Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί από την ίδρυσή της έναν πνευματικό χώρο κυοφορίας τέχνης και λόγου. Παραλείπουμε τους έντεκα αιώνες της βυζαντινής οικουμένης και τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής και περνούμε στον 19ο αιώνα.
Στη “Συνοπτική Ιστορία Θρακικής Λογοτεχνίας” (1982), γράφω σχετικά ‘Η Κωνσταντινούπολη ανάδειξε μια ολόκληρη σειρά λογοτέχνες και σχολές, με βασικότερη τη Φαναριώτικη Σχολή. Από εδώ ξεκινούν θεατρικοί συγγραφείς του διαφωτισμού, ποιητές της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής, δημοσιογράφοι, πεζογράφοι, συγγραφείς (…). Οι περισσότεροι από τους Κωνσταντινοπολίτες λογοτέχνες συνέχισαν τη δράση τους στην Αθήνα και δημιουργούν μια καινούρια κατάσταση, γενικά, στα ελληνικά πνευματικά πράγματα’.
Αυτό το διάστημα ασχολούμαι με τη λογοτεχνία της Πόλης. Ανάμεσα στους λογοτέχνες που γεννήθηκαν στη Βασιλεύουσα κατά το δέκατο ένατο αιώνα, σημαντική είναι η παρουσία γυναικών. Αναφέρω τις γνωστότερες: Ιουλία Δραγούμη 1858 – 1937, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου 1867 – 1906, Μυρτιώτισσα 1885 – 1868, Μαρία Ιορδανίδου 1897 – 1989, Τατιάνα Σταύρου 1899 – 1990.
Με την ευκαιρία της Ημέρας της Γυναίκας, θα παρουσιάσουμε στη μελέτη μου αυτή την κωνσταντινουπολίτισσα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, που θεωρείται ως η πρώτη ελληνίδα γυναίκα διηγηματογράφος. Θα εξετάσουμε συνοπτικά τη ζωή και το πλούσιο έργο της, αφού πρώτα αναφερθούμε επιγραμματικά στη γυναικεία λογοτεχνία στη νεότερη Ελλάδα.
Ακόμη και στις μέρες μας η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης ‘ανδροκρατείται’. Παρόλο που οι γυναίκες δημιουργοί είναι πολλές και σημαντικές, οι αναφορές στο έργο τους αναλογικά είναι περιορισμένες. Ας φανταστούμε, λοιπόν, τι γίνεται στον 19ο αιώνα. Στα τέλη του 18ου/αρχές 19ου αναφέρονται η Μητιώ Σακελλαρίου, η Ευανθία Καϊρη και Ελισάβετ Μουντζάν Μαρτινέγκου. Στα μέσα του 19ου αιώνα γεννήθηκαν η Μαρία Μηχανίδου, Καλλιρρόη Παρρέν, η αθηναία Αρσινόη Παπαδοπούλου και η πολίτισσα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Νεότερες έρευνες εμπλουτίζουν τον παραπάνω φτωχό κατάλογο με πολλές ακόμη γυναίκες που έγραφαν και τα ονόματά τους ήταν ως τις μέρες μας στην αφάνεια. Πολλές έγραφαν ανώνυμα ή ψευδώνυμα.
Θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την όλη κατάσταση, αν σημειώσουμε πρώτον ότι το 1879 στην ελεύθερη Ελλάδα ο αναλφαβητισμός των γυναικών έφτανε στο 93% και των ανδρών στο 63%. Δεύτερον, υπήρχε εδραία πεποίθηση ότι η γυναίκα έπρεπε να ασχολείται με τα του οίκου της και με τη μητρότητα. Στα πνευματικά το καλύτερο που είχε να κάνει η γυναίκα ήταν να εμπνέει τους ποιητές και όχι η ίδια να είναι δημιουργός. Αυτά πίστευε στα τέλη του 19ου αιώνα ακόμη και ο πολύς Εμμανουήλ Ροϊδης. Αντίθετη άποψη είχε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, εκπρόσωπος μιας προοδευτικής μερίδας λογίων.
Ένα τρίτο σχόλιο, διαχρονικό θα έλεγα. Πολλή συζήτηση έγινε, και γίνεται ίσως ακόμη, για το αν υπάρχει ή όχι ‘γυναικεία λογοτεχνία’ , ‘γυναικεία γραφή’. Θα περιοριστώ σε δύο καθαρές θέσεις, τις οποίες ασπάζομαι. Ο Κωστής Παλαμάς υποστηρίζει ότι “η Τέχνη δεν έχει γένος” και η Σιμόν ντε Μποβουάρ είπε όταν τη ρώτησαν “Είμαι συγγραφέας. Όχι γυναίκα συγγραφέας”.
Ο Μιχάλης Περάνθης στην ‘Ελληνική Πεζογραφία’ του στον 4ο τόμο έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο “Ένας αιώνας γυναικείας προσφοράς”(1969). Η Ανθολογία του αυτή αναφέρεται στο διάστημα 1821 – 1941. Φρονεί ότι σε μια μεταπολεμική αναφορά δε θα είχε πλέον λόγο η διάκριση σε άντρες και γυναίκες δημιουργούς. Στα παλιότερα χρόνια “η γυναίκα δεν είχε βρει ακόμα τη θέση που της άξιζε, το βάθρο που της ταίριαζε”. Και σημειώνει: “Ελεύθερη να θαυματουργεί στον ξεσηκωμό, περιορίστηκε μετά την απελευθέρωση σε αποπνικτικά όρια, δούλη του οίκου, σκλάβα των προλήψεων και των ηθών, φορτωμένη καθήκοντα, και μόνον καθήκοντα. Παράλληλα προς την κοινωνική της υποτίμηση έβαινε και η πνευματική. Δεν ήξερε γράμματα. Όχι μόνο γιατί δεν είχαν τα μέσα να μάθουν, αλλά και γιατί δεν τις άφηναν! (…) Ο ρομαντισμός και ο πατριωτισμός συνυφαίνονται στα πρώτα γυναικεία πεζογραφικά δείγματα, όπου ωστόσο δεν λείπουν και οξύτατες παρατηρήσεις, βαθείς στοχασμοί, προοδευτικές ιδέες”.
Σε γενικές γραμμές τα παραπάνω σχόλια ισχύουν και για τις γυναίκες που ζούσαν στον εκτός μικρού ελληνικού κράτους, αν και οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες διαφοροποιύνται από περιοχή σε περιοχή.
Η Αθηνά Γαϊτάνου Γιαννιού 1882 – 1950 μια προοδευτική σοσιαλίστρια, κωνσταντινοπουλίτισσα, διευθύντρια των περιοδικών Ελληνίς και Σοσιαλιστική Ζωή, αγωνίστηκε για τα δικαιώματα του ανθρώπου και βέβαια και για τα δικαιώματα της γυναίκας, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική μελέτη. Σε κείμενό της που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία το 1948 για τα “Φιλολογικά Σαλόνια της Πόλης” παρουσιάζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο των γυναικών, και μάλιστα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, για την προώθηση των νέων ιδεών και της δημοτικής γλώσσας.
Στις περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές του υπόδουλου ή παροικιακού ελληνισμού, η θέση της γυναίκας είχε αρχίσει να βελτιώνεται γρηγορότερα από ό,τι συνέβαινε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μελετώντας τη ζωή και το έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, νομίζω, θα το διαπιστώσουμε.
[Για τη ζωή και το έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου πολύτιμα είναι τα στοιχεία του Γρηγόρη Ξενόπουλου, από τους παλιούς. Από τους σύγχρονούς μας σημαντική στην ανανέωση της μελέτης του έργου της είναι η συμβολή του Γιάννη Παπακώστα, καθηγητή της Νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και του Αλέξη Ζήρα κριτικού της λογοτεχνίας. Συγκεντρωμένα στοιχεία μπορεί να διαβάσουμε στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη (λήμμα Μ.Γ.Μερακλή – Χ. Λύσσαρη) και ηλεκτρονικά στο άρθρο του ΕΚΕΒΙ για την Αλ. Παπαδοπούλου].
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1867 στη Βλάγκα της Κωνσταντινούπολης, κόρη του στρατιωτικού γιατρού Βασιλείου Παπαδόπουλου. Εφτά χρόνια μετά τη γέννησή της η οικογένεια μετακόμισε στο Χάσκιοϊ. Η Αλεξάνδρα φοίτησε ως οικότροφος στο παρθεναγωγείο της Παλλάδος – δουλεύοντας παράλληλα – και το 1886 πήρε πτυχίο δασκάλας. Οι προοδευτικές παιδαγωγικές της αντιλήψεις προκάλεσαν ρήξη και της στέρησαν την ευκαιρία υποτροφίας για σπουδές στο εξωτερικό. Αμέσως μετά εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης.
Εργάστηκε υπέρ της τόνωσης του εθνικού φρονήματος κατά την παραμονή της στο παρθεναγωγείο της Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης (1897-1899), δράση που αναπτύχθηκε τόσο μέσω του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού της έργου όσο και μέσω των ομιλιών και δημοσιεύσεων που πραγματοποίησε. Η στροφή της μάλιστα προς τη δημοτική γλώσσα προκάλεσε την πολεμική των συντηρητικών κύκλων και τον αποκλεισμό της από τα σχολεία της περιφέρειας της Πόλης με απόφαση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Κατέφυγε στο Βουκουρέστι ως το 1902 και να κερδίζει τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον και εργαζόμενη στο κοινοτικό παρθεναγωγείο Ευαγγελισμός, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης και συνέχισε να δημοσιεύει κείμενα εθνικού περιεχομένου στον Τύπο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1905 ως το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Πρακτικού Παρθεναγωγείου. Στην Αθήνα πραγματοποίησε λίγα σύντομα ταξίδια, διατηρούσε όμως επαφή με την πνευματική κίνηση της πρωτεύουσας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα υγείας. Πέθανε στο νοσοκομείο του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης, από καρκίνο του στομάχου.
dighimatografoepistoli_resize
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1888 με τη δημοσίευση της έμμετρης κωμωδίας Λαχειοφόρον Γραμμάτιον στο Ημερολόγιον των Κυριών της Κωνσταντινούπολης (1888-1889), του οποίου υπήρξε συνεκδότις (με την Χ.Κορακίδου). Το 1889 πραγματοποίησε την πρώτη της έκδοση, με τη συλλογή διηγημάτων Δεσμίς διηγημάτων, την οποία προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού αλλά και του χρονογραφικού και αρθρογραφικού έργου της δημοσίευσε στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Φιλολογική Ηχώ κατά τη διετία 1896-1897, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε και στο δημοτικιστικό κίνημα. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά της Πόλης και – μετά την επιθετική εναντίον της τακτική – με έντυπα της Αθήνας.
Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού – ιδιαίτερα του διηγηματικού – λόγου στη χώρα μας. Ωστόσο το έργο της αποκλίνει από την κυρίαρχη για την εποχή τάση της λυρικής ηθογραφίας στον ελληνικό πεζό λόγο. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει : «Αξιοσημείωτο είναι το λογοτεχνικό της έργο. Μερικά πολίτικα διηγήματά της και μερικά βυζαντινά είναι από τα ωραιότερα που έχουμε».
Ο Μιχάλης Περάνθης σημειώνει : «Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου δεν περιορίστηκε μόνον στο ιστορικό διήγημα. Άλλο τόσο, αν όχι με την ίδια επιτυχία, καλλιέργησε και το διήγημα της κοινωνικής ζωής, εκείνο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘αστική ηθογραφία’».
Ο σύγχρονός μας Γιάννης Παπακώστας συγκεφαλαιώνει : «Είναι η πρώτη γυναίκα που καλλιέργησε συστηματικά το νεοελληνικό διήγημα, προκαλώντας την προσοχή των κριτικών και των αθηναϊκών κύκλων γενικότερα (…) Αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη παρουσία για τον αφηγηματικό μας λόγο και τα πράγματα απέδειξαν ότι με την πάροδο του χρόνου αυξάνει όλο και πιο πολύ το ενδιαφέρον για το έργο της. Και τούτο, γιατί διαθέτει στοιχεία ικανά να του εξασφαλίσουν επιβίωση και διάρκεια στην πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (…) Το κυριότερο γνώρισμα του αφηγηματικού λόγου της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου αποτελεί η ψυχογραφική διείσδυση στα πρόσωπα που περιγράφει. Και δεν αρκείται στις αντιδράσεις τους, αλλά προσπαθεί και να τις ερμηνεύσει, διερευνώντας και τα αίτια της συμπεριφοράς τους».
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου μιλά και σε μας σήμερα. Μια γυναίκα που ήταν πρωτοπόρα στα νεοελληνικά γράμματα. Περιγράφει την κοινωνική ζωή στην Κωνσταντινούπολη, την οικογενειακή ζωή, τη θέση της γυναίκας, τα όνειρα και τα βάσανα του ανθρώπου. Και φτάνει σε μια βιοσοφία σαφή και απλή: «Ω ανθρωπότης ! διατί πιστεύουσα αβασανίστως εις την κακίαν δυσπιστείς εις την αρετήν;»
Γράφει ο Φιλόλογος Θανάσης Μουσόπουλος