Η κληρονομιά που άφησε η Γκράχαμ στον παγκόσμιο χορό δεν ήταν μόνο η κίνηση αλλά και η αδάμαστη θέληση και η ανεξάντλητη αντοχή της.
1η Απριλίου 1991: Πεθαίνει η Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος, Μάρθα Γκράχαμ.
Το 1991 πεθαίνει σε ηλικία 96 ετών η Μάρθα Γκράχαμ η μεγαλύτερη χορεύτρια του 20ου αιώνα, η γυναίκα που πίστευε ότι οι λέξεις ποτέ δε μπορούν να πουν αυτό που λέει το σώμα. Επτά χρόνια μετά το θάνατό της το περιοδικό ΤΙΜΕ την ανακηρύσσει «χορεύτρια του αιώνα», ενώ το αμερικανικό κράτος την είχε ήδη ανακηρύξει «Εθνικό θησαυρό», τίτλο που για πρώτη φορά δόθηκε σε χορεύτρια και χορογράφο.
Όταν αποσύρθηκε από το χορό, το 1969, έχασε κάθε θέληση για ζωή. Κλείνεται στο σπίτι της, καπνίζει και πίνει, ενώ αποπειράται να αυτοκτονήσει. Η κατάθλιψη και οι καταχρήσεις την οδηγούν στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, ωστόσο, καταφέρνει να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συνεχίσει και το 1972, σε ηλικία 76 ετών οργανώνει ξανά την ομάδα της χορογραφεί δέκα νέα μπαλέτα και αμέτρητες αναβιώσεις έργων της, γράφει την αυτοβιογραφία της. Η τελευταία της δημιουργία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε το 1990 με μουσική του Σκοτ Τζόπλιν και κοστούμια του Κάλβιν Κλάιν. Στα 96 της χρόνια, δημιουργική μέχρι το τέλος και ενώ ετοιμάζει ένα νέο έργο το The Eyes of the Goddess, πεθαίνει από πνευμονία στη Νέα Υόρκη. Η ομάδα της, η παλαιότερη ομάδα χορού στην Αμερική, η Martha Graham Dance Company, που ιδρύθηκε το 1926, συνεχίζει την θριαμβευτική της πορεία με παραστάσεις σε όλο τον κόσμο και συνεργασίες με τους επιφανέστερους χορευτές και χορογράφους.
Η κληρονομιά που άφησε η Γκράχαμ στον παγκόσμιο χορό δεν ήταν μόνο η κίνηση αλλά και η αδάμαστη θέληση και η ανεξάντλητη αντοχή της. “Ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα” έλεγε, κάτι που εφάρμοσε απολύτως. Άρχισε το χορό σε μεγάλη ηλικία, είχε ένα σώμα που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανικό, αλλά όσο καμία άλλη χορεύτρια και χορογράφος, με τρομερή αφοσίωση, ανέπτυξε την φοβερή της ικανότητα να αντιλαμβάνεται την δύσκολη τέχνη της και να πειραματίζεται άφοβα με πηγές και έννοιες όπως η θρησκεία, η ζωγραφική, την καθημερινή ζωή ενώ πάντα στο επίκεντρο βρισκόταν ο βαθύτερος εσωτερικός πλούτος που έψαχνε τρόπο να εξωτερικευτεί.
Το πρώτο πρόσωπο που την ενέπνευσε ήταν ο πατέρας της, Τζωρτζ Γκράχαμ, ένας ψυχολόγος με έδρα μια μικρή πόλη έξω από το Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας, το Allegheny City. Ο πατέρας της Γκράχαμ μελετούσε τη γλώσσα του ανθρώπινου σώματος στις ψυχικές παθήσεις τις οποίες ερευνούσε και υποστήριζε ότι «Η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα», μία φράση που θα γινόταν μότο της Αμερικανίδας χορεύτριας και χορογράφου. Η Γκράχαμ αποφάσισε να γίνει χορεύτρια στα 17 της, και για εκείνη, η απόφαση να κάνει μαθήματα χορού ήταν μια έξοδος προς τη ζωή και το φως. Πολύ γρήγορα, το ταλέντο της δεν άργησε να ξεχωρίσει. Το 1923 φεύγει για τη Νέα Υόρκη και μόλις τρία χρόνια μετά ιδρύει τη δική της Εταιρία και Σχολή Χορού όπου δίνει το όνομά της. Το 1926 ιδρύει τη δική της ομάδα.
Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας της. Η αρχή της έρευνας και της καθιέρωσης μιας νέας γλώσσας στο χορό. Η τεχνική που διαμόρφωσε δεν ήταν η «ανακάλυψη του σύγχρονου χορού» αλλά μια αναγνωρίσιμη γλώσσα ακόμα και σήμερα ακόμα και σε όσους δεν έχουν δει ούτε ένα έργο της. Αυτό ήταν που απετέλεσε και το πρώτο υπολογίσιμο «αντίπαλο δέος» στο κλασικό μπαλέτο. Το βεβαιώνει αυτό η τεράστια επίδρασή της στους επόμενους χορογράφους, τον Μερς Κάνινγχαμ, τον Πολ Τέιλορ, την Τουάιλα Θαρπ, τον Μαρκ Μόρις.
Η ψυχολογική αξία των ηρώων ήταν αυτή που την οδήγησε να ασχοληθεί με τις μεγάλες ηρωίδες του αρχαίου δράματος. Υπέγραψε έργα με πρωταγωνίστριες τη Μήδεια, την Ιοκάστη, την Άλκηστη, τη Φαίδρα και την Αριάδνη. Ο πλούτος των ψυχολογικών μεταπτώσεων αυτών των γυναικών, αισθήματα και πράξεις κορυφώθηκαν και μετουσιώθηκαν σε κίνηση μέσα στο έργο της με αποκορύφωμα την επική της «Κλυταιμνήστρα». Ήταν το πρώτο χορόδραμα σύγχρονης κινησιολογίας σε δύο πράξεις με πρόλογο και επίλογο: ένα ενδοσκοπικό «ταξίδι ψυχής» στα βάθη της αυτοανακάλυψης. Οι κινήσεις ήταν νέες, πρωτότυπες, δε θύμιζαν καθόλου τις μαλακές κινήσεις της διάσημης Ισιδώρας Ντάνκαν και του Ρουθ Σεντ Ντένις. Πολλοί έβρισκαν αυτό τον χορό βίαιο, έως και άσχημο. Οι κινήσεις ήταν κοφτές και βίαιες, έσκιζαν τον αέρα με δύναμη. Πολύ γρήγορα οι κριτικοί αναγνώρισαν στο ύφος της, τη νεωτερικότητα που χρειαζόταν ο χορός για να ανανεωθεί, αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στη συγκίνηση που προκαλεί ένας χορευτής και την τεχνική του.
Για την Γκράχαμ, ο χορός έμοιαζε με ιερή αποστολή: Ήθελε να αποτυπώσει μέσα από την κίνηση, το γράφημα της ανθρώπινης καρδιάς. Έτσι άρχισε να διαμορφώνει ένα σύστημα κίνησης, εντελώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία βάδιζαν οι δάσκαλοί της. Όταν όλοι εξερευνούσαν αυτό που συνέβαινε στις ξένες χώρες, Η Γκράχαμ στράφηκε προς την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό που την ενδιέφερε πρωτίστως, ήταν να φωτίσει τα κίνητρα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τα ψυχικά πάθη, τις σκοτεινές προθέσεις που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων. Το κατάφερε και έκανε την τέχνη της αξεπέραστη και αθάνατη.
Πηγή: womantoc.gr/ by Αργυρώ Μποζώνη