Το ιστορικό
Την 5η Σεπτεμβρίου 1802, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, ή τη 17η Σεπτεμβρίου 1802, σύμφωνα με το Γρηγοριανό, το μπρίκι «Μέντωρ» βυθίζεται έξω από το λιμάνι του Αυλαίμονα, στον κόλπο του Αγίου Νικολάου, στα νοτιοδυτικά Κύθηρα1. Το πλοίο, φερόμενο ως ιδιόκτητο σκάφος του Τόμας Μπρους, έβδομου Κόμητα του Έλγιν (Thomas Bruce, 7th Earl of Elgin & 11th Earl of Kincardine), είχε ξεκινήσει δύο ημέρες νωρίτερα από το λιμάνι του Πειραιά μετά από έναν περίπλου στην Ανατολική Μεσόγειο (το πλοίο φέρεται να είχε περάσει από την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη και άλλου, πριν αγκυροβολήσει στον Πειραιά), με κυβερνήτη τον πλοίαρχο William H. Eglen.
Το πλοίο έφθασε στον Πειραιά με σκοπό να φορτώσει και να μεταφέρει στην Αγγλία, μέσω Μάλτας, ένα μέρος των αρχαιοτήτων που είχαν αφαιρεθεί νωρίτερα από διάφορα μνημεία της Ακρόπολης και των Αθηνών από την ομάδα του Λόρδου Έλγιν2.
Συνολικά, φορτώθηκαν στο πλοίο, σύμφωνα με την επίσημη φορτωτική, δεκαεπτά κιβώτια με αρχαιότητες. Τελικός προορισμός των κιβωτίων ήταν η Αγγλία. Στο πλοίο επέβαιναν τουλάχιστον δώδεκα άτομα, έξι άτομα πλήρωμα και έξι επιβάτες. Το πλήρωμα αποτελούσαν ο κυβερνήτης πλοίαρχος William H. Eglen, ο John Macpharlan (ή Macfarlan), λογιστής ή ναύκληρος, ο Μανώλης Κωνσταντίνος Μάλης, πλοηγός, και τρεις ναύτες, ο John Wigton, ο Ross, του οποίου έχει διασωθεί μόνον το επώνυμο, και ένας τρίτος, του οποίου το όνομα δεν έχει διασωθεί και φέρεται ως καταγόμενος από το Γιβραλτάρ.
Στο πλοίο επιβαίνουν ως επιβάτες και συνοδεύουν το φορτίο οι William Richard Hamilton, γραμματέας του Λόρδου Έλγιν, ο λοχαγός William Leake, τοπογράφος-αρχαιολόγος, ο υπολοχαγός John Squire, αξιωματικός του πυροβολικού, και τρία ακόμα άτομα, που αναφέρονται ως το υπηρετικό προσωπικό των επιβατών — σε διάφορες επιστολές μετά το ναυάγιο αναφέρονται τα ονόματα Giacomo(;) και Peter Gavallo και μάλλον πρόκειται για δύο από τα τρία αυτά άτομα.
Το πλοίο αναχωρεί στις 17Σεπτεμβρίου 1802 από το λιμάνι του Πειραιά προς νότο, με κατεύθυνση τη Μάλτα. Την επομένη περιπλέει τα Κύθηρα από νότο με κατεύθυνση προς το ακρωτήριο Ταίναρο. Εκεί συναντά ισχυρούς δυτικούς-βορειοδυτικούς ανέμους και παρασύρεται, σύμφωνα με την κατάθεση του κυβερνήτη, 40 ναυτικά μίλια περίπου νοτίως του ακρωτηρίου.
Συγχρόνως, φαίνεται ότι το πλοίο παρουσιάζει εισροή υδάτων. Ο κυβερνήτης με τον πλοηγό αποφασίζουν να επιστρέψουν προς τα Κύθηρα, με σκοπό να προσεγγίσουν τον κόλπο του Αγίου Νικολάου, ώστε να περιμένουν εκεί την αλλαγή του καιρού και να επισκευάσουν την αβαρία. Ο κόλπος είναι γνωστό, φυσικό και προστατευμένο, εκτός από τους νότιους και τους νοτιοανατολικούς ανέμους, αγκυροβόλιο, όπως φαίνεται τόσο στους ναυτικούς χάρτες όσο και στις περιγραφές των πορτολάνων3.
Κατά την προσπάθειά του να αγκυροβολήσει στην είσοδο του μικρού λιμένα του Αυλαίμονα4, προσκρούει σε βράχια με τη δεξιά πλευρά της πλώρης και βυθίζεται, σχεδόν αμέσως, σε βάθος 22 μέτρων περίπου (εικ. 1, 2). Όλοι οι επιβαίνοντες στο πλοίο (επιβάτες και πλήρωμα) διασώζονται βγαίνοντας στα βράχια της ακτής και περιθάλπονται από τους κατοίκους του Αυλαίμονα και από το πλήρωμα του πλοίου υπό Αυστριακή σημαία «Ανίκητος», το οποίο επίσης ήταν αγκυροβολημένο στην περιοχή.
Οι ναυαγοί βρίσκουν ουσιαστική βοήθεια στο πρόσωπο του υποπρόξενου του Ηνωμένου Βασιλείου στα Κύθηρα Εμ. Καλούτση, ο οποίος διενεργεί και την ανάκριση του συμβάντος και μεριμνά για την έκδοση νέων διαβατηρίων και πιστοποιητικών, αφού οι ναυαγοί είχαν χάσει όλα τα προσωπικά αντικείμενα και έγγραφά τους κατά το συμβάν.
Όταν ο Hamilton ενημερώνει τον Λόρδο Έλγιν για το περιστατικό, του δίνεται άμεσα η εντολή να παραμείνει στα Κύθηρα για όσο διάστημα απαιτηθεί, ώστε να ασχοληθεί με την ανέλκυση του φορτίου του πλοίου και των κιβωτίων με τις αρχαιότητες. Μια ομάδα
Καλύμνιων σφουγγαράδων, που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή την περίοδο αυτή, προσελήφθησαν για να διενεργήσουν τη ναυαγιαιρεσία. Για να γίνει εφικτή η ανέλκυση των κιβωτίων από τους σφουγγαράδες, χρειάστηκε να καταστραφεί ένα μεγάλο τμήμα του πλοίου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους δύτες να εισέλθουν στο εσωτερικό του και στα αμπάρια του. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, πέρα από τα κιβώτια με τις αρχαιότητες, ανελκύσθηκε και ένα μεγάλο μέρος του εξαρτισμού του πλοίου (βοηθητικές βάρκες, πανιά, σχοινιά, κανόνια, προσωπικά αντικείμενα κ.ά.).
Την 24η Οκτωβρίου 1804, δύο χρόνια μετά το ναυάγιο, ο Giovanni Battista Lusieri, σχεδιαστής και ένας από τους έμπιστους του Λόρδου Έλγιν, ανακοινώνει με επιστολή του την ολοκλήρωση των εργασιών αναφέροντας χαρακτηριστικά σε επιστολή του: «I have the satisfaction to inform you that at last all the marbles at Cerigo have been recovered, and we have good reason to rejoice, for they all deserve to be jealously guarded…».
Η μεταφορά των ανελκυσθέντων κιβωτίων με τα γλυπτά και τα άλλα αντικείμενα, μετά και από εντολή του Ναυάρχου Νέλσον, έγινε τη 16η Φεβρουαρίου 1805 από τη φορτηγίδα υπό Βρετανική σημαία, «The Lady Shaw Stewart», με κυβερνήτη τον πλοίαρχο George Parry, και από τη σκούνα «Reynard»5 5. Leontsinis 2010, 264.
Διαβάστε τη μελέτη mentor