Στην Πόλη στα 1900: Ένας Έλληνας και ένας Τούρκος ενώνονται με μια καθάρια φιλία. Ο Έλληνας Κ.Π. αποφασίζει να φύγει για την Αμερική έπειτα από την υπόσχεση ενός Αμερικανού ότι θα τον βοηθήσει να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Ο Κ.Π. πριν φύγει μεταβιβάζει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του στον Ομέρ με τη βεβαιότητα πως ο φίλος του θα διαχειριστεί τα περιουσιακά στοιχεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Νέα Υόρκη 1998: Οι γιοι των φίλων συναντιούνται. Ο Τζαφέρ παραδίδει στον Ανδρέα Πετανιάτζη επιστολές και στοιχεία μεταβιβάσεων των ακινήτων από το 1900 λέγοντας πως «εκπληρώνει το χρέος του».
Νέα Υόρκη 1998: Ο Ανδρέας Πετανιάτζης ο νεότερος ενημερώνεται από τον παππού Ανδρέα για την υπόθεση των ακινήτων στην Πόλη και αναλαμβάνει να διευθετήσει την υπόθεση. Ξεκινά το ταξίδι του. Στο Άγιο Όρος θα παραστεί μαζί με τον Μάρκο στην Μοναχική Κουρά του φίλου τους Αντωνίου τον οποίο κατόπιν θα συνοδεύσουν στην Αφρική, σε τόπους της Ιεραποστολής, όπου ο Αντώνιος αποφάσισε να αφιερωθεί.
Μετά την Αφρική ο Ανδρέας και ο Μάρκος θα βρεθούν στην Κέρκυρα για το γάμο του φίλου τους Δημήτρη. Εκεί ο Ανδρέας θα ερωτευθεί τη Σωτηρία που είναι η γυναίκα του Δημήτρη. Ερωτευμένος και πληγωμένος θα βρεθεί στην Πόλη όπου και θα ασχοληθεί με την υπόθεση των ακινήτων αλλά ταυτόχρονα θα γνωρίσει τον Σινάν, δισέγγονο του Ομέρ κι έτσι η φιλία των φίλων του 1900 θα γνωρίσει μια μορφή απόστασης στα πρόσωπα των απογόνων τους κοντά έναν αιώνα μετά. Στην Πόλη ο Ανδρέας, παίρνει την απόφαση να κάνει ένα γαμήλιο δώρο στον νιόπαντρο Δημήτρη θέλοντας έτσι να δώσει την ευκαιρία τόσο σ’ εκείνον όσο και στην αγαπημένη του Σωτηρία την ευκαιρία να ευτυχίσουν.
Αποφασίζει μυστικά να χρηματοδοτήσει τις ανασκαφές στη Δήλο με την προϋπόθεση να αναλάβει ο Δημήτρης τις ανασκαφές. Πράγματι ο Δημήτρης χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για την υποστήριξη που έχει από τον ισχυρό του φίλο αναλαμβάνει τις ανασκαφές στη Δήλο και πραγματοποιεί το μεγάλο του όνειρο. Η επιτυχία όμως τον οδηγεί στους δρόμους της αλαζονείας και έτσι τον μεταμορφώνει από φέρελπι νέο σε έναν επηρμένο και υπερφίαλο ακαδημαϊκό. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και τον αρχιτέκτονα Μιχαήλ, φίλο του Δημήτρη και πρώτο ξάδερφο της Σωτηρίας, ο οποίος επίσης μεθάει από την επαγγελματική του επιτυχία πίσω από την οποία κρύβεται και πάλι ο Ανδρέας.
Στην πορεία ο Δημήτρης και η Σωτηρία χωρίζουν κι έτσι ο Ανδρέας όταν θεωρεί πως είναι κατάλληλες οι συνθήκες προσεγγίζει τη Σωτηρία και ο έρωτας του βρίσκει ανταπόκριση και τον κάνει ευτυχισμένο. Ζουν μυστικά από τους άλλους για χρόνια. Παντρεύονται στην Αφρική με έναν γάμο απαλλαγμένο από κάθε μορφή κοσμικότητας, εξασκούνται στην αγάπη, στη συμπόνια. Χρησιμοποιούν την οικονομική και κοινωνική τους ισχύ για να ευεργετήσουν, αναγνωρίζουν το πεπερασμένο των δυνάμεων τους, την αιώνια προοπτική τους και ζουν απαλλαγμένοι από κάθε συμβατικότητα και τύπο. Διαχωρίζουν τη θέση τους από την «ανοησία», ζουν γνήσια.
Πάτμος 2012: Ο Δημήτρης και ο Μιχαήλ ανακαλύπτουν πως κάποιος έχει βοηθήσει την επαγγελματική τους εξέλιξη. Έρχονται αντιμέτωποι με τους εαυτούς τους. Δεν είναι τόσο ικανοί όσο πίστευαν. Δεν είναι οι μόνες αυθεντίες του κόσμου. Δεν είναι θεοί οι ίδιοι. Είναι απλώς ευεργετημένοι. Είναι πολύ σκληρό να το δεχτούν. Καταρρέει η εικόνα που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Όταν όλα θα αποκαλυφθούν όμως λίγες μέρες αργότερα στην Αθήνα, θα καταφέρουν να μπουν στον κόπο της ενδοσκόπησης, να κατεβάσουν τους τόνους, να γίνουν πιο καταδεκτικοί, πιο οικείοι, να μετανοήσουν.
Προσπάθησα να συνοψίζω τον μύθο του βιβλίου στην περίληψη αυτή. Τον μύθο αυτόν τον χρησιμοποίησα ώστε να μπορώ να μιλήσω για τα πολύτιμα υλικά, πρώτα του δικού μας πολιτισμού και έπειτα άλλων πολιτισμών. Ήθελα να φωνάξω πως μπορούμε να γίνουμε «ωραίοι» άνθρωποι, εάν καταφέρουμε να κατακτήσουμε αυτά τα στοιχεία. Επίσης ήθελα να αντιπαραβάλω το σθένος των ανθρώπων που έχουν ζήσει και ζουν πολύ δυσκολότερα από την οικονομική μας κρίση με τη δική μας παθητική στάση που καταντάει γραφική νομίζω κάποιες φορές. Ήθελα ακόμη να θυμίσω σε όλους πως δυστυχώς έτσι ήμασταν και πολλά χρόνια πριν. Ανίκανοι να αναδείξουμε και να «εκμεταλλευτούμε» την βαριά μας κληρονομιά.
Στο επίπεδο των προσωπικών μας αναζητήσεων εν ολίγοις προσπάθησα να πω ότι δεν είμαστε πάντοτε εμείς οι καλοί και οι άλλοι φταίχτες. Γι’ αυτό υπάρχει και ο Ύμνος της Αγάπης αυτούσιος στο κείμενο. Είναι το μέτρο του Ανδρέα και της Σωτηρίας για να κρίνουν τη δική τους αγάπη. Έχοντας ένα μέτρο για κάτι τόσο αφηρημένο όπως ένα συναίσθημα η Σωτηρία και ο Ανδρέας κατ’ αρχήν αναγνωρίζουν πως δεν αγαπούν τέλεια και κατά δεύτερον έχουν μία πυξίδα που τους δείχνει κατά που να πορεύονται στη ζωή. Το να γκρινιάζουμε και να κατακρίνουμε είναι η εύκολη και επιδερμική λύση στη ζωή. Το να συνειδητοποιούμε ότι η άποψη μας για τον θάνατο, είναι αυτή που τελικά προσδιορίζει τη στάση μας απέναντι στη ζωή είναι το βήμα που θα μας φέρει στο κατώφλι της αυτογνωσίας. Ο Ανδρέας πίστευε πως είναι αιώνιος και φρόντισε να ζει με γνώμονα την αιώνια προοπτική του.
Η Σταυρούλα Δαλάτση «ομολογεί» για το μυθιστόρημά της «Ζήσε μαζί μου αλλιώς»
Υπάρχουν ‘τόποι της καρδιάς’ όπου γίνονται οι αληθινές συναντήσεις;
Θα αντιστρέψω λίγο την ερώτηση. Υπάρχουν άραγε τόποι πέρα από αυτούς της καρδιάς όπου μπορούν να γίνουν αληθινές συναντήσεις; Μέσα μου είναι ριζωμένη η πεποίθηση πως μόνο στους τόπους της καρδιάς μπορεί να συμβούν τέτοιες συναντήσεις. Στη ζωή μας καθημερινά ανταμώνουμε ανθρώπους, ιδέες, καταστάσεις. Τις περισσότερες φορές αδιαφορούμε ή στεκόμαστε χλιαροί και υποψιασμένοι. Υπάρχουν όμως και φορές που μας διαπερνούν έντονα συναισθήματα που ρυθμίζουν τη ζωή μας, την πορεία, τον δρόμο. Βαθειά μέσα μας όλοι πιστεύω πως αναγνωρίζουμε το γνήσιο, το αληθινό, το ιδεώδες. Έχουμε το χάρισμα ενός αλάνθαστου κριτηρίου. Γνωρίζουμε κάθε στιγμή την αξία των προσώπων και των καταστάσεων γύρω μας. Διότι σε κάθε αληθινή συνάντηση οι καρδιακοί τόποι ανασταίνονται, έχουν γιορτή. Και τούτο είναι πολύ προσωπικό για τον καθένα. Είναι ο μυστικός μας τόπος, ο παράδεισος ή η δυστυχία μας. Υπάρχει είτε του δίνουμε σημασία είτε όχι, είτε τον φροντίζουμε είτε τον σφραγίζουμε.
Το απροσδόκητο όσο και γοητευτικό πόσο μας ξεβολεύει από μια πορεία ρουτίνας; Πόσοι ζουν αυτό που κουβαλά μαζί του στ’ αλήθεια κάνοντας την εσωτερική ανατροπή;
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν άραγε θα μας επισκεπτόταν το γοητευτικό που δεν προσδοκούμε εφόσον δεν είχαμε την ανάγκη του. Ίσως να το «καλούμε» με κάποιον τρόπο. Ωστόσο ημετέπειτα πορεία δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Οι αρχαίοι λέγανε πως η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Κατ’ αρχήν λοιπόν θα πρέπει να δεχτούμε πως ακόμη κι αν είναι γοητευτικό, το απροσδόκητο μας ξεβολεύει, μας απομακρύνει από την δεύτερη φύση μας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων με τις συνήθειες που αποκτήσαμε.
Νομίζω πως αυτό που κουβαλά μαζί του το απροσδόκητο το ζουν στ’ αλήθεια εκείνοι που παραδίδονται άνευ όρων στη γοητεία του. Εκείνοι που έχουν διαφυλάξει τον εαυτό τους από τις κακοτοπιές της ισοπέδωσης και της εκλογίκευσης των πάντων ή εκείνοι που δεν έπραξαν αυτό αλλά είναι έτοιμοι να γκρεμίσουν όσα έχτισαν λάθος. Θα έρθει και πάλι μπροστά μας η έννοια της μετάνοιας που είναι προαπαιτούμενη για μια άξια λόγου εσωτερική ανατροπή. Όπως και η έννοια της καρδιακής πίστης. Εάν δεν πιστεύουμε σε κάτι απόλυτα, εννοώ χωρίς προσπάθειες λογικών ερμηνειών και απτών αποδείξεων δεν είμαστε ικανοί να αφεθούμε για πολύ σε καμιά γοητεία.
Έχω ακούσει πάμπολλες φορές από ανθρώπους γύρω μου να λένε πως θα πάψουν να είναι τόσο καλοί όσο συνήθιζαν μιας και η καλοσύνη τους δεν τους οδήγησε πουθενά ή έχουμε όλοι ακούσει ιστορίες όπου τα μικρά παιδιά είναι θύματα δυσάρεστων καταστάσεων λόγω των εσωτερικών ανατροπών που υποτίθεται ότι βιώνουν οι γονείς. Πλέον μου φαίνονται αστεία αυτά. Προφανώς και δεν κουβεντιάζουμε εδώ για μία τέτοιου είδους εσωτερική ανατροπή αλλά για εκείνη που καταφέρνουν και γεύονται οι εκλεκτοί, για εκείνη που δεν λειτουργεί ισοπεδωτικά αλλά αναδεικνύει την δυναμική της τελειότητας που φέρουμε εντός μας όλοι ανεξαιρέτως. Υποθέτω πως είναι πολύ λίγοι αυτοί οι εκλεκτοί. Μακάρι να πέφτω έξω.
Ποιοι θα ήταν κάποιοι στίχοι στον δικό σας ύμνο αγάπης;
Εδώ και χρόνια ζω τη νηπιακή ηλικία της πνευματικής μου ζωής. Εναγωνίως περιμένω να διαισθανθώ ότι προχωρώ προς την εφηβεία της. Η ωριμότητα φαντάζει με θαύμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πνευματικότητας πού να βρω στίχους για έναν δικό μου ύμνο αγάπης; Ακόμη ψηλαφώ τα σημάδια που την ορίζουν εντός μου.
Επίπονο το ταξίδι της αυτογνωσίας. Πόσοι όμως περνώντας από αυτό μπορούν να ζήσουν αλλιώς;
Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που ζουν «αλλιώς». Αν κανείς ασχοληθεί λίγο με τη ζωή και τις απόψεις όσων μας επιτρέπουν να κρυφοκοιτάξουμε τη ζωή τους, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για προσωπικότητες με απόλυτη συνείδηση του εαυτού τους πρώτα απ’ όλα. Είναι εύκολο να διακρίνει τους ήπιους τόνους της μακάριας βεβαιότητας τους για το «μέγεθός τους» και για τη θέση τους στον κόσμο. Νομίζω πως το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη της παραμικρής αγωνίας να επιβεβαιωθούν στα μάτια των άλλων. Όσοι περάσουν από το ταξίδι της αυτογνωσίας, όσοι δηλαδή το ολοκληρώσουν και δεν εγκαταλείψουν στα μισά, δεν μπορεί παρά να ζήσουν αλλιώς. Δεν είναι δυνατόν ν’ αντέξουν ή να συμβιβαστούν με κάτι άλλο. Διαφορετικά θα είναι σα να μην έγινε ποτέ αυτό το ταξίδι.
Πόσο πιο όμορφη είναι η ζωή όταν δεν σχεδιάζεις, αλλά αφήνεσαι στις εκπλήξεις που σου δωρίζει ο χωροχρόνος;
Απαιτείται πίστη γι’ αυτό. Εάν δεν πιστέψεις πως ο χωροχρόνος θα σου χαρίσει ευχάριστες εκπλήξεις δεν μπορείς να αφεθείς. Αν όμως είσαι εκείνος που θα το καταφέρει αυτό τότε αυτόματα ελευθερώνεσαι από πάμπολλα άγχη. Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ ωστόσο. Δε μιλάω για μια ζωή χωρίς σκοπό ή χωρίς στόχους. Μιλάω για τον ψυχισμό του ανθρώπου που απαλλάσσει εαυτόν από εμμονές και τρέφει μέσα του μια στεριωμένη πίστη στο καλό, το περιμένει, το καλεί. Ξέρει να λέει «αν δε γίνει αυτό που θέλω, δεν πειράζει».
Νομίζω πως η ζωή έτσι παίρνει μια άλλη όψη. Άλλωστε ο Ελύτης λέει εκείνο το υπέροχο πως ο παράδεισος δεν είναι υποχρέωση αλλά δικαίωμα. Πιστεύω πως η ζωή οφείλει σε όλους τον παράδεισο. Αρκεί να της επιτρέψουμε να μας τον δωρίσει. Να την εμπιστευτούμε. Εάν ζούμε γκρινιάζοντας και κλαψουρίζοντας, εάν ζούμε εγκλωβισμένοι σε απελπισμένα ματαιόδοξα όνειρα , είναι σα να της κλείνουμε την πόρτα. Δεν πιστεύω πως γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε. Κάποιος παράδεισος που δεν έχουμε φανταστεί μας περιμένει αργά ή γρήγορα αρκεί να μην τον προσπερνούμε, αρκεί με τις πράξεις μας να μην του κλείνουμε την πόρτα.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Σταυρούλα Δαλάτση γεννήθηκε το 1971. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Α.Π.Θ. Ζει στην Ξάνθη. Είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών. Το γράψιμο αποτελεί αδιάκοπη ενασχόλησή της από τα μαθητικά της χρόνια. «Το Ζήσε μαζί μου αλλιώς» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Επιμέλεια: Βίκυ Μπαφατάκη, Αρχαιολόγος – Επικοινωνιολόγος