Από τους πνευματικούς ανθρώπους της περιοχής μας, με τους οποίους έχω τη χαρά να συνεργάζομαι και να συμπορεύομαι – πάνω από σαράντα χρόνια – στο χώρο της δημιουργίας, του πολιτισμού και της παιδείας γενικότερα, ο Δημήτρης Σταθόπουλος προσομοιάζει με τον Νίκο Καζαντζάκη.
ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΚΕΣ:
Α΄ ΔΟΞΑΡΙ ΕΙΜΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ•ΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ,
ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΠΙΣΩ
Β΄ ΜΗ ΜΕ ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ• ΘΑ ΣΠΑΣΩ
Γ΄ ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΣ ΣΠΑΣΩ!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, από την ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Το μότο της «Αναφοράς στον Γκρέκο» απόλυτα ταυτίζεται με την ψυχοσύνθεση, τη δημιουργικότητα, την αέναη ζωτική ορμή θα ’λεγα του Δημήτρη. Και οι τρεις αναβαθμοί του Καζαντζακικού λόγου ισχύουν για τον εκρηκτικό Σταθόπουλο: διαρκής επιδίωξη έντασης – αναζήτησης – διακινδύνευσης – προσφοράς. Μέχρις εσχάτων αγώνας για τις ιδέες και την έκφραση. Παιδί με τα όλα του… αιώνιος έφηβος, κατά τον Πλάτωνα, μάλιστα, «Έλληνες αεί παίδες εισί».
Ο Δημιουργός, ο λογοτέχνης είναι ένα αιώνιο παιδί.
Ο Δημήτρης γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1946 ήρθε στην Ξάνθη – δουλεύοντας στο εργοστάσιο Ζάχαρης – το 1972. Εδώ έφτιαξε την οικογένειά του, εδώ εργάστηκε μια ολόκληρη ζωή, παρουσίασε το δημιουργικό έργο του. Με την ευαίσθητη ευγενική φιλόξενη Γερακίνα έχτισαν στην Ξάνθη τον ωραίο κόσμο τους, με τη Χρυσούλα και τον Γεράσιμο φορείς ευαισθησίας. Έχω απόλυτη πεποίθηση ότι ο πνευματικός χώρος της Ξάνθης στάθηκε ευνοϊκός υποδοχέας της όλης ύπαρξης του Δημήτρη, ο οποίος είχε από νέος εικαστικά ενδιαφέροντα και δημιουργικές τάσεις. Στην νέα πατρίδα του, το πάντρεμα του υποκειμενικού και αντικειμενικού χώρου ήταν επιτυχές και γόνιμο. Δεν εννοώ ότι όλα του ήρθαν βολικά ή ότι δεν αντιμετώπισε δυσκολίες. Εννοώ ότι η χρονική στιγμή που ξεκίνησε την εδώ παρουσία ήταν ο ‘καιρός’ του.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια νοερή σύντομη αναδρομή στην πολιτιστική ζωή της Ξάνθης. Το 1980, σε άρθρο για την ‘Πολιτιστική ζωή στην Ξάνθη 1950 – 1980’, (στα «Θρακικά Χρονικά») ανάμεσα στα άλλα παρατηρώ:
«Το 1950 βρήκε την Ξάνθη στο ‘μηδέν’. […] Μια πρώτη δειλή διαφοροποίηση γίνεται με την ίδρυση της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης το 1952. Ήταν ένα βήμα θετικό για τη δημιουργία μιας γενικότερης υποδομής […] Γενικά, το κλίμα είναι φόβου και εσωστρέφειας. Αυτό σπάζει με την έκδοση των ‘Θρακικών Χρονικών’ στα 1960. Χαρακτηριστικό πάντως ότι οι περισσότεροι αγοραστές του οι ξανθιώτες που κατοικούν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ο φόβος και η εσωστρέφεια κορυφώνονται στην περίοδο της δικτατορίας. Όμως αυτά τα χρόνια γονιμοποιούν μιαν αλλαγή, μιαν έκρηξη καλύτερα γύρω στο 1972 – 73. Τότε η νεολαία που τράφηκε μέσα στα μεταπολεμικά χρόνια συνειδητοποίησε τη θέση και το ρόλο της».
Τα χρόνια που εγκαθίσταται στην Ξάνθη ο Δημήτρης Σταθόπουλος άρχισε ένας νέος κύκλος πολιτιστικής ζωής, με ριζοσπαστισμό, ρομαντισμό και διάθεση για ανατροπή του κατεστημένου και κοινωνική προσφορά. Συμπίπτει με τη δημιουργία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, την εγκατάσταση του Δ΄ Σώματος Στρατού, πολλούς νέους και νέες φοιτητές και στρατιώτες, εργαζόμενους και εργαζόμενες στα νέα εργοστάσια, νέους πολιτιστικούς φορείς, καινοτόμες ιδέες και δράσεις μετά το μπούκωμα της δικτατορίας.
Θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στα εικαστικά.
Η Ξάνθη έχει μακρά παράδοση στα εικαστικά, αν επικεντρωθούμε στα μεταπολεμικά χρόνια, αφού αναφέρουμε δύο περαστικούς ξένους ζωγράφους που απεικονίζουν εξαίσια την Ξάνθη, τον Καζαζιάν και τον Πετκώβ, στεκόμαστε στον Χρήστο Παυλίδη που κυριάρχησε στη ζωγραφική και γλυπτική από το 1946 για όλο τον εικοστό αιώνα, δημιουργώντας ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν τα εικαστικά πράγματα στην Ξάνθη. Πολλοί και πολλές διδάσκονται, δημιουργούν και συχνά εκθέτουν τα έργα τους. Στη δεκαετία του ’70 που έρχεται στην πόλη ο Δημήτρης υπάρχει ο χώρος εκθέσεων της ΦΕΞ, ενώ στην επόμενη δεκαετία δημιουργείται το εντευκτήριο Τέχνης «LE PASSAGE D’ ART», το ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΏΝ με τον Χάρη Καμπουρίδη και τον Γιάννη Ρουκούνη, και το Κέντρο Τέχνης Ανθης Γκέρμαν. Σε όλους αυτούς τους χώρους εκθέτει έργα του ο Δημήτρης Σταθόπουλος. Ο Στέφανος Ιωαννίδης σε κείμενά του για τα εικαστικά της πόλης πάντοτε μιλά επαινετικά για τον Δημήτρη. Σε άρθρο του 1983 αναφέρεται στον καλλιτεχνικό άξονα από πλατεία Αντίκα ως την πλατεία Μητρόπολης – σημειώνοντας το εργαστήρι ζωγραφικής του Σταθόπουλου.
Να σημειώσω περιαυτολογώντας τις δύο εικαστικές συναντήσεις που οργανώσαμε το 1990 όταν ήμουν πρόεδρος στη ΦΕΞ με σκοπό την κοινή δράση των εικαστικών. Επί Φίλιππου Αμοιρίδη έγιναν πολλά στο χώρο του πολιτισμού. Σε λίγα χρόνια (1997) δημιουργείται πράγματι η Δημοτική Πινακοθήκη «Χρήστος Παυλίδης» όπου ο Σταθόπουλος συμμετέχει μαζί με τόσους και τόσες εικαστικούς της Ξάνθης.
Ο Δημήτρης ήταν γενναιόδωρος και προσέφερε τις υπηρεσίες και το μεράκι του αφιλοκερδώς. Το 1981 – 82 συμμετέχει στη Θεατρική Ομάδα Ξάνθης, που ανεβάζει τις Εσωτερικές Ειδήσεις του Μάριου Ποντίκα, όπου έκανε σκηνικά και κουστούμια. Θυμόμαστε επίσης με συγκίνηση τη συνεργασία του με το Γυμνάσιο Σμίνθης το 1994 και 1995 όταν η Δήμητρα Κατάκη με τους μαθητές και μαθήτριες της παρουσίασε τη μία χρονιά έργο της Κατίνας Βέικου Σεραμέτη και τη δεύτερη του Στέφανου Ιωαννίδη. Οι αφίσες και προσκλήσεις με τα σχέδια του Σταθόπουλου έμειναν στην ιστορία.
Αλλά και στο ΄Ιδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης εξέθεσε τα έργα του το 1999 στην ομαδική έκθεση «Οι Θρακιώτες δημιουργούν». Πολύ χαρακτηριστικά στον Πρόλογο του Προγράμματος η Πρόεδρος Βιργινία Τσουδερού γράφει για την Ξάνθη: «Είναι η πόλη της Βόρειας, όπου, όπως λέγεται, οι πάντες ζωγραφίζουν!», ενώ η Κική Χριστοδούλου γράφει στην Εισαγωγή: «Ο Δημήτρης Σταθόπουλος χρησιμοποιεί μια πιο νέα τεχνική, την ακουαρέλα, για να εκφράσει την ομορφιά του παραδοσιακού, φορτίζοντας τη ζωγραφική του μ’ ένα έντονο συναίσθημα αυτού που φεύγει και της ανάγκης για συνέχεια».
Τελευταία έκθεσή του που θυμάμαι είναι στη ζεστή φωλιά του ΠΑΚΕΘΡΑ με την εξαιρετική ποιότητα των έργων του, το τρανταχτό του γέλιο και το αιώνιο … τσιγάρο.
Κλείνοντας την αναφορά μου αυτή στον Δημήτρη Σταθόπουλο, του δίνω το λόγο. Το 1985 γράφει: «Ψάχνοντας ο ζωγράφος μέσα σε χώρους και μονοπάτια άγνωστα γι’ αυτόν, προσπερνά πολλές φορές τον χώρο του, της ‘τέχνης του την περιοχή’. Έτσι κι εγώ, εδώ και χρόνια, βρήκα αυτή την περιοχή μέσα στους χώρους που γεννηθήκαμε, μέσα στους χώρους που ζούμε. Όχι φτιάχνοντας το παλιό σαν τουρίστας ζωγράφος, αλλά σαν να είναι ένα κομμάτι απ’ το πετσί μας. Ο πληγωμένος σοβάς, τα χρώματα που σπάζουν από το χρόνο, οι πόρτες οι χαλασμένες που στο γούβωμα του ανοίγματος αισθάνεσαι τη ζεστή παλάμη του ανθρώπου. Αυτό είναι που προσπαθώ να αποδώσω στα έργα μου και θα προσπαθώ πάντα, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για φυγή. Πολλοί λένε ότι ζωγραφίζουμε το παλιό που χάνεται. Το μπετόν χάνεται μέσα στο μοναδικό και απρόσωπό του σχήμα».
Στο INDEXANTHI του ΘΟΔΩΡΗ ΜΠΑΚΑΛΗ είναι θησαυρισμένες εξαιρετικές συνεντεύξεις του Δημήτρη στον Θοδωρή. Παραπέμπω, απομονώνοντας τώρα δύο μικρά αποσπάσματα. «Ζωγραφίζω από μικρό παιδί, αλλά τα έργα μου άρχισαν να διαμορφώνονται μετά τα 22 χρόνια μου. Τότε έπαψα να έχω επιρροές γνωστών ζωγράφων που αγαπώ, όπως οι Παραλής, Μανουσάκης, Βασιλείου, Τσαρούχης κ.α. Περισσότερο μετά το 1976 αρχίζουν να παρουσιάζονται δικά μου έργα που δεν μιμούνται κανέναν στην τεχνοτροπία ή στη θεματογραφία […] Παρά την κούρασή μου, έφτιαξα ό,τι έβγαινε μέσα από τον εαυτό μου και το συστήνω στους άλλους: δεν ζωγραφίζω παλιά σπίτια επειδή είναι της μόδας ή θα πουλήσουν. Πρέπει να βγαίνει από μέσα σου το έργο».
Ξεκίνησα με τον Καζαντζάκη, το τέλος της Αναφοράς στον Γκρέκο, πέρας και της δικής μου Αναφοράς στον Δημήτρη:
«Όλα τα κορμιά είναι άγια, γιατί απ’ όλα τα κορμιά μπορείς να κάμεις δοξάρι∙ όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια∙ πόσες φορές τ’ αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει να σπάσει! Ας σπάσει! Φώναζα».
Δημήτρη, η ζωή και το έργο σου μια κραυγή ολόψυχης αδιάσπαστης ολόφωτης δημιουργίας…
Ομιλία του φιλολόγου – συγγραφέα Θανάση Μουσόπουλου