Τον προηγούμενο Δεκέμβριο, οι Sunday Times τη χαρακτήριζαν «λαίδη». Την ίδια εποχή, το Harper’s Bazaar την περιλάμβανε στις γυναίκες της χρονιάς, χαρακτηρίζοντάς την, ως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον φαινόμενο που κατέκτησε τον κόσμο της μόδας σε Αμερική και Μεγάλη Βρετανία.
Η συνέντευξή της στους Times έκλεινε με τη δήλωσή της: «Θα σου πω ένα πράγμα, το οποίο πραγματικά πιστεύω… Η ελευθερία της αποτυχίας είναι αυτό που σε ισχυροποιεί. Γι’ αυτό πρέπει να τη δέχεσαι ως άλλη μια εμπειρία, ένα πολύτιμο μάθημα…».
Σήμερα τα λόγια της ακούγονται τραγικά. Μόλις τρεις μήνες μετά από εκείνες τις συνεντεύξεις, το κορμί της βρίσκεται κρεμασμένο από μια γραβάτα στο διαμέρισμά της στην 11η Λεωφόρο.
Η διαφημιστική καμπάνια της έτρεχε με μηνύματα στον προσωπικό λογαριασμό της στο twitter, ακόμα και μια ώρα μετά το θάνατό της.
Μετά το σοκ των πρώτων ωρών στο άκουσμα της είδησης, ο διεθνής τύπος παραμένει μουδιασμένος σχετικά με τα κίνητρα αυτής της αναπάντεχης αυτοκτονίας. Τα οικονομικά ανοίγματα, τα χρέη φαίνεται πως ήταν ο βραχνάς που -στην κυριολεξία- την έπνιξαν. Μόλις πριν από ένα μήνα αναγκάστηκε να ματαιώσει την παρουσίαση της κολεξιόν της στο Λονδίνο, γιατί έλειπαν κάποια υλικά. Ωστόσο υπήρχαν σχέδια και προετοιμασία για την επίδειξη των ρούχων της στο showroom της στο Παρίσι. Και η διαφημιστική καμπάνια της έτρεχε με μηνύματα στο twitter, ακόμα και μια ώρα μετά το θάνατό της -από συνεργάτες της.
Ένα μελαχρινό ψηλό κορίτσι που ήθελε να φτιάχνει ρούχα
Το φινάλε της Σκοτ δείχνει ανακόλουθο μιας ζωής που στέφθηκε από προσωπικές επιτυχίες. Μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη της Γιούτα, ως υιοθετημένο παιδί των Μορμόνων Ιβάν και Λούλα Μπάμπροου, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Λουάν. Η ίδια έχει χαρακτηρίσει το σκηνικό των παιδικών της χρόνων «…βγαλμένο από τον Εξωγήινο του Σπίλμπεργκ. Παιδιά έκαναν ποδήλατα, κάθε τόσο στήνονταν γιορτές και παντού υπήρχαν ανοιχτές πόρτες».
Τα μέλη της οικογένειάς της ήταν ξανθοί με γαλανά μάτια. Η ίδια ήταν ένα κορίτσι με χλομό δέρμα και πολύ σκούρα μαλλιά που πέταγε ύψος σε… ανησυχητικό βαθμό -τελικά έφτασε το 1.92μ. Από μικρή είχε μια έμφυτη αγάπη στη μόδα. Η μαμά της έμαθε αρχικά να φτιάχνει ρούχα για τις Μπάρμπι της, αργότερα και για τον εαυτό της.
Στα 16 της ο φωτογράφος Μπρους Βέμπερ της πρότεινε να γίνει μοντέλο. Άλλαξε το όνομά της σε L’wren Scott κι έβγαλε εισιτήριο για το Παρίσι -χωρίς επιστροφή. Το μόντελινγκ, όμως, δεν επρόκειτο να την κρατήσει για πολύ, αν και συνεργάστηκε με κορυφαίους φωτογράφους, όπως ο Χερμπ Ριτς -κι έζησε την χλιδάτη ζωή ενός καλοπληρωμένου μοντέλου. Αυτό που προτιμούσε, όμως, ήταν να ντύνει τις γυναίκες.
Επόμενο βήμα της, να γίνει στυλίστρια, η οποία συνεργαζόταν με μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ ή κινηματογραφικές παραγωγές. Το όνειρό της ήταν να δημιουργήσει τα δικά της ρούχα, κάτι το οποίο κατάφερε τελικά το 2006, όταν παρουσίασε την πρώτη προσωπική συλλογή της με τίτλο «Μικρό μαύρο φόρεμα».
Η συλλογή περιλάμβανε ένα πλήθος φορεμάτων, κάποια εκ των οποίων φόρεσαν οι Μαντόνα, Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Αντζελίνα Τζολί (φημολογείται ότι της έραβε το νυφικό), Νικόλ Κίντμαν, Πενέλοπε Κρουζ.
Αργότερα στο πελατολόγιο της μπήκαν και ονόματα, όπως αυτά των Μισέλ Ομπάμα, Κάρλα Μπρούνι, Ναόμι Κάμπελ, Τζένιφερ Λόπεζ και Σάντρα Μπούλοκ.
Λιμουζίνες, γιοτ και φινάλε τραγωδίας
Η ζωή της έδειχνε βγαλμένη από σελίδες περιοδικών (χλιδή, σπίτια σε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, ακριβά ρούχα, κοσμήματα, πάρτι, γιοτ, ταξίδια, λιμουζίνες) κι αν της έλειπε μια δόση ροκ εντ ρολ, αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο του Μικ Τζάγκερ, με τον οποίο άρχισαν να βγαίνουν το 2001.
«Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους» δηλώνουν τώρα ανώνυμες πηγές. Κι εκείνος στο άκουσμα της είδησης έτρεξε, ματαιώνοντας την προγραμματισμένη συναυλία του στην Αυστραλία.
Η αλήθεια είναι πως ο Τζάγκερ δεχόταν να φωτογραφίζεται μαζί της για να ανεβάζει εκείνη φωτογραφίες στο Instagram, ενώ συχνά ήταν η συνοδός του στις πιο επίσημες εκδηλώσεις (όπως τα Όσκαρ). Πολύ στενή, γράφεται πως ήταν και η σχέση της με την οικογένειά του, ιδίως τις κόρες του.
Η είδηση του θανάτου της, σόκαρε κι ακόμα δεν μπορεί να εξηγηθεί. Ακολουθεί τον θάνατο δύο ακόμα μεγάλων της μόδας, του Βρετανού Αλεξάντερ Μακ Κουίν, ο οποίος πέθανε στο Λονδίνο το 2010 σε ηλικία 40 ετών και της fashion editor Ιζαμπέλα Μπλόου, η οποία πέθανε το 2007 στα 48 της.
Οι πρώτες πληροφορίες σχετικά με τα αίτια της αυτοκτονίας της, αναφέρονται στην ασθένεια των καιρών, που δεν κάνει διακρίσεις σε χλιδή και σε μιζέρια. Δημοσιεύματα υποστηρίζουν ότι έπασχε από βαριάς μορφής κατάθλιψη που επιδεινωνόταν από τα χρέη, σύμφωνα μάλιστα με την Daily Mail, προ ολίγων εβδομάδων υπήρξε άλλο ένα περιστατικό στο οποίο προσπάθησε να βλάψει τον εαυτό της. «Η μόδα είναι πανοπλία για να επιζήσεις στην πραγματικότητα της ζωής» έγραψε σε ένα από τα τελευταία posts της στο Instagram.
Ο κόσμος της μόδας και του θεάματος αντέδρασε με μηνύματα θλίψης στα social media. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ήρθε από την Μπο Ντέρεκ, η οποία έγραψε: «Ευχαριστώ που με έκανες να νιώθω όμορφη». «Θα μας λείπεις για πάντα» έγραψε ο Μαρκ Τζέικομπς, ενώ η πρώην σύζυγος του Τζάγκερ, Μπιάνκα δήλωσε συντετριμμένη «από την απώλεια της υπέροχης και ταλαντούχας Λόρεν Σκοτ».
Φαινομενικά, η ζωή της έδειχνε στρωμένη με ρόδα. Όπως τα ρόδα που καλλιεργούσε στο σπίτι που μοιραζόταν με τον Τζάγκερ, τα χρώματα των οποίων ενέπνευσαν τη σειρά καλλυντικών που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τον Bobbi Brown.
Σήμερα κάτω από το διαμέρισμά της υπάρχει ένα μπουκέτο λουλούδια, αστυνομικοί που κρατούν μακριά τους δημοσιογράφους, και η αίσθηση ενός «γιατί» που παραμένει αναπάντητο.
Από την Χριστίνα Κατσαντώνη
Πηγή: http://www.thetoc.gr/
Μάρτιος 2014