Search

Οι Ασπράγγελοι, ο κατοχικός εμφύλιος και ο Waldheim

Πώς ο άνθρωπος που είχε εμπλοκή στην εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης και έκαψε το χωριό Ασπράγγελοι έγινε Γ.Γ του ΟΗΕ και πρόεδρος της Αυστρίας;

Οι Ασπράγγελοι είναι ένα γραφικό χωριό στο Ζαγόρι, λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Ιωαννίνων. Κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου, την ημέρα της ολοσχερούς καταστροφής του από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1943, ο δραστήριος τοπικός πολιτιστικός σύλλογος οργανώνει εκδήλωση στη μνήμη των θυμάτων. Μια εκδήλωση-μάθημα για τη νέα γενιά της περιοχής που συγκεντρώνεται στον τόπο του ναζιστικού εγκλήματος για να τιμήσει τη μνήμη των νεκρών και των παθόντων. Μια κουκίδα στον χάρτη της Ευρώπης, οι Ασπράγγελοι συμβολίζουν μια σειρά από γεγονότα και συγκυρίες της ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας και πολιτικής.

Αν και βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο των δυνάμεων κατοχής, δύο επεισόδια – η καταστροφή του χωριού στις 15 Ιουλίου του 1943 και η επίθεση εναντίον του στις 6 Μαϊου 1944 – συνδέονται με κεντρικές πτυχές του πολέμου, της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Έτσι μέσα από την τοπική ιστορία ενός χωριού μπορεί κανείς να ανιχνεύσει το πνεύμα του πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του κατοχικού εμφυλίου, το ρόλο των συμμαχικών δυνάμεων στην κατεχόμενη Ελλάδα, αλλά και το πώς ένας αξιωματικός πληροφοριών του γερμανικού στρατού που είχε εμπλοκή στην εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων και στις ανακρίσεις προσωπικού των συμμαχικών δυνάμεων που είχαν αιχμαλωτιστεί στους Ασπραγγέλους τον Μάϊο του 1944, θα καταφέρει μετά τον πόλεμο να μακροημερεύσει ως Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και να καταλάβει το ύπατο αξίωμα της χώρας του, να γίνει πρόεδρος της Αυστρίας για μια εξαετία.

Οι Ασπράγγελοι, όπως εκατοντάδες άλλοι οικισμοί στην Ελλάδα, είχε την ατυχία κατά τη διάρκεια της ιταλικής και ιδιαίτερα της γερμανικής κατοχής, να βρίσκεται πολύ κοντά σε έναν κρίσιμο από στρατιωτικής πλευράς οδικό άξονα για τις κατοχικές δυνάμεις. Ο άξονας Ιωαννίνων-Κορυτσάς και Ιωαννίνων-Αργυροκάστρου αποτελούσε ζωτικής σημασίας οδική σύνδεση για τις κατοχικές δυνάμεις τόσο αναφορικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και την Αλβανία, όσο και για τον εφοδιασμό των κατοχικών στρατιωτικών σχηματισμών στην περιοχή της Ηπείρου και την Δυτικής Στερεάς. Σύμφωνα με τις στρατιωτικές διαταγές του γενικού επιτελείου των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, η αντίδραση των μονάδων μετά από δολιοφθορά εναντίον προσωπικού ή υλικού των κατοχικών δυνάμεων από ανταρτικές δυνάμεις – οι οποίες στη γλώσσα της Βέρμαχτ ονομάζονταν «συμμορίες» – έπρεπε να είναι παραδειγματική και να στρέφεται εναντίον των υπευθύνων για τα σαμποτάζ, αλλά και εναντίον αμάχων των περιοχών στις οποίες διενεργούνταν οι δολιοφθορές.

Το σαμποτάζ της 9ης Ιουλίου 1943

Η Ήπειρος είχε καταληφθεί στις αρχές Ιουλίου του 1943 από έναν γερμανικό στρατιωτικό σχηματισμό με πολύ σκληρό προφίλ: την Μεραρχία Έντελβάϊς με διοικητή τον Βάλτερ φον Στέτνερ. Η Μεραρχία αυτή είχε ήδη, πριν έρθει από τον Καύκασο μέσω Μαυροβουνίου και Σκοπίων, στην Ήπειρο, εμπειρία από τη συμμετοχή της στην κατάληψη της Πολωνίας, στην επίθεση εναντίον της Γαλλίας και στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα εναντίον της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Το γερμανικό επιτελείο θα την στείλει από τον Καύκασο στα Βαλκάνια προκειμένου μαζί με άλλους γερμανικούς σχηματισμούς, όπως η 104 Μεραρχία Καταδρομών με έδρα το Αγρίνιο και η 117 Μεραρχία Καταδρομών στην περιοχή της Πελοποννήσου, να αποτρέψουν ενδεχόμενη απόβαση συμμαχικών δυνάμεων από το μέτωπο της Αφρικής στα ελληνικά παράλια. Πριν φτάσει στην Ήπειρο η Μεραρχία θα επιδιώξει να καταστρέψει τις ανταρτικές δυνάμεις του Τίτο στην περιοχή του Μαυροβουνίου, πράγμα που απέτυχε να κάνει, παρά τις μεγάλες απώλειες που είχε ο Τίτο στις μάχες αυτές με τμήματά της. Για ένα σύντομο διάστημα – μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943 – οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής συνεργάζονται και δρουν από κοινού με τις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονται ήδη στην Ήπειρο από το 1941.

Όταν τμήματα της Μεραρχίας διασχίζουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα νοτίως της Κόνιτσας και εισβάλουν στην Ήπειρο, με τις γνωστές καταστροφές των οικισμών της περιοχής και τις εκτελέσεις αμάχων στο Κεφαλόβρυσο και στα γειτονικά χωριά, η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων ήδη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, όχι στα ελληνικά παράλια, αλλά στη Σικελία. Η αποστολή της Βέρμαχτ παραμένει ωστόσο η ίδια: ματαίωση ενδεχόμενης συμμαχικής απόβασης στην Ελλάδα.

Στις 9 Ιουλίου του 1943 ένα τμήμα της φάλαγγας των οχημάτων της Έντελβάϊς κινείται στον οδικό άξονα Κόνιτσας-Ιωαννίνων και κάποια στιγμή το προπορευόμενο όχημα φτάνει στο σημείο κάτω από τους Ασπραγγέλους όπου ανταρτικές δυνάμεις είχαν προετοιμάσει παγίδα πάνω στο οδόστρωμα και είχαν καταστρέψει μια μικρή γέφυρα αμέσως μετά. Στην αναφορά του προς την υπερκείμενη αρχή ο υπεύθυνος αξιωματικός της φάλαγγας περιγράφει με λεπτομέρειες το επεισόδιο με την πτώση του οχήματος στο κενό.

Το σαμποτάζ και η παρουσία ανταρτικών δυνάμεων στην περιοχή προκάλεσε τη διαταγή του επιτελάρχη της Έντελβαϊς, Καρλ Βίλχελμ Τίλο – ενός στρατιωτικού που ενώ η υπογραφή του συνδέεται με εγκλήματα πολέμου στην Ήπειρο κατάφερε να κάνει λαμπρή στρατιωτική καριέρα στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία χωρίς ποτέ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του – για την εκκαθάριση της περιοχής από τις «συμμορίες». Η καταστροφή των Ασπραγγέλων μια μέρα μετά τη διαταγή θα γίνει πράξη.

Η επίθεση εναντίον των Ασπραγγέλων στις 6.5.1943

Το επεισόδιο με την επίθεση εναντίον του χωριού στις αρχές Μαΐου του 1944, μετά την καταστροφή τριών των γερμανικών φυλακίων από ανταρτικές δυνάμεις στον οδικό άξονα Ιωαννίνων-Κόνιτσας λίγα χιλιόμετρα βορείως των Ιωαννίνων, έγινε παγκοσμίως γνωστό με την υπόθεση Βάλντχάϊμ, όταν δηλαδή μια διεθνής επιτροπή ιστορικών εξέτασε την εμπλοκή του τελευταίου στη σύλληψη και μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς από τον Μάρτιο του 1943 μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Πώς συνδέεται όμως ο Βάλντχάϊμ (Waldheim) με τους Ασπραγγέλους;

Στις 6.5.1944 το τρίτο Τάγμα του 724 Συντάγματος της 104. Μεραρχίας Καταδρομών με έδρα το Αγρίνιο, ενημερώνει τη διοίκηση του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού, στο οποίο ανήκει και η 104. Μεραρχία, για την επίθεση που έγινε σε γερμανικά φυλάκια λίγο έξω από τα Γιάννενα. Στην αναφορά του ο αρμόδιος αξιωματικός γράφει ότι τα μεσάνυχτα της 4/5.5.1944 τρία φυλάκια, τοποθετημένα σε σημεία του δρόμου Ιωαννίνων-Κόνιτσας για την ασφάλεια των μεταφορών, δέχτηκαν ένοπλη επίθεση, πυρπολήθηκαν και κατεστράφησαν ολοσχερώς. Σε κάθε φυλάκιο υπήρχαν δύο Γερμανοί στρατιώτες και δέκα Έλληνες όμηροι ως προσωπικό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το Τάγμα πήρε εντολή από τη διοίκηση του Σώματος να χτενίσει με ένα λόχο του την περιοχή για να διαπιστώσει πού βρίσκονται οι αγνοούμενοι Γερμανοί στρατιώτες και οι Έλληνες όμηροι, καθώς επίσης να μεριμνήσει προσωρινά για την ασφάλεια του οδικού άξονα. Το βράδυ της επόμενης μέρας, βρισκόταν ήδη κοντά στους Ασπραγγέλους ένας ενισχυμένος λόχος του Τάγματος, προκειμένου να υλοποιήσει την διαταγή. Το πρωί της 6.5.1944, παρατηρήθηκε κίνηση ανταρτών ένα χιλιόμετρο νοτίως του χωριού Ασπράγγελοι. Ήταν μια φάλαγγα μεταγωγικών με εξήντα περίπου φορτωμένα ζώα που βάδιζαν με βόρεια κατεύθυνση. Αμέσως το γερμανικό πυροβολικό έβαλε εναντίον τους, με αποτέλεσμα τη διάλυση της φάλαγγας. Οι αντάρτες εξαφανίστηκαν προς την περιοχή των Ασπραγγέλων. Άρχισε η καταδίωξη από τη γερμανική πλευρά, αλλά μέχρι η διμοιρία να φτάσει στο χωριό οι αντάρτες κατάφεραν να απομακρυνθούν σε απόσταση ασφαλείας, παίρνοντας μαζί τους το μεγαλύτερο μέρος των φορτωμένων ζώων. Κοντά στο χωριό, όμως, έγινε μια σύντομη μάχη και αντηλλάγησαν πυρά. Κατά τη διάρκειά της συνελήφθησαν από τους Γερμανούς στρατιώτες τέσσερις Βρετανοί, μεταξύ αυτών δύο αξιωματικοί.

Οι Βρετανοί που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στην επιχείρηση αυτή ήταν ο λοχαγός Bluett, αξιωματικός εν ενεργεία με διαμονή το Williamstown της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, ο λοχαγός Hamilton, φοιτητής φιλολογίας στην Οξφόρδη, ο στρατιώτης Davies, και ο στρατιώτης Bennet, κάτοικος Λονδίνου, υπασπιστής του λοχαγού Bluett. Οι αιχμάλωτοι Βρετανοί μεταφέρθηκαν λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη, όπου φυλακίστηκαν στις ειδικές φυλακές της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας 621 και ανακρίθηκαν με σκληρές μεθόδους από τους αξιωματικούς πληροφοριών της Ομάδας Στρατιών Ε. Σε συνεντεύξεις που έδωσαν πολύ αργότερα για τη σύλληψή τους και την ανάκριση από τα όργανα της Βέρμαχτ, δύο από τους Βρετανούς που είχαν συλληφθεί στους Ασπραγγέλους αφηγούνται την περιπέτειά τους και την εμπλοκή του Βάλντχάϊμ στις ανακρίσεις. Ειδικά η ανάκριση αυτή παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, επειδή ο τότε υπολοχαγός Kurt Waldheim όχι μόνο γνώριζε για τις μεθόδους της, αλλά σύμφωνα με τη μαρτυρία του λοχαγού Bluett συμμετείχε εμμέσως, δίνοντας στα κατώτερα στελέχη της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας οδηγίες για τη διεξαγωγή της. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Kurt Waldheim το 1944 στελέχωνε το Γραφείο Πληροφοριών της γερμανικής Ομάδας Στρατιών Ε στη Θεσσαλονίκη, μιας νευραλγικής υπηρεσίας της γερμανικής κατοχικής δύναμης, γίνεται σαφής η σύνδεση των Ασπραγγέλων με το πρόσωπο αυτό.

Ο στρατηγός Alexander Loehr μαζί με τον νεαρό αξιωματικό Kurt Waldheim – Δεκέμβριος 1944.

Καθώς οι Βρετανοί αρνήθηκαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία στην ανάκριση, οι υπηρεσίες της Βέρμαχτ, με βάση ενδείξεις που βρέθηκαν πάνω στα κατασχεθέντα φορτία, πιθανολογούσαν ότι μάλλον επρόκειτο για μια επιχείρηση μεταφοράς όπλων και πυρομαχικών από τις ελληνικές ή αλβανικές ακτές προς τα ενδότερα. Η υπόθεση των γερμανικών υπηρεσιών ήταν εν μέρει ορθή. Την εποχή εκείνη γίνονταν συχνά προσεγγίσεις βρετανικών υποβρυχίων κοντά στην Αμμουδιά (Αλωνάκι) για τη μεταφορά όπλων και πολεμοφοδίων, και κυρίως εκρηκτικών, στην ακτή. Ήταν η εποχή «ανακωχής» του ελληνικού κατοχικού εμφυλίου που μαίνονταν στην Ήπειρο από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1944, για να ξαναρχίσει αργότερα δριμύτερος με την εκδίωξη των δυνάμεων του Ζέρβα στην Κέρκυρα και την επικράτηση του ΕΛΑΣ σε όλη την Ήπειρο μέχρι τη Συνθήκη της Βάρκιζας. Ομάδες του Ζέρβα στην περιοχή της Θεσπρωτίας ήταν υπεύθυνες για την παραλαβή, τη μεταφόρτωση και τη μεταφορά των ειδών αυτών στα ενδότερα, πάντοτε υπό την εποπτεία των Βρετανών και Αμερικανών συνδέσμων. Το καραβάνι των Ασπραγγέλων ήταν μια τέτοια αποστολή, με στόχο την προώθηση εκρηκτικών στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία ενόψει της επικείμενης υποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων.

Ένα χωριό του Ζαγορίου και η πρόσφατη ιστορία του συμπυκνώνει όλες σχεδόν τις πτυχές του δράματος της Κατοχής: η λογική των «μέτρων εξιλέωσης», ο κατοχικός εμφύλιος, ο ρόλος των Βρετανών συνδέσμων, η μεταπολεμική μετάλλαξη ναζί αξιωματικών σε ηγέτες δημοκρατικών οργανισμών και κρατών, η ατιμωρησία των εγκληματιών πολέμου, οι αποζημιώσεις και επανορθώσεις που δεν δόθηκαν ποτέ. Η τοπική ιστορία προσφέρεται ως παιδαγωγικό όχημα για την κατανόηση της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας Ιστορίας. Αρκεί οι εκπαιδευτικοί να αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες πληροφορίες και να κερδίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών.

Γράφει: Αθανάσιος Γκότοβος, τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

https://www.huffingtonpost.gr

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close