Γεννήθηκα το 1967 στην Ξάνθη, εκεί όπου αν σηκώσεις το βλέμμα σου ψηλά, θα δεις σταυρό και ημισέληνο μαζί και αν το χαμηλώσεις και κοιτάξεις γύρω σου, πάλι το ίδιο θα δεις. Μεγάλωσα σε μία αστική οικογένεια με τον πατέρα μου να μου παρέχει τα πάντα (όπως κατάλαβα αργότερα) και με τη μητέρα μου να μου προσφέρει αγάπη. Άλλη τόση αγάπη μου προσέφερε κι ο πατέρας μου. Αλλά αυτό το κατάλαβα αργότερα.
Πρώτη φορά ασχολήθηκα με τη φωτογραφία σε ηλικία 13-14 ετών. Τότε έπεσε ο σπόρος που θα γεννούσε ένα πάθος. Αλλά αυτό γεννήθηκε πολύ αργότερα. Τα καλοκαίρια μου, από 14 ετών και για άλλα δεκατέσσερα χρόνια, τα περνούσα στη Χαλκιδική με τη θεία και τον θείο μου.
Στα 18 μου, εντελώς απρογραμμάτιστα, βρέθηκα να γυρίζω μόνος την Ευρώπη με έναν σάκκο στον ώμο. Στρασβούργο, Παρίσι, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Λουξεμβούργο, Βενετία. Λάτρευα τα ταξίδια με τις μηχανές. Ίσως να τα λατρεύω ακόμη, δεν ξέρω πια. Αλλά σίγουρα αγαπώ τα ταξίδια, να εξερευνώ και να ανακαλύπτω, να γνωρίζω τη διαφορετικότητα, τόπων και ανθρώπων.
Γνώρισα τη Θωμαή, κάναμε τον Νίκο και τον Αλέξη – ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει στη ζωή μου – και επιθυμία μου ήταν πάντα η αγάπη που τους δίνω να είναι περισσότερη από τα υλικά αγαθά που τους παρέχω – και προσπαθώ να τους παρέχω τα πάντα.
Εδώ και εννέα χρόνια άρχισε να φυτρώνει ο σπόρος που έπεσε πριν από κάποιες δεκαετίες. Η ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία ξεκίνησε ως χόμπυ, εξελίχθηκε σε πάθος και κατέληξε σε παράλληλη απασχόληση (θα μπορούσε να το πει κανείς και παράλληλη σχέση).
Πέφτω στο κρεβάτι και σηκώνομαι με εικόνες στο μυαλό μου και μία βασική μου επιθυμία μου είναι να καταφέρω να παρέχω στην οικογένειά μου έχοντας πλέον ως αποκλειστική μου απασχόληση τη φωτογραφία.
Η οικονομική κρίση αποκάλυψε τη γύμνια του δικηγορικού επαγγέλματος που ασκώ εδώ και 25 χρόνια. Ενός επαγγέλματος που έχει να κάνει κατ’ εξοχήν με τον άνθρωπο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά σπανίως προσφέρει πραγματικά σ’ αυτόν. Θέλω να προσφέρω θετικά συναισθήματα στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι, να ανταλλάσσω μόνον θετική ενέργεια χωρίς να εισπράττω αρνητική. Αυτό όμως δεν υπάρχει στη δικηγορία. Πήγαν χαμένες οι σπουδές στο ΑΠΘ και τα 25 χρόνια δικηγορίας; Όχι.
Όπως χαμένες δεν πήγαν ούτε οι μεταπτυχιακές σπουδές στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο παρ’ όλο που δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτόν τον τομέα. Τα τρία χρόνια που έζησα στις Βρυξέλλες μου προσέφεραν πολύ περισσότερα από νομικές γνώσεις.
Θυμάμαι…
Πολλά από τα “θυμάμαι” συνδυάζονται με υπερθετικό βαθμό (την πιο σκληρή αλήθεια, την ωραιότερη εκδρομή, το πιο πικρό δάκρυ…). Αυτή η χρήση του “θυμάμαι” όμως αρμόζει να γίνεται όταν είσαι στο τέλος μιας διαδρομής, γυρίζεις πίσω, κοιτάς και αξιολογείς. Όταν όμως βρίσκεσαι ακόμη στη διαδρομή, όπως νιώθω ότι βρίσκομαι εγώ, τότε το υπερθετικό πρέπει να συνοδεύεται από το “έως τώρα” διότι πιθανόν κάποιες από τις πιο έντονες στιγμές να μην τις έχω ζήσει ακόμη. Τουλάχιστον έτσι ελπίζω.
Με την, κατά περίπτωση, προσθήκη του “έως τώρα” λοιπόν:
Θυμάμαι την πιο σκληρή αλήθεια και αυτή είναι ότι ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.
Θυμάμαι μια έντονη μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων. Πόσο παιδί; Τόσο που να θυμάμαι τη μυρωδιά της μάνας μου που με κοίμιζε στην αγκαλιά της; Λίγο μεγαλύτερο που πρωτομύρισα την άνοιξη; Μια διαχρονική μυρωδιά, όπως το φαΐ που με αγάπη ετοιμάζει κάποιος για σένα;
Θυμάμαι την ωραιότερη έως τώρα εκδρομή – τέσσερις φίλοι με τις μηχανές μας. Δεκαπέντε μέρες εξερεύνησης και ανακάλυψης.
Θυμάμαι το αγαπημένο μου παιχνίδι, όμως δεν ήταν ένα αλλά όλα αυτά που είχαν δύο βασικά συστατικά: το χώμα και την παρέα (μπίλιες, τσιλίκι, τζαμί).
Θυμάμαι μια ανομολόγητη αμαρτία. Ξεχνιέται;
Θυμάμαι μια στιγμή απελευθέρωσης. Σημαντικές και οι στιγμές αλλά η πραγματική ελευθερία είναι αυτή που έχει διάρκεια. Και αυτήν την περίοδο νομίζω ότι δίνω τον αγώνα μου για την απελευθέρωσή μου από μία δουλειά που πια δε μου αρέσει.
Θυμάμαι την πρώτη επανάστασή μου. Επανάσταση ενάντια σε ποιον; Η πρώτη μου επανάσταση (αφού θέτουμε χρονικό κριτήριο) ίσως ήταν η εναντίωσή μου στη μάνα μου που φοβόταν τις μηχανές κι εγώ της δήλωσα ότι θα δώσω εξετάσεις για δίπλωμα. Είναι αυτή επανάσταση να καμαρώνω;
Θυμάμαι τη στιγμή που δεν είχε επιστροφή. Καμία στιγμή δεν έχει επιστροφή, είτε αυτή είναι καλή είτε κακή.
Θυμάμαι το αξέχαστο χρώμα μιας εικόνας. Ήταν καλοκαίρι του 2016 και γυρίζαμε από τη θάλασσα. Ο ήλιος δεν έδυε ακόμη αλλά είχε ένα έντονο κίτρινο χρώμα σε όλη την ατμόσφαιρα που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί.
Θυμάμαι ότι το πιο πικρό δάκρυ για μένα ήταν κάποιο που κύλισε εξαιτίας μου.
Θυμάμαι το όνειρο που με ξαγρύπνησε; Ερωτηματικό. Όχι, δεν το θυμάμαι. Συνήθως αποκοιμιέμαι κάνοντας όνειρα. Αυτά που με ξαγρυπνούν φροντίζω να τα ξεχνώ.
Θυμάμαι το μυστικό που διέρρευσε. Ό,τι γνωρίζουν περισσότεροι από έναν, δεν είναι μυστικό. Μοιραία λοιπόν κάποτε όλα αποκαλύπτονται.
Θυμάμαι την απροσδόκητη γοητεία κάθε φορά που βγαίνω για φωτογραφίες. Η ομορφιά είναι παντού. Αρκεί να τη δούμε.
Δεν θυμάμαι το ισχυρότερο άλλοθι διότι δεν ψάχνω για άλλοθι. Όταν λέω την αλήθεια, περιμένω να με πιστέψουν. Το άλλοθι επομένως είναι για χρήση από τους άλλους. Για μένα έχω τη συνείδησή μου.
Υ.Γ.: άλλο “άλλοθι” (αποδεικνύει ότι κάτι δεν το έκανες εσύ), άλλο “δικαιολογία” (εξηγεί γιατί έκανες αυτό που έκανες).
Θυμάμαι το ανεκπλήρωτο θέλω. Και το θυμάμαι διότι το έχω μπροστά μου. Να ταξιδεύω και να φωτογραφίζω.
Θυμάμαι την εντονότερη σύγκρουση. Ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω.
Θυμάμαι μια χαρακτηριστική γεύση. Άσσος παγωτό ξυλάκι. Ιδρωμένη πλάτη, αναμμένα μάγουλα, κοφτή ανάσα, μπάλα παραμάσχαλα, παγωτό στο άλλο χέρι.
Θυμάμαι μια επαναλαμβανόμενη φαντασίωση. Το ανεκπλήρωτο (ακόμη) θέλω.
Θυμάμαι το ελάττωμά μου που αγάπησα. Αν είναι ελάττωμα γιατί να το αγαπήσω; Αν πάλι το αγάπησα γιατί να το θεωρώ ελάττωμα;
Θυμάμαι την αθεράπευτη ενοχή μου για όσα εμπόδισα τον εαυτό μου να ζήσει.
Θυμάμαι ένα εκκωφαντικό πρέπει. Αυτό που εγώ θυμίζω στον εαυτό μου και που πολεμάει τα θέλω μου.
Θυμάμαι το κάτι που έμεινε αναλλοίωτο στο χρόνο και αυτά είναι τα αληθινά αισθήματα. Μόνον αυτά παραμένουν άφθαρτα.
Θυμάμαι έναν ήχο που φυλακίστηκε για πάντα στη μνήμη μου. Το απόκοσμο βουητό που άκουσα μία και μόνη φορά στη ζωή μου όταν βρισκόμουν σε παραλία, κοντά σε επίκεντρο σεισμού, αμέσως πριν αρχίσουμε να κουνιόμαστε. Συγκλονιστικό!
Θυμάμαι το πιο μελαγχολικό μου βράδυ. Όχι, δεν το θυμάμαι. Γιατί να το θυμάμαι;
Θυμάμαι τη στιγμή που άλλαξε την ροή των πραγμάτων: όταν έγινα πατέρας!
Θυμάμαι την προδοσία που δέχτηκα. Δε νιώθω ότι προδόθηκα. Ό,τι κοντινότερο ένιωσα ήταν η αγνωμοσύνη κάποιου που βοήθησα.
Θυμάμαι την πληγή που άνοιξα και λυπάμαι.
Images by Diamantis Totief
Επιμέλεια: Βίκυ Μπαφατάκη
Concept: Βίκυ Μπαφατάκη – Αντώνης Μάριος Παπαγιώτης