει κανείς την εντύπωση ότι κατεβαίνει στην Κόλαση της αρχαιότητας. Για την δόξα των Ρωμαίων θα θέλαμε να σκίσουμε από το βιβλίο της ιστορίας τους αυτή την σελίδα, όπου φιγουράρει, σκεπασμένη με αίμα, η εικόνα ενός σημαντικότατου πολιτισμού που εκείνοι δημιούργησαν. Δεν μας αρκεί να αποδοκιμάσουμε. Αρνιόμαστε να καταλάβουμε καν τον παραλογισμό στον οποίο έφθασε ο λαός τους, όταν μετέβαλε το munus (μονομαχία), αυτή την ανθρώπινη θυσία, σε μια γιορτή που την πανηγύριζε όλη η πόλη. Η Ρώμη, ανάμεσα σε τόσες διασκεδάσεις που της προσφέρονταν, προτιμούσε κυρίως, ή μόνο, τον στραγγαλισμό άοπλων ανθρώπων που θανατώνονταν μπροστά της. Οι αυτοκράτορες, κολακεύοντας επίτηδες τα δολοφονικά ένστικτα του όχλου, σφυρηλατούσαν, με την «μονομαχία» αυτή, το πιο σίγουρο, αλλά και το πιο αποτρόπαιο όπλο της βασιλείας τους.

Έτσι, με τα νομοθετικά διατάγματα του Αυγούστου, τα munera (μονομαχίες) απετέλεσαν ένα θέαμα εξίσου επίσημο και υποχρεωτικό, όπως τα ludi (αγώνες του θεάτρου και του ιπποδρόμου, και το ευνοούμενο θέαμα του αυτοκράτορα). Συγχρόνως η αυτοκρατορία οικοδόμησε μεγαλοπρεπή κτίρια ειδικά διαμορφωμένα για τις μονομαχίες. Το σχήμα τους, που σχεδιάστηκε κατά τύχη και επαναλήφθηκε εκατοντάδες φορές, μας φαίνεται σήμερα σαν μια από τις πιο δυναμικές δημιουργίες της αυτοκρατορικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για το περίφημο αμφιθέατρο.

Ως την εποχή του Καίσαρα, οι δημιουργοί και οι θιασώτες των munera χρησιμοποιούσαν τους ιπποδρόμους ή ύψωναν βιαστικά κερκίδες στο Φόρουμ και τις γκρέμιζαν την επομένη.

Ο Αύγουστος άρχισε να οικοδομεί τα ειδικά αυτά κτίρια από πέτρα και οι συγγραφείς της εποχής του τους έδωσαν το όνομα «αμφιθέατρο», που τότε η λέξη αυτή σήμαινε το νέο αυτό είδος μνημείου. Το παλαιότερο από τα αμφιθέατρα είναι αυτό που έκτισε το έτος 29 π.Χ. στην Ρώμη ένας συγγενής του ηγεμόνα, ο Στατίλιος Ταύρος. Κτίστηκε στα νότια του Πεδίου του Άρεως και καταστράφηκε από πυρκαγιά το έτος 64 μ.Χ. Σχεδόν αμέσως μετά οι αυτοκράτορες της οικογένειας των Φλάβιων, αποφάσισαν να το αντικαταστήσουν με ένα παρόμοιο, αλλά μεγαλύτερο. Ο Βεσπασιανός άρχισε να το κτίζει. Ο Τίτος ολοκλήρωσε την οικοδόμησή του και ο Δομιτιανός την διακόσμηση.

Μετά το 80 μ.Χ. ούτε οι σεισμοί ούτε οι διαρπαγές της Αναγέννησης κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν πέτρες του αμφιθεάτρου για το κτίσιμο του Παλάτσο Βενέτσια, του Παλάτσο Μπαρμπερίνι και του Καπιτωλίου, δεν κλόνισαν τον όγκο του ούτε σμίκρυναν το μεγαλείο του. Σχεδόν άθικτη από τα σημάδια του χρόνου η ομορφιά του λάμπει στο ίδιο μέρος όπου υψώθηκε εδώ και δεκαοκτώμισι περίπου αιώνες ανάμεσα στην Βέλια, στον Καίλιο και στον Εσκουλίνο Λόφο, κοντά στον Κολοσσό του Ηλίου στο επιχωματωμένο κοίλωμα της λίμνης του Χρυσού Οίκου του Νέρωνα. Είναι το Φλάβιο Αμφιθέατρο, πιο γνωστό σήμερα με το όνομα Κολοσσαίο, το οποίο μας κληροδότησε ο Μεσαίωνας.

Το Κολοσσαίο σε μία άποψη από αέρος. Δαικρίνονται ευκρινώς οι εξέδρες των θεατών και η αρένα, όπου μετουσιωνόταν το δόγμα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης “άρτος και θεάματα”

Η θέα του τμήματος, που απέμεινε, αρκεί για να μας δώσει την πλήρη εικόνα και διαρρύθμιση των ρωμαϊκών αμφιθεάτρων. Τα μάρμαρα του Κολοσσαίου προέρχονται από το λατομείο της Άλμπουλα, κοντά στο Τίβολι, και μεταφέρθηκαν στην Ρώμη από ένα δρόμο πλάτους 6 μέτρων, που σχεδιάσθηκε ειδικά για την μεταφορά τους. Το Κολοσσαίο σχηματίζει έλλειψη επάνω σε δύο άξονες 188 και 156 μέτρων. Έχει περίμετρο 527 μέτρων και το ύψος των τοίχων του φθάνει τα 57 μέτρα. Η cavea (κοίλον) άρχιζε σε ύψος 4 μέτρων πάνω από την arena (στίβο), με την πλατφόρμα του podium (βάθρο για τα έδρανα των επισήμων) που τα προφύλασσε ένα μπρούντζινο κιγκλίδωμα, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένες οι μαρμάρινες έδρες των «επίσημων» που τα ονόματά τους σώθηκαν ως τις μέρες μας. Από εκεί και πάνω υψώνονταν οι τρεις σειρές των βαθμίδων.

Υπολογίζεται ότι το Κολοσσαίο είχε περίπου 87.000 loca (θέσεις) – μεταξύ των οποίων 45.000 για καθήμενους και 5.000 για όρθιους. Διακρίνονται ακόμη στην αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του κτιρίου οι καταπληκτικές ευκολίες που προσέφερε για την είσοδο και την έξοδο όλου αυτού του πλήθους.

Από τις 70 αψίδες της περιμέτρου, οι τέσσερις, στην προέκταση των αξόνων, ήταν απαγορευμένες στο κοινό. Οι υπόλοιπες ήταν αριθμημένες από το 1 ως το 66.

Μπαίνοντας, καθένας από τους προσκεκλημένους του άρχοντα ή του ηγεμόνα, δεν είχε παρά να κατευθυνθεί προς τον αριθμό που ήταν σημειωμένος στο «εισιτήριό» του, και να βρει πολύ εύκολα την κερκίδα του. Φυσικά οι καλύτερες θέσεις ήταν αυτές που βρίσκονταν στο ύψος του podium, οι κερκίδες, δηλαδή, που ήταν στις δυο άκρες του μικρού άξονα. Το θεωρείο του αυτοκράτορα και της οικογένειάς του βρισκόταν τοποθετημένο προς τον Βορρά, και το θεωρείο του νομάρχη και των αρχόντων προς τον Νότο. Όμως και οι φτωχοί άνθρωποι του άνω διαζώματος μπορούσαν να παρακολουθήσουν άνετα τις περιπέτειες των αιματηρών δραμάτων που ξετυλίγονταν στον στίβο.

Ο στίβος είχε, δύο άξονες μήκους 86 και 54 μέτρων, οι οποίοι περιέκλειαν μια επιφάνεια 3.600 τ.μ. Η επιφάνεια αυτή περικλείονταν με ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα, που απείχε 4 μέτρα από τα θεμέλια του podium και προφύλασσε το κοινό από την λύσσα των αγρίων θηρίων που εξαπέλυαν στον στίβο.

Ενώ οι μονομάχοι έμπαιναν από τις αψίδες του μεγάλου άξονα του κτιρίου, τα θηρία είχαν οδηγηθεί από πριν στα υπόγεια του στίβου. Αυτά τα υπόγεια, που ήταν πράγματι εξοπλισμένα με σύστημα αγωγών που επέτρεπε το έτος 80 μ.Χ. να πλημμυρίσουν τον στίβο και να μεταβάλουν εν ριπή οφθαλμού το αμφιθέατρο σε τόπο ναυμαχίας, διέθεταν ειδικά κλουβιά όπου έκλειναν τα ζώα πριν τα οδηγήσουν στον στίβο, αλλά και ολόκληρο σύστημα κεκλιμένων επιπέδων και ανελκυστήρων, χάρη στο οποίο η μεταφορά των ζώων γινόταν πολύ σύντομα.

Μέρος του μωσαϊκού Ζλίτεν στη Λιβύη, στην αρχαία ρωμαϊκή πόλη Λέπτις Μάγκνα, περί τον 2ο αι. μ.Χ. Από αριστερά προς δεξιά, απεικονίζονται ένας Θραξ μαχόμενος μ’ ένα Μurmillo, ένας Οπλομάχος να στέκεται δίπλα σ΄έναν άλλο Μurmillo (που παραδέχεται την ήττα του στο διαιτητή), κι ένα ακόμη μαχόμενο ζευγάρι (διακρίνεται στη φωτό μόνο ο εκ αριστερών)

Την εποχή, στην οποία αναφερόμαστε, η οργάνωση των αιματηρών αυτών αγώνων έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Στους δήμους της Ιταλίας και στις πόλεις των επαρχιών, οι τοπικοί διοικητές, στους οποίους είχε ανατεθεί η ευθύνη της ετησίας οργάνωσης των μονομαχιών, απευθύνονταν, για να διευκολυνθούν στο έργο τους, σε ειδικούς, τους λεγόμενους lanistae (εκγυμναστές μονομαχιών). Αυτοί οι δυσφημισμένοι επαγγελματίες, των οποίων το επάγγελμα ήταν σημαδεμένο τόσο στην λογοτεχνία όσο και στα δικαστήρια με την ίδια κακή φήμη, όπως το επάγγελμα των προξενητών ή lenones (μαστροπών), ήταν στην πραγματικότητα μεσάζοντες του θανάτου.

Στην Ρώμη, αντίθετα, δεν υπήρχε ο θεσμός αυτός (των lanistae). Το επάγγελμα εξαφανίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα, που το εξασκούσε ο ίδιος με την μεσολάβηση, φυσικά, των προμηθευτών του. Οι υπάλληλοι αυτοί είχαν στην διάθεσή τους επίσημα κτίρια και ολόκληρα κοπάδια από άγρια ζώα και περίεργα θηρία που τα έστελναν στον αυτοκράτορα οι υποτελείς επαρχίες, οι βασιλείς πελάτες, ακόμη και οι ηγεμόνες της Ινδίας. Τέλος, υπήρχαν στην διάθεσή τους οι καταδικασμένοι σε θάνατο, οι αιχμάλωτοι και ολόκληρος ο στρατός. Οι μονομάχοι που ανήκαν σε αυτόν ήταν χωρισμένοι σε δασκάλους και μαθητές και ανήκαν, ανάλογα με τις φυσικές τους ικανότητες, σε διάφορες κατηγορίες: υπήρχαν οι Σαμνίτες που κρατούσαν ασπίδα και ξίφος• οι Θράκες που προφυλάσσονταν με μια κυκλική ασπίδα και κρατούσαν εγχειρίδιο• και οι murmillones, που φορούσαν περικεφαλαία πάνω στην οποία εικονιζόταν ένα ψάρι που λεγόταν murma. Αν εξαιρέσει κανείς τα sportulae (είδος μονομαχίας) που γεννήθηκαν στο ανισόρροπο μυαλό του Κλαυδίου και που τελείωναν σε λίγες ώρες, γιατί ήταν φοβερά αιματηροί και σκληροί αγώνες, οι μονομαχίες διαρκούσαν συνήθως από την αυγή ως την δύση του ηλίου με μερικές εξαιρέσεις, όπως συνέβη την εποχή του Δομιτιανού, οπότε διαρκούσαν ως τα μεσάνυχτα.

Ήταν απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρχει μια ποικιλία στις μορφές των αγώνων γι’ αυτό οι μονομάχοι είχαν εξασκηθεί έτσι, ώστε να μπορούν να αγωνίζονται πάνω στο νερό των «ναυμαχιών», καθώς και πάνω στο στερεό χώμα του αμφιθεάτρου. Στον στίβο πάλευαν άλλοτε με άγρια θηρία και τότε είχαμε τις venationes (κυνήγια), και άλλοτε μεταξύ τους και τότε είχαμε τις σκληρές «οπλομαχίες».

Δύο venatores πολεμούν μ’ έναν τίγρη, όπως απεικονίζεται σε μωσαϊκό του 5ου αιώνα στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης

Οι συγγραφείς και τα μνημεία μας γνωρίζουν πολλά είδη venationes (κυνηγιών). Υπήρχε ένα είδος αναίμακτο που συνίστατο στην παρουσίαση εξημερωμένων θηρίων και «σοφών» ζώων, που έσπαζαν την μονοτονία των σφαγών με απίστευτα παιχνίδια τσίρκου. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Μαρτιάλης τα θυμούνται σαν μια ευχάριστη έκπληξη: πάνθηρες που έσερναν υπάκουα τις αλυσίδες τους, λιοντάρια που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ζωντανούς λαγούς, τίγρεις που έγλειφαν το χέρι του ανθρώπου που τις μαστίγωνε, ελέφαντες που γονάτιζαν με σοβαρότητα μπροστά στον αυτοκράτορα και έγραφαν με την προβοσκίδα τους στην άμμο λατινικές φράσεις. Υπήρχαν όμως και πολύ πιο τρομακτικά παιχνίδια, ευτυχώς χωρίς την παρουσία ανθρώπων. Οι μονομαχίες μεταξύ άγριων θηρίων: αρκούδες εναντίον βουβαλιών, βουβάλια εναντίον ελεφάντων, ελέφαντες εναντίον ρινόκερων.

Υπήρχαν ακόμη «αγώνες» αηδιαστικοί, όπου οι άνθρωποι δεν συμμετείχαν εμφανώς, αλλά κρυμμένοι πίσω από ένα κιγκλίδωμα κτυπούσαν με τόξα και βέλη τα ανυποψίαστα ζώα που έτρεχαν σφαδάζοντας και γέμιζαν τον στίβο με αίμα. Καμιά φορά για να ποικίλουν το θέαμα και να το κάνουν πιο πειστικό, σχημάτιζαν μια διακόσμηση που θύμιζε δάσος στην μέση του στίβου. Δυνάμωναν έτσι το θάρρος και την επιδεξιότητα των σκοπευτών. Είναι αλήθεια ότι έβαζαν σε κίνδυνο την ζωή τους, μπαίνοντας σε αυτό τον αγώνα με τους ταύρους, τις αρκούδες, τους πάνθηρες, τα λιοντάρια και τις τίγρεις. Τις περισσότερες φορές, όμως, συνοδεύονταν από σκυλιά και ήταν οπλισμένοι με τόξα, βέλη και σπαθιά και δεν διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν που διέτρεχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, όπως ο Αδριανός, όταν πήγαινε για κυνήγι.

Καμιά φορά για να μεγαλώσουν τον κίνδυνο, πρόσθεταν πολύ περισσότερη τόλμη. Πολεμούσαν σχεδόν χωρίς όπλα. Γρονθοκοπούσαν μια αρκούδα ή τύφλωναν ένα λιοντάρι κάτω από τις πτυχές ενός μανδύα ή ερέθιζαν με κόκκινο πανί έναν ταύρο ή συνδαύλιζαν την αγωνία των ζώων καθώς κρύβονταν με διαφόρους τρόπους και εμφανίζονταν πάλι ξαφνικά.

Αυτό το venatio (κυνήγι), που η γενναιοδωρία του αυτοκράτορα επιφύλασσε συνήθως στον λαό μετά τις μονομαχίες, το απόγευμα, ήταν μια ελαφρώς μεγαλοποιημένη εικόνα της σκληρής πραγματικότητας του αρχαίου κυνηγιού. Αυτό που μας κάνει να δυσανασχετούμε για την αναπαράστασή του στο Κολοσσαίο, είναι ο αριθμός των θυμάτων, αυτές οι εκατόμβες των ζώων: 5.000 σε μια και μόνη μέρα, το 80 μ.Χ. όταν ο Τίτος εγκαινίασε το Κολοσσαίο• 2.246 και 2.243 αντίστοιχα σε δύο θηριομαχίες του Τραϊανού.

Ωστόσο η αφθονία αυτή των σφαγών φαίνεται ότι ανταποκρινόταν σε κάποια αναγκαιότητα. Χάρη σ’ αυτές τις «εν ψυχρώ» δολοφονίες, οι καίσαρες γλίτωσαν τις χώρες τους από τον φόβο των θηρίων αυτών. Έτσι, τον 4ο αιώνα ο ιπποπόταμος περιορίσθηκε στην Νουβία (χώρα νότια της Αιγύπτου), το λιοντάρι στην Μεσοποταμία, η τίγρης στην Υρκανία και ο ελέφαντας στην Βόρειο Αφρική.

Με τα «κυνήγια» του αμφιθεάτρου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξάπλωσε στον πολιτισμένο κόσμο τις ευεργεσίες των άθλων του Ηρακλή. Μόνο που τον δυσφήμησε αρκετά χρησιμοποιώντας όλες αυτές τις μορφές «οπλομαχίας» και όλες τις ποικιλίες «κυνηγιών», που δεν θα μπορούσαμε να πούμε με βεβαιότητα αν ήταν επίδειξη σκληρότητας ή δειλίας.

Retiarius προσπαθεί να λαβώσει ένα secutor με την τρίαινά του. Μωσαϊκό του 2ου αι. μ.Χ. ρωμαϊκής βίλας στο Nennig, Γερμανία

Η οπλομαχία

“Ave Caesar moraturi te salutent”

Η «οπλομαχία» ήταν καθαρά η μάχη των μονομάχων. Την προηγούμενη έτρωγαν όλοι ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, που για τους περισσότερους ήταν το τελευταίο, της ζωής τους. Το κοινό ήταν ελεύθερο να επισκεφτεί αυτή την εκδήλωση και πολλοί περίεργοι τριγύριζαν γύρω από τα τραπέζια, με μια περίεργη χαρά.

Από τους συνδαιτυμόνες, άλλοι εγκατέλειπαν μοιραία τον εαυτό τους στην λαιμαργία τους και στις απολαύσεις, άλλοι αντιστέκονταν στους πειρασμούς και περιόριζαν τις ορέξεις τους σκεπτόμενοι την επαύριον. Άλλοι, τέλος, προαισθανόμενοι το τέλος τους να πλησιάζει, αρνούνταν να φάνε και να πιουν και παραλυμένοι από φόβο έκλαιγαν και παρέδιδαν τις οικογένειες τους στους περαστικούς ή απάγγελλαν την διαθήκη τους.

Την επομένη, η μονομαχία άρχιζε με πομπή. Οι μονομάχοι έφθαναν με άρματα στο Κολοσσαίο και παρέλαυναν κάνοντας τον γύρο του στίβου. Φορούσαν πορφυρές χλαμύδες και ήταν στολισμένοι με χρυσαφικά.

Περπατούσαν με τα χέρια ελεύθερα. Πίσω τους, δούλοι κουβαλούσαν τα όπλα τους. Όταν έφθαναν στο ύψος του αυτοκρατορικού θεωρείου, σταματούσαν, ύψωναν το δεξί χέρι σαν δείγμα σεβασμού προς τον αυτοκράτορα και του απηύθυναν αυτό τον μεγαλοπρεπή και θλιβερό χαιρετισμό: «Χαίρε, Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν».

Μετά το τέλος της παρέλασης, γινόταν η επιθεώρηση των οπλών για να αφαιρεθούν όσα ήταν ελαττωματικά, ώστε το θανατηφόρο αυτό «έργο» να είναι αποτελεσματικό μέχρι τέλους.

Μωσαϊκό στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης απεικονίζει ένα retiarius, ονόματι Kalendio (του οποίου η παράδοση απεικονίζεται στο άνω μέρος) να μάχεται μ’ έναν secutor ονόματι Αστυάναξ. Astyanax. Το σημάσι Ø δίπλα στ’ όνομα του Kalendio’s υποδεικνύει ότι σκοτώθηκε μετά την παράδοσή του.

Τα «Κυνήγια» του αμφιθεάτρου

Μετά μοίραζαν τα «δοκιμασμένα» πια όπλα και τραβούσαν κλήρο για να διαλέξουν τα ζεύγη των μονομάχων. Άλλοτε αποφάσιζαν να αντιπαραθέσουν μονομάχους της ίδιας κατηγορίας, άλλοτε πάλι μονομάχους με διαφορετικά όπλα: επί παραδείγματι Σαμνίτες με Θράκες κ.λπ. Ή για ποικιλία επινοούσαν άλλα σχήματα. Αντιπαρέθεταν δύο μαύρους ή ένα νάνο εναντίον μιας γυναίκας.

Τέλος, υψωνόταν η κακοφωνία μιας ορχήστρας, ή μάλλον μιας περίεργης τζαζ, όπου ο ήχος των αυλών μπερδευόταν με τον ήχο των σαλπίγγων και των κεράτων.

Σε κάθε νέο κτύπημα και πληγή των μονομάχων, το πλήθος ξεσπούσε σε κραυγές γεμάτες μίσος. Όταν φαινόταν να χάνει αυτός, πάνω στον οποίο είχαν στοιχηματίσει, οι θεατές διαμαρτύρονταν ότι το αποτέλεσμα του αγώνα ήταν προσυνεννοημένο και δεν ικανοποιούνταν παρά μόνο όταν έβλεπαν τον αντίπαλό του να καταρρέει θανάσιμα κτυπημένος.

Αμέσως παρενέβαιναν δούλοι μεταμφιεσμένοι σε Χάροντες ή σε «Ερμή Ψυχοπομπό», πλησίαζαν τον χτυπημένο και βεβαιώνονταν ότι είχε πεθάνει κτυπώντας τον στο μέτωπο, και τότε ειδοποιούσαν τους libitinarii (νεκροθάφτες) να τους πάρουν με φορεία έξω από τον στίβο. Καμιά φορά ο αγώνας, όσο σκληρός κι αν ήταν, έμενε χωρίς λύση. Οι μονομάχοι έπεφταν και οι δύο νεκροί ή έμεναν και οι δύο ζωντανοί. Ο αγώνας θεωρείτο άκυρος και κατά συνέπεια περνούσαν στον αμέσως επόμενο.

Πολύ συχνά, ο νικημένος δεν είχε κτυπηθεί θανάσιμα. Αισθανόταν όμως ανίκανος να συνεχίσει τον αγώνα, κατέθετε τα όπλα, ξάπλωνε ανάσκελα και σήκωνε το αριστερό χέρι, σημάδι πως ζητούσε χάρη.

Ο αυτοκράτορας ρωτούσε τότε την γνώμη του πλήθους. Αν οι θεατές πίστευαν ότι ο νικημένος είχε αγωνιστεί καλά, κουνούσαν τα μαντήλια τους, σήκωναν το δάκτυλο προς τα επάνω και φώναζαν: Mitte (στείλτε τον πίσω). Ο αυτοκράτορας συμμορφωνόταν με την απαίτησή τους, ύψωνε τον αντίχειρα, σημάδι πως ο νικημένος είχε συγχωρηθεί, και τον έδιωχνε ζωντανό από τον στίβο.

Αν, όμως, αντίθετα, οι θεατές έκριναν ότι ο νικημένος από δειλία και τεμπελιά προκάλεσε την ήττα του, γύριζαν το δάκτυλο προς τα κάτω φωνάζοντας: ingula (πνίξτε τον). Και ο αυτοκράτορας, αργά, ήρεμα, διέταζε τον στραγγαλισμό του μονομάχου, που δεν είχε παρά να απλώσει τον λαιμό για να δεχθεί την «χαριστική βολή» από τον αντίπαλό του. Ο νικητής, αντίθετα, γλίτωνε φθηνά και ανταμειβόταν πλούσια. Δεχόταν ασημένια πιάτα γεμάτα χρυσά νομίσματα και πλούσια δώρα. Κρατώντας τα στα χέρια, διέσχιζε τρέχοντας τον στίβο, μέσα στις επευφημίες του πλήθους. Αμέσως μετά γνώριζε την δόξα, γινόταν πλούσιος, δημοφιλής και σπουδαίος γυναικοκατακτητής.

Όμως, ούτε η τύχη του ούτε η περιουσία του δεν τον έσωζαν. Συνήθως έπρεπε να εκθέσει την ζωή του σε κίνδυνο και να θυσιάσει και άλλες υπάρξεις για να κερδίσει το περίφημο «ξύλινο σπαθί» που του αποδιδόταν σαν τίτλος τιμής και σήμαινε την απελευθέρωσή του. Στην εποχή, για την οποία μιλάμε, οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να κάνουν αυτή την χάρη.

Ο Μαρτιάλης επαινεί την θαυμαστή επιείκεια του αυτοκράτορα Δομιτιανού, που απέδωσε την ελευθερία σε δύο μονομάχους που δεν κατόρθωσαν να φονεύσουν ο ένας τον άλλον. Ο Τραϊανός, επίσης, εκμεταλλεύθηκε το μέτρο αυτό για να επιδείξει την γενναιοψυχία του -του το επέτρεπαν άλλωστε οι 50.000 αιχμάλωτοι από την Δακία, που είχε στην διάθεσή του- και έτσι έδωσε διαταγή να κηρυχθούν ελεύθεροι όσοι δεν υπέκυψαν στις ναυμαχίες και μονομαχίες του έτους 109 μ.Χ.

Βρίσκουμε στις πράξεις αυτές τα χαρακτηριστικά κάποιου ανθρωπισμού, που μας συγκινούν όσο μας είχαν αγανακτήσει οι προηγούμενες θηριωδίες. Όμως δεν ήταν καθόλου σπάνιο το φαινόμενο, να αποποιούνται οι μονομάχοι την μεγαλοψυχία του ηγεμόνα. Είχαν ξεπέσει τόσο χαμηλά ηθικά, ώστε να προτιμούν να ξανακάνουν το φρικτό επάγγελμα του φονιά, παρά να απαρνηθούν την εύκολη ζωή του στρατοπέδου, την έξαρση του κινδύνου, την μέθη της νίκης. Και σώθηκε το επιτάφιο επίγραμμα ενός από αυτούς, του Φλάμμα, που αφού κέρδισε 21 φορές την ελευθερία του, κατατάχθηκε στον στρατό άλλες 4 φορές!

Pollice Verso (“με ανεστραμμένο αντίχειρα”), πίνακας του Jean-Léon Gérôme, 1872

Ακολούθως, οι «μονομαχίες» πήραν τέτοια εξέλιξη, ώστε να χρειαστεί να γίνονται μαζικές «απελευθερώσεις» για να ανανεωθεί το θέαμα. Θα περιορισθούμε στους αριθμούς, για τους οποίους είμαστε βέβαιοι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού.

Γνωρίζουμε από τον Δίωνα Κάσσιο ότι το 107 μ.Χ. ο Τραϊανός διασκέδασε τα πλήθη, βάζοντας 10.000 μονομάχους να αγωνισθούν. Από τα Χρονικά της Όστιας, μαθαίνουμε ότι το έτος 113 μ.Χ. ο αυτοκράτορας πρόσφερε πάλι στα πλήθη μια διοργάνωση αγώνων κατά τους οποίους παρέλασαν σε τρεις μέρες 1.202 ζεύγη, δηλαδή 2.404 μονομάχοι – και ότι το έτος 109 μ.Χ. μια μονομαχία κράτησε από τις 7 Ιουλίου ως την 1η Νοεμβρίου, δηλαδή 117 μέρες συνεχώς, κατά τις οποίες αγωνίσθηκαν 4.412 ζεύγη, δηλαδή 8.824 μονομάχοι.

Εξάλλου, πόσες φορές αυτές οι «μάχες» δεν κάλυψαν απεχθή εγκλήματα και αλύπητες εκτελέσεις; Τον πρώτο καιρό, ακόμη και στους δήμους διατηρήθηκε ως τα τέλη του 3ου αιώνα η συνήθεια των «Munera sine Missione» (μονομαχίες χωρίς άφεση), δηλαδή μάχες από τις οποίες δεν γλίτωνε κανείς. Μόλις ο ένας από τους μονομάχους έπεφτε, τον αντικαθιστούσαν αμέσως με άλλον και ο αγώνας συνεχιζόταν ως την τελική εξόντωση.

Κατά την διάρκεια των μεγάλων θεαμάτων στην Ρώμη, δηλαδή θεαμάτων που διαρκούσαν μια ολόκληρη μέρα, υπήρχαν στιγμές όπου το πρόγραμμα πρό-βλεπε τρομακτικές φρικαλεότητες. Στο πρωινό «κυνήγι» και στην μεσημεριανή οπλομαχία, ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος και η γενναιότητα ανώφελη. Οι “glatiatores mediniani” (μεσημεριανοί μονομάχοι) ήταν ένα συνονθύλευμα από κλέφτες, δολοφόνους, πυρπολητές, που τα εγκλήματά τους απαιτούσαν τον θάνατό τους στο αμφιθέατρο.

Ο Σενέκας περιγράφει λεπτομερώς αυτό το όνειδος. Στην αρχή έριχναν στον στίβο το αξιολύπητο κοπάδι των μελλοθανάτων. Το πρώτο ζευγάρι αποτελείτο από έναν άνδρα οπλισμένο και έναν άοπλο, ντυμένο μόνο με μια χλαμύδα. Ο πρώτος έπρεπε να σκοτώσει τον δεύτερο, και τον σκότωνε φυσικά πολύ εύκολα. Μετά από αυτό του αφαιρούσαν τα όπλα και τον παρέδιδαν σε κάποιον άλλο οπλισμένο ως τα δόντια και έτσι η σφαγή συνεχιζόταν ώσπου να πέσει και το τελευταίο κεφάλι.

Η σφαγή του πρωινού ήταν ακόμη πιο αποτρόπαιη. Όταν ο Αύγουστος θέλησε να ντροπιάσει δημοσία τον ληστή Σέλουρο, εξαπέλυσε στην Αγορά πεινασμένα θηρία και λεοπαρδάλεις και επινόησε έτσι, χωρίς να το θέλει, αυτό το θεαματικό βασανιστήριο που στην συνέχεια έγινε «της μόδας». Έσερναν το υποψήφιο θύμα, το οποίο ο δικαστής είχε καταδικάσει ad destias (στα θηρία), την αυγή στον στίβο, και άφηναν ελεύθερα τα θηρία.

Το «κυνήγι» αυτό, για το οποίο έχουμε μαρτυρίες από ένα ανάγλυφο του Μουσείου της Οξφόρδης, ένα πήλινο αγγείο της Αφρικής και ένα μωσαϊκό από την Τρίπολη, δεν είχε κυνηγούς, αλλά μόνο θύματα, βορά στο στόμα των αγρίων θηρίων.

Πρόκειται για το είδος του μαρτυρίου που δόξασαν με τον ηρωισμό τους η παρθένα Μπλαντίν στο αμφιθέατρο της Λυών, η Ευτυχία στο αμφιθέατρο της Μασσαλίας και χιλιάδες ανωνύμων χριστιανών στην Ρώμη.

Σε ανάμνηση των μαρτύρων αυτών έχει υψωθεί ένας σταυρός στην μέση του Κολοσσαίου, σαν σύμβολο σιωπηλής διαμαρτυρίας εναντίον της βαρβαρότητας. Δεν μπορούμε να τον κοιτάξουμε χωρίς να νιώσουμε να μας διατρέχει ένα ρίγος, καθώς αισθανόμαστε τις σκιές όλων αυτών των μαρτύρων να πετάνε γύρω του.

Μωσαϊκό με δημοφιλείς ρωμαϊκές διασκεδάσεις του 1ου αιώνα. Μουσείο Jamahiriya, Τρίπολη, Λιβύη. Από τη βίλα Νταρ Μπουκ Αμμέρα (Zliten)

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Μάταια θα μπορούσαν οι Ρωμαίοι να επικαλεστούν σαν ελαφρυντικό το γεγονός ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν σε ώρες που το αμφιθέατρο κατά κανόνα ήταν άδειο. Υπήρχαν, σύμφωνα με μαρτυρίες, φανατικοί θιασώτες του θεάματος, όπως ο αυτοκράτορας Κλαύδιος που πήγαινε πριν χαράξει στο αμφιθέατρο και θυσίαζε το μεσημεριανό του γεύμα για να μη χάσει την απόλαυση αυτή και έμενε ασυγκίνητος σε όλες τις παρακλήσεις των θυμάτων.

Ο ρωμαϊκός λαός είναι ένοχος γιατί ένιωθε ευχαρίστηση με όλες αυτές τις μαζικές εκτελέσεις και μετέβαλλε το Κολοσσαίο σε ανθρώπινο σφαγείο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Adam J.-P., Roman Building, London 1994.

• Auguet Roland, Cruelty and Civilization: The Roman Games, Routledge 1994.

• Carcopino J., Daily Life in Ancient Rome, Harmondsworth 1973.

• Cary M. & Scullard H.H., A History of Rome, London 1975.

• Cornell T. & Matthews J., Atlas of the Roman World, Oxford & New York 1982.

• Grant Michael, Gladiators, Penguin, 2000.

• Henig M. (ed)., A Handbook of Roman Art. A Survey of the Visual Arts of the Roman World, London 1983.

• Junkelmann, Dr Marcus Dos Spiel mit dem Todt – Roms Gladitoren im Experiment, Philip Von Zabern, 2000.

• Kohne Eckhart, and Ewigleben, Cornelia (Eds.), The Power of Spectacle in Ancient Rome, University of Califοrnia Press, 2000.

• Petronius, The Satyricon, Penguin, 1997.

• Richmond I.A., Roman Archaelogy and Art, London 1969.

• Scarre C., The Penguin Historical Atlas of Ancient Rome, Harmondworth & New York 1995.

• Sear F., Roman Architecture, revised ed. London 1989.

• Walker S., Roman Art, London 1991.

• Wheeler M., Roman Art and Architecture, London 1964.

• Wiedemann Thomas, Emperors and Gladiators, Routledge 1995.

• Grant Michael, Gladiators, Penguin 2000.

• Junkelmann Dr Marcus, Des Spiel mit dem Todt – Roms Gladitoren im experiment, Philip Von Zabern, 2000.

• Kohne Eckhart & Ewigleben, Gornelia (Εκδ.), The power of spectacle in ancient Rome, University of California Press, 2000.

• Juvenal, Sixteen satires, Penguin 1998.

• Byock, Jesse (Εκδ.), Martial in english, Penguin 1996.

• Ovid, The erotic poems, Penguin 1996.

• Petronius, The Satyricon, Penguin 1997.

• Pliny, The letters of the younger Pliny, Penguin 1997.

• Wiedemann Thomas, Emperors and Gladiators, Routledge 1995.

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

• Σουητώνιος, Οι Δώδεκα Καίσαρες.

• Τάκιτος, Χρονικά.

• Τάκιτος, Ιστορίαι.

του Δημήτρη Θαλασσινού, ιστορικού / φιλολόγου

Πηγή: https://www.historical-quest.com/

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close