Μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της λογοτεχνίας του Φανταστικού, ο Τζων Ρόλαντ Ρούελ Τόλκιν, φέτος γιορτάζει 127 χρόνια από τη γέννησή του. Αν βρισκόταν σήμερα στη ζωή σίγουρα θα ξεπερνούσε στα έτη τον Μπίλμπο Μπάκινγς! Η ζωή και το έργο του είναι πραγματικά τεράστια και αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων. Πότε δεν είναι αργά να διαβάσει κάποιος τα βιβλία του και καθόλου άσκοπος χρόνος. Δημιούργησε αδιαμφισβήτητα ένα νέο μυθολογικό είδος, μια νέα πανανθρώπινη έκφραση της φύσης που στέκεται απόλυτα ισάξια των συλλήψεων της παγκόσμιας μυθολογίας, με παράλληλες πολιτικές συνδηλώσεις για μια σειρά καυτών θεμάτων της ανθρωπότητας.
Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές του έργου αναφέρεται στην αγάπη του για τα δέντρα και στον συμβολισμό τους για εκείνον, αλλά και για την αγάπη του προς την ιστορία και τη μυθολογία που τον οδήγησε στο πανανθρώπινο μοτίβο της διαφύλαξης του Φωτός και της μάχης κατά του Σκότους. Όπως και πολλοί άλλοι λογοτέχνες του Φανταστικού περιλαμβάνει αρχετυπικά μοτίβα της μυθολογίας, όπως ο ήρωας-μεσσίας, ο σοφός, η φωτιά, το φως και το σκοτάδι, το νερό, το δέντρο και άλλα πολλά, που εντέχνως χρησιμοποιεί για να τονίσει τη διαχρονικότητα και πανανθρωπινότητα. Η συμπαγής μυθολογία του βασίστηκε στην τεράστια γνώση του γύρω από την πρώιμη ευρωπαϊκή ιστορία και την κουλτούρα της Βόρειας Ευρώπης.
Η φαντασία για τον Τόλκιν δεν είναι μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα, αλλά μια εμβάθυνση στο νόημα αυτής, είναι επικοινωνία με την πρωτόγονη υπόστασή μας, καθώς και με τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα. Είναι η γνώση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας. Ήταν διαπρεπής φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στο Μπλουμφοντέιν της Νότιας Αφρικής στις 3 Ιανουαρίου 1892 και καταγόταν από την Αγγλία. Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα πέρασε στις εξοχές του Γουόργικσάιρ. Τρία χρόνια μετά τη γέννησή του πεθαίνει ο πατέρας του και τότε η μητέρα του και ο τετράχρονος αδελφός του τον Ρόναλντ επιστρέφουν στην Αγγλία στο Μπέρμινχαμ, καθώς δεν είχαν πια τρόπο να ζήσουν. Το 1904 πεθαίνει και η μητέρα και τα δυο αδέλφια στέλνονται σε συγγενείς, σε ανάδοχες οικογένειες, μέχρι που ένας καθολικός ιερέας αναλαμβάνει πλήρως την κηδεμονία τους και τα παιδιά επιστρέφουν στο Μπέρμιγχαμ.
Η ζωή του βρισκόταν συνεχώς ανάμεσα στις σπουδές και στον πόλεμο. Ήταν βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μάλιστα είχε βρεθεί και σε κάποιες από τις πιο αιματηρές μάχες στον Β’ Παγκόσμιο. Οι κακουχίες του Φρόντο και του Σαμ στον δρόμο για τη Μόρντορ μάλλον πηγάζουν από τις μέρες του Τόλκιν στα χαρακώματα, κατά τη διάρκεια των οποίων κόλλησε χρόνιο πυρετό, που τον ανάγκασε να γυρίσει σπίτι του. Πολλοί από τους φίλους του σκοτώθηκαν στον πόλεμο, δίνοντας του μια σαφή γνώση της τραγωδίας που μεταφέρει στα γραπτά του. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί πως ενώ μισούσε τους Ναζί και τον Χίτλερ, τα έργα του Τόλκιν για τη γερμανική Ιστορία, γλώσσα και πολιτισμό, ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στους κύκλους της ελίτ των Ναζί, που είχαν μανία με την επανακατασκευή του αρχαίου γερμανικού πολιτισμού. Σκέφτηκε κιόλας να απαγορέψει τη μετάφραση του Χόμπιτ στα γερμανικά όταν ένας Γερμανός εκδότης του ζήτησε, σύμφωνα με το Ναζιστικό νόμο, να πιστοποιήσει ότι ήταν “Άρειος”. Έτσι, έγραψε μια καυστική επιστολή, όπου δήλωνε μεταξύ άλλων ότι μετάνιωνε που οι πρόγονοι του δεν ήταν Εβραίοι και αποκάλεσε τον Χίτλερ “βλάκα με κόκκινη μούρη”.
Έγινε καθηγητής Γλωσσολογίας της Αγγλο-σαξωνικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ως γλωσσολόγος και ως ειδικός στα αρχαία Αγγλικά και την αρχαία σκανδιναβική λογοτεχνία, ο Τόλκιν ήταν επίτιμος καθηγητής στην Οξφόρδη από το 1925 μέχρι 1959. Ήταν ένας ακούραστος δάσκαλος, που έκανε 70 με 136 διαλέξεις το χρόνο (ενώ το συμβόλαιο του απαιτούσε μόλις 36). Αν και διακριτικός στις δημόσιες εμφανίσεις του, δεν ήταν ο τυπικός, στεγνός και απόμακρος καθηγητής, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοι του στην Οξφόρδη. Πολύ συχνά ξεκινούσε τις διαλέξεις του μπαίνοντας στην αίθουσα διδασκαλίας φορώντας την αντίστοιχη πανοπλία της εποχής και απαγγέλλοντας φωναχτά αποσπάσματα από το Beowulf.
Είναι γνωστός και ως ο «Πατέρας» της μοντέρνας φανταστικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, ως Φιλόλογος και Γλωσσολόγος στο επάγγελμα, ο Τόλκιν εξασκούσε το μυαλό του δημιουργώντας καινούριες γλώσσες, όπως αυτές των Ξωτικών, Quenya και Sindarin, που χρησιμοποιούσε εκτενώς στα κείμενα του. Έγραφε ακόμη και ποιήματα με τις φανταστικές του γλώσσες και προσπαθούσε να ανακατασκευάσει και να γράφει σε εξαφανισμένες γλώσσες, όπως τα μεσαιωνικά ουαλικά. Το ποίημα του “BagmÄ“ BlomÄ” (“Flower of the Trees”) μπορεί να είναι το πρώτο κείμενο που γράφτηκε στα Γοτθικά μετά από μια χιλιετία.
Θα αναρωτηθεί όμως κανείς πως ξεκίνησε η συγγραφή του μεγαλειώδους έργου του. Μια μέρα διορθώνοντας διαγωνίσματα χωρίς να το συνειδητοποιήσει έγραψε σε μια λευκή κόλα τα εξής: «Σε μια τρύπα στο χώμα, ζούσε ένα Χόμπιτ». Η φράση αυτή συμβόλιζε πιο πολύ για τον εαυτό του του είναι ένα Χόμπιτ. Έτσι, άρχισε να γράφει την ιστορία του, που έγινε ένα από τα πιο κλασικά λογοτεχνικά έργα παγκοσμίως. Πρώτα την αφηγήθηκε ως παραμύθι στα παιδιά του και έπειτα τη διάβασε στους φίλους του. Η μυθοπλασία για εκείνον αποτελούσε απλά ένα χόμπι. Τα έργα που θεωρούσε πιο σημαντικά ήταν τα ερευνητικά, όπως το Beowulf: The Monsters and the Critics. Χαρακτηρίστηκε αρχικά ως παιδικό βιβλίο, παρόλο που ο Τόλκιν αρνιόταν πάντα σθεναρά τον χαρακτηρισμό, αναφέροντας ότι ποτέ δεν το έγραψε για παιδιά. Ο ίδιος φιλοτέχνησε περισσότερα από 100 σχέδια για να συνοδεύσει τη διήγηση.
Η μεγάλη επιτυχία του «Χόμπιτ» το 1937 έκανε τους εκδότες να ζητήσουν τη συνέχεια της ιστορίας. Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε και η συγγραφή του επικού μεγέθους έργου «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», η οποία διήρκεσε σχεδόν δεκαεπτά χρόνια. Εξήντα τρία χρόνια μετά, το έπος του καθηγητή Τόλκιν έχει πουλήσει πάνω από εκατό εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από εικοσιπέντε γλώσσες. Ο γιος του Κρίστοφερ, φρόντισε να εκδοθούν και άλλα πολλά έργα του. Δεν ήταν ικανοποιημένος με τα έργα του κατά τη διάρκεια της ζωής του, γι’ αυτό και οι σημειώσεις του, μαζί με χειρόγραφα που ποτέ δε μπήκε στον κόπο να εκδώσει, εκδόθηκαν σε δεκάδες τόμους μετά το θάνατο του, τα περισσότερα από το γιο του. Παρόλο που το πιο γνωστό μετά θάνατο έργο του είναι το “Silmarillion”, άλλα έργα του είναι τα “Τhe History of Middle Earth”, “Unfinished Tales”, “The Children of Hurin” και “The Legend of Sigurd and Gudrun”.
Το πρώτο μέρος του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», κυκλοφόρησε το 1954 εμπνευσμένη από τους αρχαίους θρύλους της Βόρειας Ευρώπης. Διέθετε χάρτες, δική της γλώσσα και παραδόσεις, ένα πλήρες φανταστικό λογοτεχνικό σύμπαν. Οι «Δύο Πύργοι» και «Η Επιστροφή του Βασιλιά» κυκλοφόρησαν το 1955 για να ολοκληρωθεί η τριλογία. Ο Τόλκιν αποσύρθηκε από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα, τη βασική του ενασχόληση στη ζωή, το 1959, εκδίδοντας κατόπιν μια πραγματεία αλλά και μια ποιητική συλλογή («Το φύλλο και το δέντρο»), για να κλείσει τον εκδοτικό του κύκλο με ένα ακόμα μυθιστόρημα του φανταστικού, τον «Σιδερά του Μεγάλου Δασοχωριού».
Έβλεπε, βέβαια, τον εαυτό του πρώτα σαν ερευνητή λόγιο και μετά σαν συγγραφέα. Τον ενοχλούσε πάντα το γεγονός ότι τα ερευνητικά του έργα ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό, που διάβαζε φανατικά τα μυθοπλαστικά του έργα. Η επιτυχία του Χόμπιτ και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών τον εξέπληξε. Πέρασε, μάλιστα, πολλά χρόνια απορρίπτοντας και κριτικάροντας διασκευές της δουλειάς του, που πίστευε ότι δεν μπορούσαν να αποδώσουν την επική διάσταση της. Στην 76η απονομή των Όσκαρ, στις 29 Φεβρουαρίου του 2004, η τρίτη ταινία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών κέρδισε και τα 11 Όσκαρ για τα οποία ήταν υποψήφια. Ανάμεσα στο κοινό βρισκόταν και ο Πολ Μακάρτνεϊ που έσπευσε να συγχαρεί τον σκηνοθέτη της τριλογίας, Πίτερ Τζάκσον και του αποκάλυψε ότι στα νιάτα του, είχε θελήσει κι αυτός να γυρίσει μία τέτοια ταινία, αλλά τότε ο Τόλκιν είχε ακόμα τα δικαιώματα και δεν τους έδωσε ποτέ την άδεια να γυρίσουν την ταινία. Ήταν επίσης και εξαιρετικά σκεπτικός απέναντι στους οπαδούς του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τους οποίους θεωρούσε ανίκανους να εκτιμήσουν πραγματικά τη δουλειά του.
Επιπλέον, πολλά έχουν ακουστεί και γραφτεί για τη φιλία του C. S. Lewis, συναδέλφου του Τόλκιν στην Οξφόρδη και συγγραφέα των Χρονικών της Νάρνια. Αναφέρεται συχνά ως ο καλύτερος του φίλος και έμπιστος, αλλά η αλήθεια είναι πως η σχέση τους ήταν ρευστή. Αν και πολύ κοντά ο ένας στον άλλο αρχικά, η φιλία τους διαλύθηκε. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, η σύζυγος του Τόλκιν ζήλευε τη φιλία τους. Επίσης, ήταν εκείνος που έπεισε τον Lewis να επιστρέψει στο Χριστιανισμό. Η σχέση τους ψυχράνθηκε γιατί ο Τόλκιν κατέκρινε τον σκανδαλώδη τρόπο ζωής του φίλου του, που εκείνη την περίοδο φλέρταρε με μια Αμερικανίδα χήρα. Παρόλο που αργότερα συμφιλιώθηκαν, ο Τόλκιν δεν εκτίμησε ποτέ τα έργα του Lewis, τα οποία θεωρούσε παιδικά και προχειρογραμμένα.
Φυσικά, αξίζει να γίνει λόγος και στην ιστορία με το δαχτυλίδι στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Δεν αποτελεί έμπνευση του Βρετανού συγγραφέα, αλλά πρόκειται για τον μύθο του Γύγη του Πλάτωνα, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας», ένα ακόμη γεγονός που αποδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του Τόλκιν για την παγκόσμια μυθολογία.
Μετά θάνατον όμως θέλησε να αφήσει ακόμη ένα στίγμα μέσα από μία του ρομαντική επιθυμία. Στα 16 του ερωτεύτηκε την τρία χρόνια μεγαλύτερη του. Ίντιθ Μπράτ. Ο κηδεμόνας του, ένας Καθολικός ιερέας, τρομοκρατήθηκε που ο προστατευόμενος του έβλεπε μια Προτεστάντισσα και απαγόρεψε στο αγόρι να έχει οποιαδήποτε σχέση με την Ίντιθ μέχρι να κλείσει τα 21. Τον υπάκουσε, μαραζώνοντας για την Ίντιθ για χρόνια, μέχρι που συναντήθηκαν ξανά μέσω της μοίρας μια μέρα των γενεθλίων του.
Η ίδια διέλυσε τον αρραβώνα της με έναν άλλον άντρα, ασπάστηκε τον Καθολικισμό και παντρεύτηκαν το 1916. Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά. Έζησαν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους και με οδηγίες του Τόλκιν ο κοινός τους τάφος φέρει τα ονόματα “Beren” και “Luthien”, μια παραπομπή στο βασανισμένο ζευγάρι εραστών, από το φανταστικό κόσμο που δημιούργησε. Η παντοτινή του σύντροφος πέθανε το 1971 και δύο χρόνια αργότερα την ακολούθησε και ο ίδιος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 1973, σε ηλικία 81 ετών.
Επιμέλεια: Κατερίνα Σχοινά, Φιλόλογος – Δημοσιογράφος