Search

Ο τρόπος που λένε “σ’ αγαπώ”…

Εκείνος καστανός με ηλιοκαμένο πρόσωπο, κακόγουστα παπούτσια και μπουφάν, κακοκουρεμένη σβερκάδα και εντυπωσιακό γυαλί ηλίου, παίρνει με τα ξερά και ταλαιπωρημένα χέρια του, το cd με τα “παλιά λαϊκά” και το βάζει στη “διαπασών” του χαμηλωμένου αυτοκινήτου του… Ακούστηκε το νταηλίκι του σε όλο το χωριό…
Εκείνη γεματούλα, μόλις είχε βγει από το μπάνιο, είχε λούσει με κολόνια και το τελευταίο της κύτταρο, άνοιξε την πόρτα του οχήματος, του σκάσε ένα παθιασμένο φιλί και του ‘πε ερεθιστικά “σ’ αγαπώ”.
Κάπου στην πόλη…
Εκείνη καθηγήτρια πιάνου. Αδύνατα και εύκαμπτα δάχτυλα περιποιημένα παπουτσάκια, ανάλαφρο αποσμητικό. Εκείνος μόλις έχει τελειώσει την θητεία του και το αγροτικό του… Οι σπουδές του έφαγαν τη μισή ζωή… Μπήκανε μαζί στην αίθουσα, πετάξανε τα σακίδιά τους, πιάστηκαν χέρι – χέρι και με τις πλέον επιδέξιες κινήσεις, άρχισαν να χορεύουν σύγχρονο ταγκό… Έσκυψε και της είπε… “σ’ αγαπώ”….
coppiasangue1_resize
 
Κυριακή των Βαΐων
Εκείνος μόλις είχε πατήσει τα εξήντα. Καλοσυνάτο βλέμμα, χωρίστρα με την “ψιλή” τσατσάρα, μουστακάκι “ποντικοουρά”… Από μικρός στο τιμόνι της ζωής! Κακουχίες, φτώχια και αγώνας… Το ρυτιδιασμένο μέτωπό του μαρτυρούσε τα σκληρά χρόνια που πέρασαν από πάνω του…
Ο “άλλος” δεν είχε συμπληρώσει ούτε τα δέκα του έτη… Πιασμένος από την χουφτίτσα, πήγαινε παντού μαζί με τον θείο. Ήταν παππούς του, μα όλοι τον φώναζαν θείο! Ο “θείος” λάτρης της φύσης τον πήγαινε στο πάρκο να παίξει και εξαγοράζοντας την καλή του συμπεριφορά με μία σοκολατίτσα, κατηφόριζαν προς το μικρό κτηματάκι και μάζευαν αγριόχορτα.
– Τα βλέπεις αυτά μικρέ; Αυτά είναι ραδίκια… Ετούτα είναι ζοχιές! Αυτά είναι πράσινα, τα άλλα μωβ, εκείνα είναι πικρά, τα συγκεκριμένα γλυκά. Κάποια άγρια και κάποια τρυφερά. Εσύ θα μαζεύεις τα τρυφερά!!! Είναι πολύ υγιεινά. Αν τα τρως θα ζήσεις για πάντα! Θεραπεύουν όλες τις αρρώστιες.
Περάσανε δυο χρονάκια και τα μαντάτα από τον θείο ήτανε θλιβερά. Ένα απρόσμενο τηλέφωνο ξεσήκωσε τους συγγενείς. Η “αρρώστια” είχε τρυπώσει καλά στο κορμί του… Αμέσως η μαμά έτρεξε να κλείσει εισιτήρια στα ΚΤΕΛ. – Ο θείος δεν είναι καλά αγάπη μου. Θα πάω Θεσσαλονίκη να τον δω. Θυμάσαι πόσο πολύ σε αγαπούσε;;; Το απόγευμα θα σε πάω στην γιαγιά να μείνεις μια δυο μέρες…
Έξι παρά τέταρτο…
 
Η μαμά πήρε την δερμάτινη καμηλό βαλίτσα της, ενημέρωσε τον μπαμπά για τα πράγματα στο ψυγείο, τις ανάγκες των παιδιών κ.λπ. και ξεκίνησε να πάει προς την εξώπορτα. Εκεί όμως την περίμενε ο μικρούλης με ιδρώτα στον αυχένα, κόκκινα μάγουλα και χώμα στα νύχια… Μια σακουλίτσα στα χέρια έλεγε “σ’ αγαπώ”…
– Δώστα στον θείο, θα γίνει καλά.
Θεσσαλονίκη 08:30
Ο θείος μετά βίας αναγνώριζε τους ανθρώπους γύρω του. Η ασθένεια τον είχε καταβάλει… Πλέον δεν μπορούσε να μιλήσει… Μόνο άνοιγε τα τρομαγμένα μάτια του και κοίταζε. Έδειχνε να καταλαβαίνει τα πάντα, μα δεν μπορούσε να μιλήσει… Είχε να φάει κάτι μέρες… Του είχε κοπεί η όρεξη τελείως…
Μία επίμονη φωνή τον τραντάζει! – Θείε; Θείε μ’ ακούς; Αυτά είναι ραδίκια!!! Τα μάζεψε ο μικρός σου ανιψιός για σένα! Για να ζήσεις για πάντα!!! Τότε αυτός με δακρύβρεχτο χαμόγελο άνοιξε αργά το στόμα του… Έφαγε ελάχιστα, όσα μπορούσε… Του έλεγε “σ’ αγαπώ” !!! Έζησε για πάντα…..

από τον George Mous

Mάρτιος 2014  

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close