Ο τρόπος με το οποίο η μεσσηνιακή κοινωνία αντιμετώπισε κατά καιρούς τα πολυπληθή έργα γλυπτικής από ορείχαλκο ή μάρμαρο που κοσμούσαν τα δημόσια οικοδομήματα της πόλης τους δεν ήταν ενιαίος, ιδιαίτερα στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, όταν ο χριστιανισμός είχε επεκταθεί σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ορισμένα από τα πρώιμα έργα άλλαξαν θέση, ταυτότητα, χρήση και μορφή, ακόμη και φύλο, με μερική ή ολική επεξεργασία, στο πλαίσιο μιας διεργασίας που αποκαλείται ανακύκλωση.
Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις ολικής καταστροφής μαρμάρινων έργων, με κατακερματισμό για λόγους θρησκευτικούς, άλλα κυρίως για λόγους μετατροπής τους σε οικοδομικό υλικό – και ιδιαίτερα ασβέστη. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της consecratio cristiana, του καθαγιασμού και «εκχριστιανισμού» παγανιστικών αγαλμάτων με την εγχάραξη σταυρών ή άλλων χριστιανικών συμβόλων στο πρόσωπο ή σε αθέατα σημεία του κεφαλιού ή του κορμιού τους.
Η ΜΥΡΙΩΝΥΜΟΣ ΘΕΑ
Από τα έργα που αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές της αρχαίας Μεσσήνης ιδιαίτερα σημαντικό και πολυσήμαντο, παρά τα σπασίματα και τις ελλείψεις, είναι το άγαλμα της θεάς Ισιδας, που καθισμένη θηλάζει το παιδί της, τον Ωρο (εικόνα). Αυτό το πρωτότυπο σε σύλληψη και πλήρως εξελληνισμένο άγαλμα της πανάρχαιας αιγυπτιακής θεότητας, αποτελεί έργο άριστης τέχνης των πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων. Το πρότυπό του ανάγεται πιθανότατα στην πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια του 3ου αι. π.Χ.
Η θεά φορά μακρύ χιτώνα με κοντά μανίκια, ζωσμένο ψηλά κάτω από το στήθος που αφήνει ακάλυπτο τον αριστερό της μαστό. Τα σανδαλοφόρα πέλματά της πατούν λοξά στο χαμηλό υποπόδιο, μόνο τα άκρα δάχτυλα εξέχουν από τις πτυχές του χιτώνα της. Πάνω από τον χιτώνα φορά ένα πλούσια πτυχωμένο ιμάτιο που καλύπτει το δεξί μέρος του κορμού και τους μηρούς της, ενώ ανά δυο ελικοειδείς πλόκαμοι από την πλούσια κόμη της πέφτουν στους ώμους δεξιά και αριστερά από το λαιμό. Με το αριστερό χέρι αγγίζει τρυφερά την πλάτη του παιδιού της ενώ, εκείνο, καθισμένο στην αγκαλιά της μητέρας του, ακουμπά το υψωμένο δεξί του στο αριστερό γυμνό στήθος της θεάς.
Η εικονογραφική συγγένεια της Ισιδας που θηλάζει το βρέφος Ωρο με τη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, την Παναγία της δικής μας θρησκείας, είναι προφανής. Η θεά του Νείλου με τα δέκα χιλιάδες ονόματα, η μυριώνυμος Ισιδα, ταυτίστηκε με πολυάριθμες θεότητες του αρχαίου ελληνικού Πανθέου, συμπεριλαμβανομένης της Δήμητρας, σύμφωνα με μαρτυρία του Ηρόδοτου (2.59) – και θεωρήθηκε εφευρέτης του σίτου και όλων των καρπών της γης. Αγαπήθηκε με πάθος και λατρεύτηκε από τους κατοίκους της ελλαδικής χερσονήσου και των νησιών ως την ύστερη αρχαιότητα, ενώ πολλές από τις υποστάσεις της, όπως εκείνη της Ισιδας Πελαγίας, προστάτιδας των ναυτικών, ενσωματώθηκαν στη χριστιανική πίστη.
Ενας σταυρός χαραγμένος διακριτικά στην κάτω παρυφή του ιματίου της μεσσηνιακής βρεφοκρατούσας Ισιδας αναγνωρίζεται ως σύμβολο καθαγιασμού, μια consecratio cristiana που μεταβάλλει την υπόσταση του έργου, το “εκχριστιανίζει”.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ
Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα που ήλθε στο φως αμέσως νότια από το Θέατρο της αρχαίας Μεσσήνης ταυτίζεται με το ιερό της Ισιδος που είδε ο Παυσανίας στη θέση αυτή. Στο νότιο τμήμα του συγκροτήματος αποκαλύπτεται ένα πλέγμα από οκτώ υπόγειες ανισομεγέθεις αίθουσες μεγάλων διαστάσεων και βάθους που ξεπερνά τα 6 μέτρα. Είναι διαταγμένες σε δυο παράλληλες σειρές, που καλύπτουν έκταση 10 Χ 50 μ. περίπου, και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω αψιδωτών θυραίων ανοιγμάτων ύψους 4 μέτρων κατά μέσο όρο.
Η λειτουργία του συγκροτήματος σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τελετουργίες μύησης, όπου ο ρόλος του νερού ήταν ουσιαστικός για την μετάβαση του μυημένου στον κόσμο των πιστών της αιγυπτιακής λατρείας, όπως συμβαίνει στην τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης.
Σε όλα σχεδόν τα γνωστά ιερά της Ισιδος της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου στον ελλαδικό χώρο και την ιταλική χερσόνησο, η παρουσία δεξαμενών νερού είναι δεδομένη. Οι μύστες, μετά από κατήχηση που δέχονταν καθισμένοι σε λίθινα έρανα, έπρεπε σε συνέχεια να βυθιστούν στο νερό των δεξαμενών, στο πλαίσιο μιας τελετουργικής πράξης που συμβόλιζε το θάνατο του Οσίριδος από πνιγμό στα νερά του Νείλου και την ανάστασή του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί Ίσιδος, 39), κατά τη διάρκεια της τέλεσης των μυστηρίων του Οσίριδος, ο ιερέας βάδιζε στο νερό κρατώντας ένα δοχείο στο οποίο συγκέντρωνε συμβολικά τα επιπλέοντα μέλη του Οσίριδος. Από disjecta membra (μέλη διάσπαρτα) ανέστησε τον γιο της η μητέρα του Ίσιδα.
Η μεταφορά στοιχείων της μυητικής αυτής τελετουργίας στο χριστιανισμό είναι προφανής, ενώ η εγγύτητα των δύο ιερών στην αρχαία Μεσσήνη, του ιερού της Ίσιδας και της χριστιανικής εκκλησίας των χρόνων του Ιουστινιανού, φαίνεται ότι δεν είναι τυχαία.
Γράφει ο Καθηγητής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης