Έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να πούμε πώς βλέπουμε οι γλωσσολόγοι τη σχέση τής γλώσσας με τον κόσμο και με τη νόηση, με τον νου τού ανθρώπου. Αναφερόμαστε σε μια σχέση, που έχει μελετηθεί από πολύ παλιά. Πάει πίσω στους Στωικούς, οι οποίοι πρώτοι προβληματίστηκαν για το τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο, στη νόηση και στη γλώσσα. Τη σχέση αυτή την είχαν σχηματικά απεικονίσει με το περίφημο σημειακό τρίγωνο.
Βάσει αυτού έχουμε πρώτα-πρώτα το αντικείμενο αναφοράς, δηλαδή έχουμε τα πράγματα, τα όντα, τα αντικείμενα στα οποία αναφερόμαστε Έχουμε ό,τι ονoμάζουμε κόσμο. Τον κόσμο, όμως, τον καταλαβαίνουμε μέσα από τη νόησή μας, μέσα από τον νου μας. Τα αντικείμενα αναφοράς δηλαδή υπάρχουν ως έννοιες.
Ακολουθεί η γλώσσα: μ’ αυτήν οι έννοιες που έχουμε συνδέσει με τον κόσμο, με τα αντικείμενα αναφοράς, με τα όντα δηλώνονται με λέξεις, δηλ. με συνδυασμούς σημασιών και μορφών. Σημασίες (πληροφορίες) και μορφές (τύποι) που τις δηλώνουν συνιστούν ό,τι ονομάζουμε λέξεις. Επομένως, η γλώσσα είναι ένα σύνολο συμβατικών όρων, σημασιών και μορφών, που δηλώνουν έννοιες, με τις οποίες αναφερόμαστε στα όντα, στα πράγματα.
Μάλιστα στο σημειακό τρίγωνο αυτή την πλευρά (σχέση λέξεων με αντικείμενα αναφοράς) την έδειχναν από τότε με διακεκομμένη γραμμή, για να δείξουν ότι η σχέση τής λέξης με το αντικείμενο που δηλώνει είναι έμμεση, μέσω τής έννοιας. Δεν είναι άμεση. Περνάει μέσα από την έννοια.
Αυτό το σχήμα των Στωικών, που ενδιαφέρονταν κυρίως για το τρίπτυχο “νόηση – γλώσσα – κόσμος”, το δεχόμαστε και στη νεότερη Γλωσσολογία, με μια επαναδιατύπωση και διάκριση που έκανε ο ιδρυτής τής σύγχρονης Γλωσσολογίας και τού ευρωπαϊκού στρουκτουραλισμού, ο Ferdinard de Saussure.
Ο Saussure διευκρίνισε ότι δεν πρέπει να ταυτίζουμε τη μορφή, τους τύπους των λέξεων με τους φθόγγους, γιατί οι φθόγγοι είναι κάτι που ακούγεται, που υπάρχει στη φυσική πραγματικότητα όπως και τα γράμματα που γράφουμε για να παραστήσουμε τους φθόγγους. Φθόγγοι και γράμματα υπάρχουν στον χώρο, στον κόσμο τον έξω, ενώ οι έννοιες και οι σημασίες είναι στοιχεία τής νόησής μας, είναι μέσα στο μυαλό μας. Άρα πρέπει να κάνουμε έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην εσωτερική και στην εξωτερική πλευρά τής γλωσσικής επικοινωνίας, ανάμεσα στο τι υπάρχει μέσα και έξω από τη γλώσσα.
Στην εξωτερική πλευρά είναι δύο στοιχεία: τα αντικείμενα αναφοράς και οι φθόγγοι που προφέρουμε και ακούμε, ή τα γράμματα που γράφουμε για να παραστήσουμε τους φθόγγους. Στην εσωτερική πλευρά (στο μυαλό μας) είναι πάλι, πάντοτε από πλευράς γλώσσας, δύο στοιχεία : οι σημασίες (που χρησιμοποιούνται με συμβατικό τρόπο στη γλώσσα για να δηλώσουν τις έννοιες και που ο Saussure ακολουθώντας τους Στωικούς ονόμασε σημαινόμενα) και οι μορφές που τις δηλώνουν, τα σημαίνοντα. Λέγοντας σημαίνοντα, ξεκαθαρίζει ο Saussure, εννοούμε την πληροφορία που έχουμε στο μυαλό μας για το πώς δηλώνουμε μια λέξη.
Εάν, δηλαδή, μιλάω για τη λέξη <άνθρωπος>, στο μυαλό μου έχω την έννοια “ΑΝΘΡΩΠΟΣ” (ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας μας για το τι είναι άνθρωπος), έχω τη σημασία “άνθρωπος” με συγκεκριμένο περιεχόμενο και εύρος σημασίας στην ελληνική γλώσσα –σε μια άλλη γλώσσα έχει ένα άλλο εύρος σημασίας– και έχω και το σημαίνον /ànθropos/, η πληροφορία που έχουμε στα Ελληνικά ότι το «άνθρωπος» θα το πω με μια διαδοχή φωνημάτων που είναι το /a/, το /n/, το /θ/, το /r/ κ.λπ. και ακόμη -πολύ σημαντικό- ότι ο τόνος θα είναι στο /à/. Και η πληροφορία αυτή, το σημαίνον, όπως δίδαξε ο Saussure, είναι μέσα στο μυαλό μας, είναι εσωτερική οντότητα.
Εν προκειμένω, για τον Saussure, πρέπει να γίνει μια διάκριση τής λέξης, σε αυτό που είναι έξω από εμάς, που ακούμε (φθόγγοι) ή που διαβάζουμε (γράμματα), και σε αυτό που είναι μέσα στο μυαλό μας, που είναι πρώτα η σημασία και εν συνεχεία η γνώση που έχουμε για το πώς θα δηλώνουμε αυτή τη σημασία, η γνώση μας για το σημαίνον.
Τέλος, ο Saussure δίδαξε, ακολουθώντας πάλι τους Στωικούς, ότι αντί για τον όρο λέξη είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε τον όρο γλωσσικό σημείο, αφού η γλώσσα είναι κατ’ ουσίαν ένα σημειακό σύστημα, εντασσόμενο στον ευρύτερο χώρο τής σημειολογίας, που περιλαμβάνει και άλλα σημειακά συστήματα (αριθμούς, μουσικούς φθόγγους κ.ά.)
Αυτά, λοιπόν, γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές για τη σχέση κόσμου, νου και γλώσσας ή, αλλιώς, για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ύπαρξη, τη νόηση τού ανθρώπου και στη σήμανση τής νόησης και τού κόσμου που είναι η γλώσσα Να προσθέσουμε κάτι που έχει μεγάλη σημασία: Η γλώσσα έχει συμβατικό χαρακτήρα. Δεχόμαστε δηλ. ότι, όταν λέμε «άνθρωπος», θα δηλώνουμε στα Ελληνικά ένα έμψυχο ον, που ξεχωρίζει από όλα τα άλλα γιατί είναι λογικό, που έχει συγκεκριμένα σωματικά γνωρίσματα και ιδιότητες κ.λπ. Αυτό είναι μια σιωπηρή κοινωνική σύμβαση, υποχρεωτική για όλους τους ομιλητές τής ελληνικής γλώσσας.
Αντίθετα, η έννοια είναι κάτι που μας διαφοροποιεί, ανάλογα με το τι ο καθένας έχει σχηματίσει στο μυαλό του από εμπειρία, ευαισθησία, ενδιαφέρον, επαγγελματική ενασχόληση κ.λπ. Οι έννοιες δηλ. διαφέρουν, ενώ οι σημασίες είναι κοινές δεσμευτικές συμβάσεις.
Σημασίες, σε μια γενικότερη έννοια γλωσσολογική και σημειολογική κυρίως, είναι οι πληροφορίες. Τι είδους πληροφορίες; Όταν λέμε π.χ. “γιατρός”, έχουμε μια σειρά πληροφοριών: μια πληροφορία για τη λεξική σημασία και μια πληροφορία για τη γραμματική σημασία τής λέξης. Λεξική σημασία είναι ό,τι καταλαβαίνουμε στα Ελληνικά με τη λέξη «γιατρός», και γραμματική σημασία (που την δηλώνει εν προκειμένω η κατάληξη «-ος») είναι οι πληροφορίες ότι πρόκειται για αρσενικό, ότι είναι ονομαστική πτώση, ότι είναι ενικός και όχι πληθυντικός αριθμός (αντίθετα προς το «γιατροί»).
Αυτή η γραμματική σημασία έχει δύο λειτουργίες: η μία είναι η δήλωση γραμματικών πληροφοριών –ότι είναι ενικός κ.λπ.– και η άλλη είναι η δήλωση συντακτικών πληροφοριών, ότι πρόκειται για κάποιον που κάνει κάτι (υποκείμενο). Αν πω τη φράση “συνάντησα τον γιατρό”, θα δηλώσω αυτόν που δέχεται κάτι, που συμπληρώνει την έννοια τού ρήματος (αντικείμενο). Στο κομμάτι αυτό τής λέξης (την κατάληξη) έχουμε γραμματικοσυντακτικές πληροφορίες, ενώ στο υπόλοιπο (το θέμα) έχουμε λεξικές πληροφορίες.
Σε κάθε ανθρώπινη (φυσική) γλώσσα, λοιπόν, έχουμε δύο είδη σημασιών: τη λεξική σημασία και μια άλλη σημασία που είναι σύνθετη (γραμματικοσυντακτική). Συχνά στις περιπτώσεις αυτές έχουμε ό,τι ονομάζουμε αμάλγαμα, δηλαδή για να κάνουμε οικονομία στις δηλώσεις, συμπεριλαμβάνουμε στην ίδια κατάληξη πληροφορίες που αναφέρονται συγχρόνως στον αριθμό, στο γένος και στην πτώση. Βάζουμε δηλ. μαζί και γραμματική και συντακτική πληροφορία Τα συγκεντρώνουμε όλα σε αυτό το μικρό λεκτικό κομμάτι, στην κατάληξη. Πρόκειται για μια πράξη οικονομίας, η οποία είναι αναγκαία στη γλώσσα, γιατί αλλιώς θα ήταν πάρα πολύ μεγάλος ο αριθμός των στοιχείων που θα έπρεπε να γνωρίζει ο ομιλητής για να επικοινωνεί γλωσσικά.
Να πω κάτι ακόμα. Οι γλώσσες διαφέρουν μεταξύ τους στον βαθμό που γραμματικοποιούν ή λεξικοποιούν διάφορες πληροφορίες. Δηλαδή υπάρχουν γλώσσες που τον πληθυντικό λ.χ. τον λένε με άλλον τρόπο (χρησιμοποιούν αριθμητικό) και όχι γραμματικοποιημένα με μια κατάληξη, όπως είναι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (στην Ελληνική και σε άλλες συγγενείς.) Υπάρχουν δηλαδή διάφοροι τρόποι για να δηλώσεις αυτές τις πληροφορίες. Ανάλογα με το αν χρησιμοποιούν μεγάλο βαθμό γραμματικοποίησης ή λεξικοποίησης, υπάρχει μια τυπολογία των γλωσσών. Άλλες γλώσσες είναι περισσότερο γραμματικοποιημένες (η Ελληνική λ.χ. έχει υψηλό βαθμό γραμματικοποίησης) και άλλες είναι περισσότερο λεξικοποιημένες.
Στα Ελληνικά όταν θέλω να δηλώσω γενικά τον χρόνο μιας πράξεως τον δηλώνω μέσα στο ρήμα. Στα Ελληνικά (και σε αρκετές άλλες γλώσσες) δεν μπορώ να έχω ρήμα, π.χ. το «γράφω», χωρίς να έχω και χρόνο μαζί. Θα πρέπει να έχω πάντοτε στον τελικό τύπο έναν χρόνο: «γράφω» (παρόν), «έγραφα»/«έγραψα» (παρελθόν) κ.λπ. Όπως θα πρέπει στα Ελληνικά να έχω και πρόσωπο μέσα στο ρήμα. Το «γράφω» έχει μέσα του το πρόσωπο και δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι έξω από το ρήμα, όπως λ.χ. στα Αγγλικά, όπου η δήλωση τού προσώπου είναι λεξικοποιημένη (I + write). Η Ελληνική έχει γραμματικοποιημένη τη δήλωση τού προσώπου (μέσα στη λέξη).
Άρα οι σημασίες που έχω στη γλώσσα είναι γραμματικές και λεξικές. Περαιτέρω, όταν έχω ένα σύνολο σημασιών, μια σημασία δίπλα στην άλλη, μια λέξη δίπλα στην άλλη, όταν λέω λ.χ. «ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή», τότε πια περνάω στη σύνταξη.
Σύν-ταξη σημαίνει συν-τάσσω, δηλαδή βάζω τη μια πληροφορία δίπλα στην άλλη, τη μια λέξη δίπλα στην άλλη. Γι’αυτό χρειάζομαι έναν μηχανισμό που να μού συνδέει τις λέξεις μεταξύ τους, ώστε να δίνουν νόημα. Λέξεις-πληροφορίες που να διαπλέκονται γύρω από το ρήμα, γιατί η βάση πάντοτε τής γλώσσας είναι το ρήμα. Είναι μια άποψη που την υποστηρίζουμε, θεωρητικά και πρακτικά, στη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής που έχουμε γράψει με τον συνάδελφο κ. Χρίστο Κλαίρη.
Ο Καθηγητής Γλωσσολογίας Γιώργος Μπαμπινιώτης
Υποστηρίζουμε συγκεκριμένα ότι η βάση τής γλώσσας είναι η πληροφορία που δίνουμε με το ρήμα (το «εξέτασε» λ.χ. στο παράδειγμά μας). Όλα τα άλλα είναι εξειδικεύσεις τού ρήματος: Ποιος «εξέτασε»; «Ο γιατρός». Και μάλιστα ο συγκεκριμένος “γιατρός” (αυτό δείχνει το άρθρο “ο”) Ποιον «εξέτασε»; Τον «ασθενή». Όλοι αυτοί οι όροι γύρω από το ρήμα είναι εξειδικεύσεις τού ρήματος. Μπορώ ακόμη να πω «ο γιατρός ο παθολόγος», «ο γιατρός ο ψυχίατρος», να κάνω περαιτέρω εξειδίκευση. Να πω ακόμη «ο καλός γιατρός» ή «ο πανεπιστημιακός», «ο νοσοκομειακός» κ.λπ. Να εξειδικεύσω ακόμη περισσότερο με τους λεγόμενους προσδιορισμούς. Μπορώ να εξειδικεύσω το ρήμα ακόμη περισσότερο σε χρόνο : «χθες τον εξέτασε» ή να το εξειδικεύσω σε τρόπο: «τον εξέτασε προσεκτικά» κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι εξειδικεύσεις τής βασικής πληροφορίας, που είναι το ρήμα. Αλλά για να συνυπάρξουν αυτά όλα πρέπει να τεθεί το ένα μαζί με το άλλο κατά τρόπο συμβατικά αναγνωρίσιμο ώστε να γίνεται κατανοητό το τι λέω. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτυγχάνεται αυτό που λέμε νόημα.
Στη γλωσσολογία το νόημα διαφέρει και από την έννοια και από τη σημασία. Έννοια, γλωσσολογικά, είναι αυτό που έχω καταγράψει στο μυαλό μου για τα όντα. Σημασία είναι αυτό που η γλώσσα καθορίζει ως περιεχόμενο μιας λέξης οριοθετώντας κάθε έννοια. Νόημα, τέλος, είναι ο κατάλληλος συνδυασμός ενός συνόλου σημασιών, ώστε να δίνουν στο επίπεδο τής πρότασης (όχι τής λέξης ή τής φράσης) μια σημασία συνολική, που δεν θα προσκρούει στις συνθήκες αληθείας, που δεν θα είναι δηλ. α-νόητη.
Η πρόταση είναι η μικρότερη πλήρης αυτοτελής σύνθετη δομή στη γλώσσα, που περιλαμβάνει υποχρεωτικά μια ρηματική πληροφορία (ρήμα) μαζί με την πηγή τής ρηματικής ενέργειας (υποκείμενο) και τον αποδέκτη τής ρηματικής ενέργειας (αντικείμενο). Έτσι δημιουργείται η πρόταση, ο ελάχιστος φορέας τού νοήματος.
Ο τρόπος που κάθε γλώσσα δηλώνει τις λεξικές σημασίες, δηλαδή που δομεί τη γλωσσική σήμανση, έχει προκαλέσει μεγάλες θεωρητικές συζητήσεις, οι οποίες μάλιστα φτάνουν σε δύο αντίθετα άκρα. Το ένα άκρο ήταν οι στρουκτουραλιστές, με έναν αδιαπραγμάτευτο σχετικισμό : κάθε γλώσσα είναι τελείως διαφορετική από όλες τις άλλες. Διαφέρει, οπωσδήποτε, στις λεξικές της σημασίες, αλλά διαφέρει τελείως και στις γραμματικοσυντακτικές δομές και λειτουργίες της, Πλήρης διαφοροποίηση.
Το κορύφωμα τής διαφοροποίησης, λοιπόν, “ο απόλυτος σχετικισμός” είναι η θέση τού στρουκτουραλισμού. Ένα βήμα πιο πέρα γίνεται με τη γνωστή θεωρία Shapir και Worf. Αυτοί υποστηρίζουν ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, δεν είναι απλώς έντονα διαφοροποιημένη, αλλά και ο ομιλητής τής χ ή τής ψ γλώσσας είναι πλήρως εξαρτημένος από τη γλώσσα του, με μεγαλύτερες ή μικρότερες γλωσσικές δυνατότητες, ανάλογα με το πώς η γλώσσα του έχει κωδικοποιήσει τις έννοιες.
Αυτό, βεβαίως, μπορεί να μάς πάει στο ότι έχουμε γλώσσες ισχυρές, περισσότερο βοηθητικές τής επικοινωνίας και τής νόησης τού ανθρώπου, και γλώσσες αδύναμες.. Με άλλα λόγια, ότι έχουμε ανώτερες και κατώτερες γλώσσες! Οι γλωσσολόγο δεν δέχονται τέτοια διάκριση.. Δεν δέχονται ότι υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες γλώσσες. Δυνάμει κάθε γλώσσα μπορεί να πει τα πάντα. Δημιουργώντας νέες λέξεις, μπορεί να δηλώσει τα πάντα. Αν θα τα δηλώσει ως περίφραση ή ως μία λέξη δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Δηλαδή αν μια γλώσσα κωδικοποιήσει μια έννοια ως μία λέξη, π.χ. «ανιψιός» και μια άλλη ως περίφραση «παιδί τού θείου», δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία. Δεν θα μειώσει τη νοητική μας ικανότητα ούτε την ευχέρεια επικοινωνίας μας.
Υπήρξε, λοιπόν, ο απόλυτος σχετικισμός, η αποθέωση τής διαφοροποίησης, που ήταν ο αμερικανικός στρουκτουραλισμός, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν το κύριο ρεύμα. Μέσα από αυτό γεννήθηκε και η άποψη ότι η απόλυτη διαφοροποίηση γεννά και κάποιες γενικότερες δεσμεύσεις: αφού η γλώσσα συνδέεται με τη σκέψη μας και αφού κάθε περιορισμός στη γλώσσα γεννά περιορισμούς και διαφοροποιήσεις στη σκέψη.
Η αντίθετη άποψη –που εκπροσωπήθηκε σε θεωρητικό επίπεδο από τον Chomsky στους νεότερους χρόνους, αλλά που ως ιδέα πάει πίσω πολύ πιο παλιά στους γραμματικούς τού Μεσαίωνα– βρίσκεται στην άλλη άκρη: «Grammatica una et eadem est». H γραμματική δηλ. είναι μία και η αυτή, δίδαξαν οι γραμματικοί τού Μεσαίωνα. Διαφοροποιείται μόνο σε κάποια επιφανειακά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η οποία φαίνεται ότι ήταν ευρύτερη, η γραμματική και κυρίως η σύνταξη (όχι το λεξιλόγιο) είναι κατά βάσιν η ίδια σε όλες τις γλώσσες και απλώς έχει κάποιες διαφοροποιήσεις σε επιφανειακά, λιγότερο σημαντικά θέματα.
Στις δεκαετίες τού ’60 και τού ’70 ο Chomsky έθεσε όλο το θέμα σε διαφορετική βάση. Ξεκίνησε μελετώντας πώς μαθαίνουν τα παιδιά τη γλώσσα, στάθηκε στην έννοια τής δημιουργικότητας της γλώσσας και τελικά μίλησε για τα καθολικά τής γλώσσας, τα universalia. Υποστήριξε ότι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, γεννιέται με ορισμένες καταβολές γλωσσικές. Οι καταβολές αυτές δεν τοποθετούνται, φυσικά, στο λεξιλόγιο, ούτε στην απλή μορφολογία (καταλήξεις κ.λπ). Είναι γενικού χαρακτήρα. Τέτοιες είναι η δήλωση μιας ενέργειας (ρήμα), η δήλωση ότι κάποιος επιτελεί μια ενέργεια (υποκείμενο) ή είναι αποδέκτης μιας ενέργειας (αντικείμενο).
Αν θέλαμε να το κάνουμε πιο φορμαλιστικό, πιο τυποκρατικό, θα λέγαμε ότι σε όλες τις γλώσσες υπάρχει η δομή “υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο”. Είναι ότι κάθε ονοματική πληροφορία μπορεί να προσδιοριστεί, να εξειδικευθεί (σχέση προσδιοριζομένου – προσδιορίζοντος). Είναι ότι μπορώ να προσδιορίσω, να εξειδικεύσω δηλ. μιαν ενέργεια –με κάποιο επίρρημα λ.χ.– και γενικά ότι έχω την ικανότητα να προσθέτω στοιχεία, να μετακινώ στοιχεία, να κάνω όλους αυτούς τούς μετασχηματισμούς (transformations) που έλεγε ο Chomsky. (Υπεραπλοποιώ και σχηματοποιώ τα πράγματα για την οικονομία τού λόγου).
Ο Chomsky, λοιπόν, δίδαξε ότι αφού τα παιδιά σε όλο τον κόσμο, ασχέτως γλώσσας και φυλής, μπορούν σε ένα μικρό σχετικά διάστημα χρόνου και μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα (ενώ η εμπειρία τους είναι πάρα πολύ περιορισμένη όπως και οι νοητικές τους ικανότητες), άρα πρέπει να διαθέτουν εγγενώς κάτι που τα βοηθάει να καταλαβαίνουν προτάσεις που δεν έχουν ξανακούσει και να εκφέρουν προτάσεις που δεν έχουν ξαναπεί. Αυτή η έννοια τού novel, τού νέου, ήταν πάρα πολύ σημαντική στον Chomsky. Πώς επιτυγχάνεται αυτό το νέο στη γλώσσα χωρίς να έχεις τις απαιτούμενες εμπειρίες; Πράγμα που έρχεται, βέβαια, σε αντίθεση με τους εμπειριστές, οι οποίοι έλεγαν ότι τα πάντα είναι θέμα περιβάλλοντος, τα πάντα εξαρτώνται αποκλειστικά από το περιβάλλον.
Ο Chomsky και οι οπαδοί του, και γενικότερα οι γλωσσολόγοι, δεν αρνούνται την επίδραση τού περιβάλλοντος. Ένα παιδί που θα βρεθεί λ.χ. στο δάσος εξ αρχής και δεν θα ακούσει γλώσσα, δεν θα μιλήσει ποτέ. Το θέμα, όμως, παραμένει πώς και το παιδί που ζει στην κοινωνία και έχει επομένως επίδραση περιβάλλοντος, πώς μπορεί τόσο γρήγορα και μιλάει και καταλαβαίνει νέα πράγματα και λέει νέα πράγματα. Πώς έχει δηλ. αυτό που λέει ο Chomsky δημιουργικότητα (creativity), η οποία είναι καθοριστική για τη γλώσσα; Πώς καταλαβαίνει νέα και μάλιστα άπειρα μηνύματα (προτάσεις); Ας σημειωθεί ότι στη γλώσσα δεν υπάρχει ποσοτικό όριο. Δυνάμει δεν υπάρχει “τέλος” στον λόγο! Ποιο είναι το όριο προς τα πάνω δεν μπορεί να μετρηθεί. Πώς έχει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτή την ικανότητα; Την έχει, διότι ξεκινάει ήδη με κάποιες καταβολές, τις οποίες το περιβάλλον ενεργοποιεί και εξελίσσονται μαζί με τη νοητική ανάπτυξη τού ατόμου.
Θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο στη δημιουργικότητα για να πω ότι ίσως η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα τού ανθρώπου είναι αφενός το πνεύμα του, ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε με αυτούς τούς τέλειους μηχανισμούς που διαθέτει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, και από την άλλη ότι έχουμε την ελευθερία (μέσα από το πνεύμα που μάς χαρακτηρίζει ως ανθρώπινα όντα) να μη λειτουργούμε σαν μηχανάκια. Δηλαδή ο καθένας μας δημιουργεί τον λόγο του, που σημαίνει ότι ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα επιλογών.
Η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα ελευθερίας στη γλώσσα είναι ότι κάθε ομιλητής κάνει τις δικές του επιλογές. Ας πάρουμε λ.χ. τον τρόπο που προφέρουμε. Είναι εκπληκτικό το φάσμα κύμανσης τής ανθρώπινης φωνής και τού πλήθους των σημασιολογικών διαφοροποιήσεων που προσφέρει. Πάρτε μετά το λεξιλόγιο: το τι επιλέγει ο καθένας μας από ένα τεράστιο φάσμα δυνατοτήτων που παρέχει το ελληνικό αλλά και κάθε λεξιλόγιο είναι μία από τι πηγές τής γλωσσικής δημιουργικότητάς μας. Λέμε χαρακτηριστικά οι γλωσσολόγοι ότι, αν πάρεις ένα βιβλίο και ψάξεις να βρεις μια πρόταση σε ολόκληρο το βιβλίο που να είναι απολύτως όμοια με μία άλλη, δεν πρόκειται να βρεις καμία!
Ακόμη και οι ίδιοι στην επικοινωνία μας δεν επιλέγουμε πάντοτε τα ίδια, διότι είναι συνάρτηση των αναγκών και των περιστάσεων επικοινωνίας μας και είναι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές μας. Οι επιλογές μας, λοιπόν, συνθέτουν την ιδιαιτερότητα που έχει ο καθένας στον λόγο του και μαζί τη δημιουργικότητά του μέσα από έναν μηχανισμό που έχει εσωτερικεύσει. Μάλιστα – και αυτό ενδιαφέρει ιδαίτερα τους γιατρούς – έρχεται σε μερικές περιπτώσεις κάποια στιγμή που φαίνεται ότι αυτός ο μηχανισμός παθαίνει βλάβη. Αναφέρομαι στη νόσο Alzheimer. Δεν θυμόμαστε ονόματα, πρόσωπα, καταστάσεις γεγονότα, χώρους κ.λπ. Δεν ανακαλούμε πληροφορίες.
Ferdinand de Saussure
Ενώ το ανθρώπινο πνεύμα χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από τον πλούτο, τη λεπτότητα και την ταχύτητα ανάκλησης πληροφοριών, και μάλιστα σύνθετων πληροφοριών, κάποια στιγμή στη γλωσσική μας επικοινωνία έχουμε λόγω ηλικίας περιορισμένη δυνατότητα ανάκλησης (άλλοι στα ονόματα, άλλοι σε αριθμούς, άλλοι σε πρόσωπα κ.λπ.) ή και πλήρη αδυναμία ανάκλησης λόγω βλάβης στο σύστημα (νόσος Alzheimer).
Υπό κανονικές συνθήκες το προνόμιο τής γλώσσας εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα επιλογών και δημιουργικότητας γενικότερα. Αυτό είναι το θαυμάσιο με τη γλώσσα, που αρχίζει με την παιδική γλώσσα. Όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο πολύ γρήγορα μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Και επ’ ευκαιρία, ας μη μάς ανησυχεί ιδιαίτερα όταν ένα παιδάκι αργήσει να μιλήσει ή όταν έχει κάποιο αρθρωτικό πρόβλημα. Οι ειδικοί (γλωσσοθεραπευτές) με κατάλληλες ασκήσεις βοηθούν το παιδί να ξεπεράσει τέτοια προβλήματα, τα οποία παλιότερα –από άγνοια– εκλαμβάνονταν ως συμπτώματα νοητικής υστέρησης. Το παιδί που δεν έγραφε καλά ή δεν μιλούσε νωρίς ή δεν προέφερε καλά συνδεόταν συχνά στο παρελθόν με νοητική υστέρηση! Αυτά πλέον έχουν, ευτυχώς, εξαλειφθεί.
Κάτι ακόμα για τις ξένες γλώσσες. Το παιδί μπορεί και μαθαίνει γρήγορα μια ξένη γλώσσα, ακριβώς γιατί κάθε γλώσσα έχει ορισμένα κοινά στοιχεία, καταβολές τις είπαμε, που διευκολύνουν τη μετάβασή του σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Βεβαίως –το είπαμε ήδη– έχουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις, αλλά έχουμε και πολύ κοινά βασικά στοιχεία που συνδέονται με τη λειτουργία τού εγκεφάλου, με βασικές δομές λειτουργίας τού εγκεφάλου και κατανόησης τού κόσμου. Είναι νοητικές λειτουργίες με τις οποίες γεννιέται ο άνθρωπος, ένα δε μέρος αυτών μετατρέπεται τελικά και εξυπηρετεί γλωσσικές λειτουργίες.
Θα τελειώσω με την εξής παρατήρηση: Από τη θέση τού απόλυτου σχετικισμού, της πλήρους διαφοροποίησης των γλωσσών ξεκίνησε ο γλωσσικός ντετερμινισμός (προκαθορισμός), η άποψη ότι είμαστε προκαθορισμένοι ως προς τη γλώσσα και πλήρως εξαρτημένοι, οιονεί υποδουλωμένοι σ’αυτήν. Η κρατούσα άποψη σήμερα είναι διαφορετική. Ο άνθρωπος σε κάθε γλώσσα, σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να πει τα πάντα. Θα επικαλεσθώ τη ρήση τού Wittgenstein, η οποία είναι πάρα πολύ χαρακτηριστική: «Ό,τι μπορείς να συλλάβεις καθαρά με τον νου σου, μπορείς και να το πεις καθαρά με τη γλώσσα σου». Άρα, δεν μπορείς να πεις με τη γλώσσα σου μόνον ό,τι δεν έχεις ξεκαθαρίσει στη σκέψη σου.
Τα πράγματα εξαρτώνται από τη λειτουργία τού μυαλού μας, πόσο ξεκαθαρισμένα έχουμε τα νοήματα στη σκέψη μας, πόσο τακτοποιημένα, πόσο συνδεδεμένα, ώστε να μπορώ και να τα εκφράσω με σαφήνεια, με καθαρότητα, με επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα Σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα μπορώ να πω τα πάντα, μονολεκτικά ή περιφραστικά. Δεν υπάρχουν γλώσσες που με εμποδίζουν να εκφραστώ. Τα όποια κωλύματα συναντάμε εδράζονται σε αδυναμία τής σκέψης μας, όχι στη δομή τής γλώσσας που είναι ένα ανοικτό σύστημα, το οποίο επιδέχεται επέκταση με νεολογισμούς και άλλες διαδικασίες (παραγωγή – σύνθεση).
Από όσα είπα είναι φανερό ότι η γλωσσολογία έχει από χρόνια αναπτύξει έναν προβληματισμό που σε αρκετά σημεία άπτεται θεμάτων που ο νευρολόγος αντιμετωπίζει ως ειδικός από πλευράς λειτουργίας τού νευρικού συστήματος τού εγκεφάλου. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο αυτού τού αναγκαίου διεπιστημονικού προβληματισμού έχει δημιουργηθεί ολόκληρος κλάδος, ο κλάδoς τής νευρογλωσσολογίας (neurolinguistics). Πολλά έχει να μάθει ο γλωσσολόγος από τον νευρολόγο και τανάπαλιν. Ας τελειώσουμε με μια διαπίστωση τού ιδρυτή τής Σύγχρονης Γλωσσολογίας, τού Ferdinand de Saussure: Γλώσσα και νόηση είναι σαν ένα φύλλο χαρτιού. Από τη μια πλευρά είναι η γλώσσα και από την άλλη η νόηση. Δεν χωρίζονται. Κάθε κομμάτι, έχει και τα δύο.
Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης
Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας – Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: http://www.babiniotis.gr