Μοναδικό αντικείμενο στο δωμάτιο είναι μια λάμπα πετρελαίου στο ξύλινο πάτωμα. Το ημίφως δεν μου αρέσει. Πλησιάζω για να τη δυναμώσω. Το χέρι μου μένει να αιωρείται, πριν καν την αγγίξω. Το πετρέλαιο είναι ελάχιστο. Αν δυναμώσω τη λάμπα… Το σκοτάδι
το τρέμω. Μένω υπνωτισμένη να παρακολουθώ το πετρέλαιο να κατεβαίνει. Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω την ξύλινη πόρτα. Είναι χωρισμένη σε οκτώ μέρη, σαν τετραγωνάκια μιας γιγάντιας σοκολάτας.
Το λούστρο που είχε περασμένο πάνω από το μελί χρώμα της, έχει ξεραθεί. Μοιάζει με λέπια ψαριού. Τέτοιου είδους φθορά προκαλείται από ήλιο και βροχή, αλλά αυτή είναι η εσωτερική πλευρά της πόρτας. Περίεργο. Ενδεχομένως οι ακραίες εξωτερικές καιρικές συνθήκες να επηρεάζουν και το εσωτερικό.
Ξανακοιτάζω τη λάμπα. Το πετρέλαιο έχει τελειώσει. Το νοτισμένο φυτίλι μου χαρίζει τα τελευταία λεπτά φωτός. Μόλις που προλαβαίνω και βλέπω το μπρούτζινο μάνταλο της πόρτας, πριν ο χώρος βυθιστεί στο σκοτάδι. Πνίγομαι. Διακρίνω μόνο μια οριζόντια γραμμή φωτός στη χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Παίρνω θάρρος. Έξω έχει φως. Πλησιάζω και ψηλαφώντας βρίσκω το μάνταλο.
Το ξαφνικό φως με τυφλώνει. Δεν το αντέχω τόσο φως. Μήπως ήταν καλύτερα στο σκοτάδι; Πισωπατάω για να ξαναμπώ στο δωμάτιο, όμως η πόρτα έχει κλείσει πίσω μου. Μάταια ψάχνω το μάνταλο για ν’ ανοίξω. Δεν υπάρχει γυρισμός. Κλείνω με τα χέρια τα μάτια μου. Κάτω από τα πόδια μου νιώθω υγρό το χώμα και μόλις τότε συνειδητοποιώ ότι είμαι ξυπόλυτη. Πρέπει να ψιλόβρεχε νωρίτερα, γιατί η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος εισβάλλει στα ρουθούνια μου και χαλαρώνει τις αισθήσεις μου. Τα μάτια μου σιγά σιγά προσαρμόζονται στο φως. Βγάζω τα χέρια και κοιτάζω γύρω μου.
Αδυνατώ να πιστέψω αυτό που βλέπω. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το πράσινο και το πορτοκαλί, αλλά δεν υπολείπονται κι άλλα χρώματα. Μαύρο, κόκκινο, γαλάζιο γκρι, καφέ, κίτρινο. Πολύχρωμες συστάδες λουλουδιών, βάλτοι, λόφοι, βουνά, δέντρα φορτωμένα με φρούτα, που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί, λιβάδια με παπαρούνες, θάμνοι, αγκάθια, ζωντανά πλάσματα, πτηνά, ζώα κι έντομα πρωτόγνωρα για τα μάτια μου.
Ακούω κελάρυσμα νερού. Προφανώς κάποιο ρυάκι. Δεν βρίσκεται στο οπτικό μου πεδίο. Νιώθω το στόμα μου στεγνό κι έχω αρχίσει να περπατώ ασυναίσθητα προς την κατεύθυνση του ήχου. Ένας αμβλύς πόνος διακόπτει την πορεία μου. Αριστερά μου βρίσκεται ένας αγκαθωτός θάμνος. Με τρόμο βλέπω ότι τα αγκάθια του έχουν σχήμα στόματος. Έχουν αρπάξει το αριστερό μου χέρι. Πανικοβάλλομαι και ξεσπάω σε κλάματα.
Ακούω μια φωνή. Είναι γλυκιά, σταθερή, ήρεμη. Ακούγεται σαν κελάρυσμα νερού. Μήπως έκανα λάθος για το ρυάκι;
– Πρέπει υποχρεωτικά να νιώσεις πόνο.
Γυρίζω και την κοιτάζω. Λεπτή, μικροκαμωμένη, σαν τις νεράιδες ή τα ξωτικά των παραμυθιών των παιδικών μου χρόνων. Οι κινήσεις της απαλές, αέρινες, σα να χορεύει. Κάπου την έχω ξαναδεί, αλλά σίγουρα δεν είναι κάποια από το οικείο περιβάλλον μου.
– Όχι. Τον φοβάμαι τον πόνο.
– Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αφού αποφάσισες ν’ ανοίξεις την πόρτα,
σημαίνει ότι είσαι έτοιμη γι’ αυτό το ταξίδι.
– Το πετρέλαιο της λάμπας που τελείωσε μ’ οδήγησε εδώ. Αναγκάστηκα.
Αλλιώς δεν θα έβγαινα ποτέ από το δωμάτιο.
– Πράγματι. Ελάχιστοι έχουμε το θάρρος ν’ ανοίξουμε την πόρτα χωρίς λόγο.
Συνήθως κάτι αναπάντεχο είναι αυτό, που μας ωθεί να το κάνουμε.
Είναι λυπηρό που ακόμα και τότε κάποιοι δεν τολμούν και χάνουν τούτη εδώ την ομορφιά.
Μην ανησυχείς. Θα μείνω δίπλα σου για όσο χρειαστεί.
Η ηρεμία κι η γαλήνη που καθρεφτίζονται στο πρόσωπό της, με καθησυχάζουν.
– Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα απ’ αυτά τα στόματα. Απλά τραβήξου λίγο πιο μακριά τους.
Έχει δίκιο. Τραβάω με δύναμη το χέρι μου. Πονάω, αλλά αποδεσμεύομαι από τα κοφτερά δόντια. Από ’δω και στο εξής θα ’χω το νου μου και θα βαδίζω μακριά απ’ τους θάμνους με τα στόματα.
Το κελάρυσμα συνεχίζει ν’ ακούγεται. Τελικά δεν έκανα λάθος. Ακολουθώ τον ήχο. Βλέπω το ρυάκι. Τρέχω και χώνω το πρόσωπό μου μέσα. Καλύτερο κι από τη φαντασία μου. Το κρυστάλλινο νερό με αναζωογονεί. Νιώθω άλλος άνθρωπος.
Ξεδιψάω και αμέσως σκέφτομαι πως πρέπει να φάω. Ακριβώς απέναντι, πίσω από ένα βουναλάκι, βλέπω ένα δέντρο. Το φύλλωμά του είναι λογχοειδές κι είναι φορτωμένο με φρούτα κάθε χρώματος και σχήματος. Υπό άλλες συνθήκες θα μου φαινόταν πολύ περίεργο ένα δέντρο με διαφορετικά φρούτα, αλλά σε τούτο εδώ τον κόσμο τίποτα δεν φαίνεται παράταιρο. Περπατώ προσεκτικά προς το δέντρο. Πρέπει να προσέχω που πατάω, γιατί εδώ κι εκεί υπάρχουν βαλτώδη σημεία.
Βρίσκομαι ακριβώς μπροστά στο βουναλάκι. Μόνο που τώρα που βρίσκομαι ακριβώς μπροστά του, φαίνεται πελώριο. Θέλω να φτάσω στο δέντρο, αλλά αυτό το βουνό μ’ εμποδίζει. Με την άκρη των ματιών μου ψάχνω να βρω τη φύλακα άγγελό μου. Είναι κάπου εκεί και με κοιτάζει ενθαρρυντικά. Παρατηρώ καλύτερα. Δεν είναι ένα συμπαγές βουνό από βράχους, αλλά αποτελείται από μικρά πετραδάκια και χαλίκια. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αρπάζω ένα ξύλο κι αρχίζω να χτυπάω.Τα πετραδάκια μετατοπίζονται, κατρακυλούν. Λίγη ώρα αργότερα το βουνό καταρρέει. Βαδίζω θριαμβευτικά πάνω στα χαλίκια κι επιτέλους βρίσκομαι ακριβώς κάτω από το δέντρο.
Απλώνω το χέρι και παίρνω ένα πορτοκαλί ολοστρόγγυλο φρούτο. Δαγκώνω και νιώθω να στροβιλίζομαι σ’ ένα χορό αισθήσεων και παραισθήσεων. Θέλω να δοκιμάσω και τα υπόλοιπα. Το επόμενο είναι ένα ζουμερό, γαλάζιο σε σχήμα αστεριού. Μαγική γεύση. Ένα κίτρινο πολύ ξινό δεν μου αρέσει και το φτύνω με μιας. Σ’ ένα ψηλότερο κλαδί βλέπω να κρέμονται μικρά ροζ φρούτα. Σκαρφαλώνω στο δέντρο και νιώθω ακίδες να χώνονται στα χέρια και στα πόδια μου. Δεν νοιάζομαι για τον πόνο. Αρπάζω ένα ροζ φρούτο και το χώνω στο στόμα μου.
Η σάρκα του είναι τρυφερή και βελούδινη. Η πιο περίεργη γεύση που έχω δοκιμάσει ποτέ. Είναι λες κι όλες οι γεύσεις μαζεύτηκαν σ’ ένα τόσο δα φρούτο. Καταβροχθίζω άλλο ένα. Δοκιμάζω κι άλλα, διάφορα. Άλλα με ευχάριστη γεύση κι άλλα όχι. Κάποια στιγμή η ματιά μου εστιάζει στο πιο περίεργο φρούτο, που έχει δει ανθρώπου μάτι. Κατακόκκινο, χωρίς σχήμα.
Τη μια στιγμή μοιάζει με σταγόνα βροχής, άξαφνα αλλάζει και παίρνει τη μορφή καρδιάς, γίνεται χιονονιφάδα, μια αγκαλιά, ένα σύννεφο, ένα ουράνιο τόξο, ένα χάδι, ένα παιδί, κι αλλάζει, κι αλλάζει… Βρίσκεται στο πιο ψηλό κλαδί. Σκαρφαλώνω με δυσκολία. Τα λογχοειδή φύλλα του δέντρου τρυπάνε το κορμί μου. Ματώνω, αλλά είμαι αποφασισμένη. Συνεχίζω αγνοώντας τις πληγές, που ολοένα πληθαίνουν στο σώμα μου.
Όταν επιτέλους το αγγίζω, αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Δεν είναι από την προσμονή, ούτε από την προσπάθεια. Είναι η αίσθηση ότι απ’ όλα τα φρούτα αυτό είναι το πιο σημαντικό. Οι χτύποι της καρδιάς μου αντηχούν σαν τύμπανο αφρικανικής φυλής. Μήπως να μην το δοκιμάσω; Παίρνω βαθιά ανάσα και δαγκώνω.
Από την Σοφία Φλωρούς
Μάρτιος 2014
Μου αρέσει αυτό:
Like Φόρτωση...
Σχετικά