Ο λόρδος Έλγιν και το έργο του. Τα μόνα στοιχεία, που σκιαγραφούν τη ζωή και το έργο του Έλγιν προέρχονται από τον Άγγλο χρονικογράφο και μακρινό συγγενή του, Arthur Hamilton Smith.»Ο λόρδος Έλγιν σπούδασε στο Harrow και στο Westminster.
Κατατάχτηκε στο στρατό το 1785 και, χωρίς να υπηρετήσει σε μάχιμη μονάδα, έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού. Εκλέχτηκε μέλος της Βουλής των Λόρδων, ως αντιπρόσωπος της Σκωτίας το 1790, και κράτησε τη θέση αυτή ως το 1807″, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Ναπολέων σκέφτεται να εισβάλλει στην Αγγλία. Η προσοχή του, τελικά, στρέφεται στην Αίγυπτο, που μέχρι τότε τελεί υπό τουρκική κατοχή. Την κατακτά, οπότε διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Είναι η κατάλληλη στιγμή για την Αγγλία να διορίσει πρεσβευτή στην Τουρκία· αυτός είναι ο Λόρδος Έλγιν.
Ο Έλγιν μόλις είχε παντρευτεί την όμορφη και πλούσια Mary Nisbett και σχεδόν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες του εξοχικού του στη Σκωτία. Είχε όμως μια αδυναμία στα αρχαία ελληνικά γλυπτά. Έτσι, πριν από την ανάληψη των διπλωματικών καθηκόντων του, σκέφτηκε να κοσμήσει το σπίτι του με αντίγραφα των πραγματικών έργων της Ακρόπολης. Η ιδέα τον ενθουσίασε, και αμέσως συγκρότησε μια ομάδα ανθρώπων που θα τον βοηθούσαν σ’ αυτό του το εγχείρημα.
Η Σκωτσέζα Mary Hamilton Nisbett διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας της για το όραμα του άντρα της να αποκτήσει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα από τους Οθωμανούς
Το 1799, όταν διορίστηκε πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, επεδίωξε να γίνει γνωστός για την αγάπη του στις καλές τέχνες. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλισε την κυβερνητική υποστήριξη στη δημιουργία σχεδίων και εκμαγείων από τα αρχαία ερείπια της Αθήνας.
Στην προσπάθειά του να βρει συνεργάτες, ο J. M. Turner –διάσημος ζωγράφος– δεν αποδείχτηκε εύκολη λεία. Στράφηκε τότε σε δύο λιγότερους σημαντικούς ανθρώπους: έναν άτυχο Ιταλό εικονογράφο, τον Giovanni Battista Lusieri, και τον υποψήφιο υφυπουργό της Γαλλίας, Hamilton. Ο δεύτερος θα του εξασφάλιζε τα έργα τέχνης που είχε υπεξαιρέσει ο Ναπολέων. Το αρχικό σχέδιο του Έλγιν ήταν να κάνει αντίγραφα και εκμαγεία, ίσως να αποκτήσει και κάποια σκόρπια δείγματα.
Στις 10 Ιουλίου του 1801 όμως γράφει στον Lusieri: «Πρέπει να έχεις υπόψη σου τα σχέδια για την κατοικία μου στη Σκωτία… Η αίθουσα υποδοχής πρόκειται να διακοσμηθεί με κίονες. Μήπως λοιπόν θα ήταν καλύτερα να πάρουμε μερικούς άσπρους κίονες δουλεμένους σ’ αυτή τη χώρα, ώστε να τους στείλουμε δια θαλάσσης στην κατοικία μου; Ή να ψάξουμε για διαφορετικά είδη μαρμάρων… και να διακοσμήσουμε την αίθουσα υποδοχής με κίονες διαφορετικούς μεταξύ τους; …θα επιθυμούσα να συλλέξουμε όσα περισσότερα μάρμαρα γίνεται. Έχω κι άλλους χώρους στην κατοικία μου όπου χρειάζονται…»
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Ιταλός ζωγράφος Giovanni Battista Lusieri. Εφημέριος της ομάδας του Έλγιν ήταν ο αιδεσιμότατος Hunt. Οι νίκες του λόρδου Νέλσον στον Νείλο εναντίον του Βοναπάρτη είχαν εντυπωσιάσει τους
Τούρκους, οι οποίοι ήθελαν να προσελκύσουν το βρετανικό ενδιαφέρον.
O λόρδος Έλγιν
Το 1801, η ομάδα του Έλγιν κατέβηκε στην Αθήνα για να μελετήσει τα μνημεία της Ακρόπολης, αλλά της απαγορεύτηκε η είσοδος. Μετά από 6 μήνες, κι αφού δωροδόκησαν τον στρατιωτικό κυβερνήτη, με 5 λίρες σε κάθε επίσκεψη, μπήκαν ελεύθερα στην Ακρόπολη. Η διαδικασία της δωροδοκίας θα σταματούσε μόνο όταν τα μάρμαρα θα έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς. Όμως οι φήμες που αφορούσαν στην προετοιμασία της γαλλικής στρατιωτικής δράσης διέκοψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Έλγιν.
Ο Έλγιν, παρ’ όλα αυτά, δεν παραιτήθηκε τόσο εύκολα. Εκμεταλλεύτηκε την επιρροή του πάνω στον Σουλτάνο. Απέστειλε λοιπόν τον πιστό πράκτορα του, τον αιδεσιμότατο Hunt, στην Αθήνα, ο οποίος διαπίστωσε, όπως αναφέρει σε επιστολή του, πως χρειαζόταν έγγραφο της Πύλης επειδή η Ακρόπολη φρουρείτο «από φανατικούς μουσουλμάνους και θρασείς γενίτσαρους».
Συνέπεια αυτού ήταν να του παραδώσει ο Σουλτάνος ένα έγγραφο, το λεγόμενο φιρμάνι, το οποίο επέτρεπε τη συνέχιση των εργασιών στην Αθήνα. O αιδεσιμότατος πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον λόρδο Έλγιν και ζητάει να αναφέρεται στο έγγραφο ότι οι καλλιτέχνες ανήκουν στην υπηρεσία του Βρετανού πρεσβευτή. Στην πραγματικότητα, το φιρμάνι έφερε την υπογραφή του Σεγκέ Αβδουλάχ Καϊμακά, αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζύρη που απουσίαζε εκείνη την εποχή στην Αίγυπτο.
Στο φιρμάνι αναφερόταν ότι «οι καλλιτέχνες έχουν το δικαίωμα να περπατήσουν, να επιθεωρήσουν και να μελετήσουν τις μορφές και τα κτίρια που επιθυμούν να σχεδιάσουν ή να αντιγράψουν, όπως και να τοποθετήσουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο ναό ή να αντιγράψουν σε ασβεστόλιθο ή σε γύψο τα αναφερόμενα κοσμήματα και μορφές ή να σκάψουν, αν κρίνουν αναγκαίο, σε αναζήτηση επιγραφών ανάμεσα στα απορρίμματα. Να μην παρεμποδιστούν από το να αφαιρέσουν οποιαδήποτε κομμάτια από πέτρες με επιγραφές ή με μορφές».
Αθέμιτες επιχειρήσεις οργανώνονται, συνεργεία από Ρωμαίους και Ναπολετάνους τεχνίτες εγκαθίστανται κάτω από την Ακρόπολη, και στήνονται οι σκαλωσιές της ντροπής. Το ξερίζωμα αρχίζει και τα αριστουργηματικά γλυπτά φορτώνονται σε καράβια, θυσία στο βωμό πολιτικών, στρατιωτικών και εμπορικών συμφερόντων.
Στις 31 Ιουλίου του 1801 αφαιρέθηκε η πρώτη μετόπη από τον Παρθενώνα. Ο Lusieri δεν μπορούσε άλλο να περιμένει τα πριόνια, που είχε ζητήσει με επιστολή του από τον Έλγιν, και στις 28 Οκτωβρίου του ανέφερε: «Μ’ ένα μόνο πριόνι που πήρα από τη μονή, πριόνισαν ένα πολύτιμο τμήμα από το γείσο του θριγκού στο ναό του Ποσειδώνα του Ερεχθέως (Ερέχθειο). Με το ίδιο πριόνι πριονίζουν τώρα και μια ανάγλυφη παράσταση, ένα μέρος από τη ζωφόρο του Παρθενώνα».
Σε άλλη επιστολή του, ο Lusieri αναφέρει στον Έλγιν: «Επειδή το κομμάτι της ανάγλυφης ζωφόρου δεν πριονίστηκε καλά εξαιτίας της έλλειψης αρκετά λεπτών πριονιών, κι επειδή ήταν λίγο αδύναμο στο κέντρο, χώρισε στα δύο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, παρά τις προφυλάξεις που είχαμε λάβει. Ευτυχώς, έσπασε σε ευθεία γραμμή, σ’ ένα σημείο που δεν έχει γλυπτική εργασία. Έτσι, το ατύχημα μας βοήθησε να το μεταφέρουμε γρήγορα και να το φορτώσουμε στο πλοίο».
Ο Edward Clarke στο βιβλίο του «Ταξίδια σε ευρωπαϊκές χώρες» αναφέρεται στη μεταφορά των Μαρμάρων, αφού μάλιστα ήταν παρών. Διηγείται ότι σε μια άτυχη στιγμή, ένα κομμάτι του πεντελικού μαρμάρου υποχώρησε κάτω από την πίεση των μηχανημάτων του Έλγιν. Tα ογκώδη πεντελικά μάρμαρα έσπασαν και τα θρυμματισμένα κομμάτια έπεσαν, προκαλώντας φοβερό πάταγο, και σκορπίστηκαν ανάμεσα στα ερείπια.
Έως και ο Τούρκος αξιωματικός έβγαλε μια απελπισμένη κραυγή και με δάκρυα στα μάτια φώναξε: «Τέλος». Η βαρβαρότητά του δεν έφτανε στο σημείο να βλέπει τα κτίσματα της Ακρόπολης να γίνονται έρμαια στα χέρια των Άγγλων. Δήλωσε με αποφασιστικότητα ότι δεν θα επέτρεπε να συνεχιστούν τα έργα. Τα χρήματα όμως που του προσφέρθηκαν ήταν πολύ πιο ισχυρά από την κλονισμένη αποφασιστικότητά του. Έτσι, άνοιξε και πάλι ο δρόμος για τη σύληση της Ακρόπολης…
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1801, ο Έλγιν διατάσσει την άμεση αποστολή των γλυπτών στο Λονδίνο επειδή ανησυχούσε μήπως τον εμποδίσουν οι Γάλλοι. Ναύτες του αγγλικού πολεμικού στόλου μεταφέρουν τα αρχαία στην αυλή του προξένου της Αγγλίας στην Αθήνα κι εκεί συσκευάζονται για να αποσταλούν στην Αγγλία. Το πρώτο πλοίο που χρησιμοποιείται είναι το ‘Μέντωρ’.
Το ‘Μέντωρ’ ήταν ένα μικρό μπρίκι που είχε αγοράσει ο Έλγιν. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1802 εξέπλευσε από τον Πειραιά με 3 μαρμάρινα μπούστα από τον Παρθενώνα, ένα κομμάτι από τη ζωφόρο κι ένα μαρμάρινο θρόνο. Το πολύτιμο φορτίο του είχε συσκευαστεί σε 17 κιβώτια. Ναυάγησε όμως λίγο έξω από τα Κύθηρα.
Η ζωφόρος του ναού της Απτέρου Νίκης ανασύρθηκε μετά από ένα μήνα. Όταν ο Έλγιν πληροφορήθηκε το ναυάγιο, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ζήτησε τη συνδρομή των αγγλικών πλοίων που έπλεαν στο Αιγαίο, καθώς και τη βοήθεια του Έλληνα πλοιοκτήτη των Σπετσών, Βασίλη Μεναχίνη, για την ανέλκυση του φορτίου. Οι προσπάθειες ανέλκυσης διήρκεσαν δυο χρόνια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1804. Κατασχέθηκαν όμως από πιστωτές του Έλγιν και πουλήθηκαν τελικά στη βρετανική κυβέρνηση το 1816.
Στο μεταξύ, οι αποστολές συνεχίζονταν, και τα μάρμαρα μεταφέρονταν στην Αγγλία με πλοία του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Τον Ιανουάριο του 1803, ο Έλγιν φόρτωσέ στο πλοίο ‘Άρτεμις’ άλλα 44 κιβώτια. Πήγε στα Κύθηρα κι από εκεί στη Μάλτα, στη Νεάπολη, στη Ρώμη και κατέληξε στο Παρίσι.
Στο Παρίσι, ωστόσο, ο Ναπολέων εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των Άγγλων υπηκόων που βρίσκονταν στη χώρα του ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή επιστροφή του στρατηγού Boyer. Έτσι, τον Μάιο του 1803, ο Έλγιν συνελήφθη κι έμεινε φυλακισμένος έως το 1805 οπότε τον απελευθέρωσε ο Ταϋλλεράνδος.
Τον Ιανουάριο του 1804, τα αρχαία αντικείμενα έφτασαν έξω από την ιδιοκτησία του Έλγιν, στο Λονδίνο. Εκεί παρέμειναν για τρία χρόνια, εκτεθειμένα στη διάβρωση που προκαλεί το υγρό κλίμα του Λονδίνου, εφόσον ο Έλγιν ήταν ανήμπορος στις φυλακές της Γαλλίας.
Από τις γαλλικές φυλακές, ο Έλγιν διατηρούσε μια δύσκολη επικοινωνία με τον Lusieri. Στο μεταξύ, ο Lusieri είχε αποσπάσει από τον Παρθενώνα μία από τις Καρυάτιδες, έναν κίονα από το Ερέχθειο και άλλα πολύτιμα ανάγλυφα. Επίσης, με ανασκαφές που έκανε, έφερε στο φως αγγεία και άλλα αρχαία, τα οποία έστειλε στην Αγγλία. Τα παρέλαβε ο Έλγιν, όντας ελεύθερος πια.
Το 1810, ο Έλγιν φόρτωσε στο πολεμικό πλοίο ‘Hydra’ τα τελευταία λάφυρα. Το φορτίο αυτό όμως δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Η φρεγάτα ‘Cambian’, με κυβερνήτη τον Χάμιλτον, βυθίστηκε κοντά στην Γραμβούσα, στην Κρήτη.
Ο λόρδος Βύρωνας, με την ευαίσθητη φιλελληνική πένα, γράφει στις 3 Ιανουαρίου του 1810. «Αυτή τη στιγμή, ένα υδραίικο πλοίο είναι αραγμένο στον Πειραιά και καρτερεί το ανεκτίμητο φορτίο όσων φορητών λειψάνων δεν εχουν ακόμη μεταφερθεί στο Λονδίνο. Ένας νεαρός Έλληνας έλεγε στους συμπατριώτες του: ‘Τώρα μπορεί ο λόρδος Έλγιν να καμαρώνει που κατερείπωσε την Αθήνα’. Ένας Ιταλός ζωγράφος, ονόματι Lusieri, είναι ο πράκτορας του ολέθρου. Ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Γάλλο πρόξενο Fauvel, που επιθυμεί να περισώσει τα λείψανα για λογαριασμό της κυβέρνησής του, έχει ξεσπάσει βίαιη φιλονικία γύρω από μια άμαξα που χρησιμοποιείται για τις μεταφορές των μαρμάρων… Όταν όμως φορτώνουν τρία ή τέσσερα καράβια με τα πιο πολύτιμα αρχαιολογικά λείψανα που ο χρόνος κι η βαρβαρότητα άφησαν στις πιο αφανισμένες και στις πιο ένδοξες πολιτείες, όταν τα καταστρέφουν στη μάταιη προσπάθειά τους να αποσπάσουν αυτά τα έργα που υπήρξαν θαύματα των αιώνων, ξέρω πως δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία, όποιοι κι αν είναι οι δράστες της άνανδρης καταστροφής…».
Έως το 1811, οι αποστολές αρχαίων από την Αθήνα και από άλλα μέρη, προς τον Έλγιν, ήταν συστηματικές. Ξαφνικά όμως ο Ελγιν έχασε το ενδιαφέρον του για μεγάλες μεταφορές αρχαίων και ανασκαφές. Επίσης, απέρριψε την πρόταση του Lusieri για ανασκαφές στην αρχαία Ολυμπία. Σταδιακά, επήλθε και η ρήξη στις σχέσεις τους. Όταν η αποστολή ολοκληρώθηκε, τον Ιανουάριο του 1819, ο Έλγιν τον αποδέσμευσε από τα καθήκοντά του.
Τελικά, το 1816, όταν ο Έλγιν επέστρεψε ελεύθερος στο Λονδίνο, ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση 35.000 λίρες Αγγλίας για την πώληση των Μαρμάρων. Υπέρ της αγοράς των Μαρμάρων ψήφισαν 82 ενώ 30 καταψήφισαν. Πριν αποφασιστεί η αγορά, η Βουλή των Κοινοτήτων είχε αποφανθεί πως ο Έλγιν ήταν αρχαιοκάπηλος, καταστροφέας και ιερόσυλος.
Οι λόγοι που ανάγκασαν τον λόρδο Έλγιν να πουλήσει τα πολύτιμα ελληνικά μάρμαρα ήταν οικονομικοί. Τα υπέρογκα ποσά που ξόδεψε κατά την τετράχρονη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και το διαζύγιο από την πλούσια γυναίκα του, τον οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Το 1817, δύο πολεμικά πλοία, το ‘Tagus’ και το ‘Satellite’, αναχώρησαν για την Βρετανία. Το φορτίο τους ήταν μαρμάρινες ταφόπλακες, χάλκινα αντικείμενα κι εκατοντάδες αγγεία. Είχε σημάνει το τέλος της λεηλασίας του ιερού Βράχου της Ακροπόλεως.
Στο διάστημα της απουσίας του Έλγιν, η σύζυγός του συζούσε με άλλον άντρα, τον Robert Ferguson, γείτονά τους. Ετσι, ο γάμος τους έληξε άδοξα. Μα και η υποδοχή που του επεφύλαξαν οι Βρετανοί δεν ήταν η καλύτερη. Αμφισβητήθηκε έντονα η αυθεντικότητα των αρχαίων αντικειμένων, γεγονός το οποίο εμπόδιζε τον Έλγιν να τα πουλήσει.
Από το 1816, τα μάρμαρα του Παρθενώνα κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο. Ο George Gale στο άρθρο του στην ‘Daily Express’, στις 9 Μαρτίου του 1983, έγραψε: «Όσο καιρό παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο, θα αποτελούν μνημείο της ελληνικής τέχνης και του βρετανικού βανδαλισμού, μνημείο του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας και της απληστίας και αρπακτικότητας της σύγχρονης Βρετανίας». Είναι καιρός πια τα μάρμαρα «να βολευτούν» με τον καταγάλανο αττικό ουρανό, γιατί η ιστορία δεν δανείζεται, υπάρχει μόνο για τον ουρανό που τη γέννησε…
Βίκυ Μπαφατάκη, Αρχαιολόγος – Επικοινωνιολόγος
Συνεργάστηκαν οι δημοσιογράφοι: Βίκυ Αλεξανδροπούλου & Παντελής Σπυριδάκης
Επιμέλεια κειμένου: Θεοδώρα Δαρβίρη
Φεβρουάριος 2000 Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΕΙΝΑΙ