Τι μπορεί να συμβεί όταν υπερισχύει το συναίσθημα κι όχι η λογική; «Μπροστά σου, απλώνεται το αδιέξοδο», μου είπε η Άννια Κ, 25 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Πως μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο αδέρφια… που εξωτερικά έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό, ενώ ο εσωτερικός τους κόσμος, ήταν τόσο διαφορετικός;
«Τον Αλέξανδρο τον γνώρισα στην Ιταλία. Αρχικά, τον ερωτεύτηκα και στη συνέχεια τον αγάπησα. Μείναμε μαζί. Ήταν πολύ γλυκός και τρυφερός, ευαίσθητος, γεμάτος κατανόηση, έτοιμος να σου προσφέρει ασφάλεια. Δεν ήμουν, όμως, ευτυχισμένη, ίσως γιατί ήμουν υπερβολικά ανασφαλής και πολύ μικρή για να ξέρω τι θέλω» μου λέει και χαμογελάει.
« Ο Μάρκος, ο δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρου, ήρθε να μείνει στην Ιταλία. Όταν τον είδα, νόμιζα, ότι ήταν ο Αλέξανδρος. Αρχικά, μπερδευόμουν πολύ. Δεν υπήρχε, ούτε ένα μικρό σημάδι, που να διαφοροποιεί τον έναν από τον άλλο κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι περίεργα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αλέξανδρος, έφυγε για την Ελβετία. Εγώ έμεινα πίσω, γιατί είχα εξεταστική. Το περίεργο, ήταν, ότι μαζί μου έμεινε και ο Μάρκος. Η συντροφιά του μου άρεσε πολύ. Με έκανε να γελάω και να χαλαρώνω. Δεν είχε τίποτα κοινό με τον αδελφό του. Ήταν δυναμικός, ενεργητικός και ζωηρός. Ήταν, όμως, κυνικός και δεν ήταν λίγες οι φορές, που μου έδινε την εντύπωση, ότι ήταν σκληρός, χωρίς ίχνος ευαισθησίας. Ήταν πιο ‘μαγκάκι’. Πολλές φορές, μου μιλούσε με απίστευτη τρυφερότητα και άλλες φορές τυπικά. Ήταν πολύ περίεργος. Ένιωθα μια ακαταμάχητη έλξη. Είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο τυπική μαζί του και φρόντιζα να λείπω αρκετές ώρες από το σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερνα. Κάτι με τραβούσε σαν μαγνήτης πάνω του. Ένα βράδυ, κάναμε έρωτα. Δεν το είχαμε προσχεδιάσει. Ήταν αυθόρμητο…» και απλώνεται μια σιωπή, συνώνυμη της ενοχής.
«Μου πρότεινε να φύγουμε για την Ελλάδα. Αυτό, που ένιωθε για μένα, ήταν πολύ έντονο. Του εξήγησα, ότι δεν μπορούσα να αφήσω πίσω την ζωή μου, ούτε και τον Αλέξανδρο. Δεν μπορούσα να τον πληγώσω – αν και το είχα ήδη κάνει- αλλά ούτε και να αφήσω τον Μάρκο να φύγει. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που ένιωθα τόσο μπερδεμένη. Ήμουν ανάμεσα σε δύο άντρες και το χειρότερο ήταν ότι ήταν αδέρφια. Ζήτησα από τον Μάρκο να φύγει, αλλά αρνήθηκε. Με απειλούσε, ότι θα τα αποκαλύψει όλα στον Αλέξανδρο, αν δεν πήγαινα μαζί του. Έτρεμα και μόνο στην ιδέα, γιατί κάτι τέτοιο δεν του άξιζε. Μάζεψα τα πράγματά μου για να φύγω. Οι ενοχές όμως, δεν το επέτρεπαν. Ήθελα να του πω εγώ την αλήθεια. Όταν εκείνος επέστρεψε, του είπα ότι ήμουν ερωτευμένη με άλλον, αλλά δεν του αποκάλυψα με ποιόν. Με συγχώρησε, γιατί ήθελε να συνεχίσουμε μαζί…Οι ερινύες, όμως, με καταδίωκαν. Δεν μπορούσα να τον αντικρίσω. Ντρεπόμουν. Έφυγα κι επέστρεψα στην Ελλάδα. Ήρθε και με βρήκε ο Μάρκος. Έκπληκτη, τον άκουσα να μου λέει, ότι θα ήθελε να μείνουμε μαζί. Τον αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι άλλο, αλλά αρνήθηκα, χωρίς καν να του εξηγήσω γιατί. Από τότε δεν είδα κανέναν από τους δύο. Δεν ξέρω τι έγινε. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε. Δεν μετανιώνω για τίποτα, αλλά νιώθω ένα κενό και πόνο για μια ανεκπλήρωτη αγάπη…», λέει και κοιτάζει τη μικρή φωτογραφία μέσα από την ατζέντα της. Δεν έμαθα ποτέ, αν ήταν ο Αλέξανδρος ή ο Μάρκος…
Από τη Βίκυ Αλεξανδροπούλου