Ανοίγει τα μάτια και με κοιτάζει. Στην πραγματικότητα κανείς άλλος δεν θα καταλάβαινε ότι κοιτάζει εμένα. Εγώ όμως, μπορώ και ξεχωρίζω πια πότε απευθύνεται σ’ εμένα. Όταν η ασθένεια άρχισε να χτυπάει και τα μάτια της, δυσκολεύτηκα πολύ μέχρι να
μάθω να ξεχωρίζω αν κοίταζε εμένα, κάποιον ή κάτι άλλο. Ο στραβισμός δημιουργεί μια σύγχυση όχι στον πάσχοντα, αλλά στους γύρω του.
Σηκώνομαι με δυσκολία από την πολυθρόνα και πάω κοντά της. Έχουμε περάσει τουλάχιστον έξι μήνες εγκλωβισμένοι οι δυο μας σ’ αυτό το δωμάτιο, περιμένοντας τι; Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Εφάρμοσαν όλες τις υπάρχουσες θεραπείες, παλιές και νέες. Δεν μένει παρά να συμβεί το αναπόφευκτο, αλλά δεν μπορούν να προσδιορίσουν το χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να πάρει και χρόνια, είπαν.
Η ζωή μας όλο αυτό τον καιρό είναι γεμάτη εναλλαγές συναισθημάτων. Εχτές για παράδειγμα, την ώρα που της έβαφα τα μαλλιά, η Σάλλυ με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα απροσδιόριστο. Στιγμές-στιγμές φαινόταν εξοργισμένη, καθώς η εξασθενημένη Σάλλυ ένιωθε τη ματαιότητα της προσπάθειάς μου να διατηρήσω την εμφάνισή της.
Ξάφνου το βλέμμα άλλαζε, κι ήταν σαν να είχα μπροστά μου την ανέμελη Σάλλυ με τα μακριά ξέπλεγα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν στο φρέσκο αέρα. Από τις σκέψεις μου μ’ έβγαλε ένας γδούπος που ακούστηκε. Ένα χελιδόνι δεν είδε το τζάμι και χτύπησε πάνω του. Και σαν να μη του ’φτανε το χτύπημα, έπεσε πάνω στην τριανταφυλλιά. Βρισκόταν εκεί ματωμένο και ψυχορραγούσε. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι ίσως έπρεπε να κατέβω και να το απαλλάξω από τον αργό θάνατό του, αλλά τελικά άφησα αυτή τη δουλειά στο Θεό (σίγουρα θα πέρναγε από ’κει καμιά γάτα) κι επέστρεψα στη βαφή και στις σκέψεις μου.
– Τι θέλει το κορίτσι μου;
Η ομιλία ήταν ένα άλλο σοκ. Το παρήγορο είναι ότι επιδεινώθηκε σταδιακά κι έτσι είχα τη δυνατότητα να εξοικειωθώ και τώρα καταλαβαίνω σχεδόν πάντα αυτό που θέλει να πει. Δυσαρθρία είπαν οι γιατροί. Συχνό σύμπτωμα της ασθένειας. Ξεκίνησε λες και δεν μπορούσε να βρει τις σωστές λέξεις. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και χειρότερο. Μέχρι που έφτασε να ψελλίζει ακαταλαβίστικα μουγκρητά.
Κάνει να πιάσει το χέρι μου. Βιάζομαι να το πιάσω, καθώς ξέρω πως θα της πάρει πολύ ώρα μέχρι να τα καταφέρει. Το τρέμουλο κι η αταξία είναι ακόμα ένα από τα συμπτώματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η Σάλλυ μου, η δική μου υπερδραστήρια και πάντα χαρούμενη Σάλλυ χτυπήθηκε από μια τόσο κακή αρρώστια. Όπως ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί η Σάλλυ είχε τόσο γρήγορη επιδείνωση.
Νιώθω να μου σφίγγει αδύναμα το χέρι. Η ματιά της περιπλανιέται στο δωμάτιο. Με δυσκολία σταθεροποιεί τα μάτια της στο λευκό έπιπλο με τα συρτάρια. Το αγαπημένο μας έπιπλο που κουβαλάμε από μετακόμιση σε μετακόμιση από το φοιτητικό μας σπίτι.
– Ωραία λοιπόν. Το κορίτσι μου, θέλει κάτι από ’κει μέσα!
Μουγκρίζει καταφατικά κουνώντας αδέξια το κεφάλι της.
– Θα φέρω ένα-ένα τα συρτάρια για να βρούμε αυτό που θέλεις.
Απόσπασμα από το έργο του Γιάννη Τσικαλάκη “Χελιδόνια”
Σηκώνομαι και πάω μέχρι το έπιπλο. Γυρνώντας, με το συρτάρι στα χέρια, βλέπω για πολλοστή φορά την εικόνα που αντικρίζω μήνες τώρα. Μια γυναίκα εξαντλημένη, κουλουριασμένη στο κρεβάτι, με οξυγόνο και καθετήρα. Δεκάδες κουτιά φαρμάκων στο διπλανό τραπεζάκι. Στο κομοδίνο, ένα ποτήρι νερό, το ρολόι και το βάζο με το τριαντάφυλλο. Η κόρη μας, η Ρωξάνη σπουδάζει στο Μάντσεστερ και κανόνισε με το ανθοπωλείο του χωριού να φτάνει στο σπίτι μας ένα πολύχρωμο κουτί μ’ ένα φρέσκο τριαντάφυλλο κάθε πρωί. Αρχικά αρνήθηκε να φύγει για τις σπουδές της, αλλά μετά από πολύ κουβέντα κατάλαβε ότι αυτό θα στενοχωρούσε τη μητέρα της κι έτσι το αποφάσισε. Κάθε εβδομάδα φτάνει στο σπίτι μας κι ένα γράμμα της. Η Ρωξάνη γεμίζει σελίδες ολόκληρες γράφοντας στη μητέρα της κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή της. Κάθε απόγευμα διαβάζω ξανά και ξανά στη Σάλλυ το εβδομαδιαίο γράμμα της Ρωξάνης.
Κάθομαι απέναντί της με το συρτάρι στα γόνατα. Μετά από κάμποση ώρα ψαξίματος καταλήγουμε ότι αυτό που θέλει η Σάλλυ δε βρίσκεται στο συγκεκριμένο συρτάρι. Φέρνω το δεύτερο και μετά το τρίτο. Στο τέταρτο ανάμεσα στα μικρά αναμνηστικά από τα διάφορα μέρη που έχουμε πάει, ανακαλύπτουμε το μαγικό αντικείμενο της Σάλλυ. Είναι κάτι, τυλιγμένο σφιχτά με μια κιτρινισμένη από το χρόνο σελίδα. Το ξετυλίγω προσεκτικά. Η θέα του μπουκαλιού με την γκρίζα άμμο στον πάτο, που σκουραίνει προς τα πάνω καταλήγοντας σε μαύρο χώμα, κάνει το στομάχι μου να σφιχτεί. Το βλέμμα της Σάλλυ, σταθερό αυτή τη φορά, με διαπερνά. Δεν αντέχω και κλείνω τα μάτια.
Το μυαλό μου δραπετεύει από το δωμάτιο. Βρίσκομαι στην Αϊτή. Βαδίζουμε με τη Σάλλυ πιασμένοι χέρι-χέρι. Το σώμα της αναδίδει την μυρωδιά της θάλασσας και το λουλουδάτο αέρινο φόρεμά της κολλά στο καλοσχηματισμένο σώμα της. Μου κλείνει το μάτι πονηρά, καθώς ρουφά μ’ ένα πράσινο καλαμάκι γάλα από μια φρέσκια καρύδα και τη βλέπω να χώνεται σ’ ένα μαγαζάκι με τοπικά είδη. Ξαφινκά, βλέπω τη Σάλλυ να πετάγεται έξω από το μαγαζάκι. Με μιας βρίσκεται στην αγκαλιά μου και κλαίει με αναφιλητά κρατώντας το μπουκαλάκι στα χέρια της. Ανάμεσα στους λυγμούς της, μου εξηγεί ότι μέσα στο μαγαζάκι βρίσκεται ένας αλλόκοτος ντόπιος, που λέει τη μοίρα παίρνοντας σαν κριτήριο το μπουκαλάκι, που επιλέγει ο καθένας. Η Σάλλυ αρνείται πεισματικά να μου πει τι της είπε. Προσπαθώ να την ηρεμήσω, αλλά είναι πολύ φορτισμένη. Δεν ηρεμεί, παρά μόνο, όταν με βάζει να της υποσχεθώ ότι δεν θα την αφήσω ποτέ να υποφέρει.
Ανοίγω τα μάτια. Η Σάλλυ συνεχίζει να έχει καρφωμένο το βλέμμα της πάνω μου, λες και θέλει να δει μες στην ψυχή μου. Εγώ πάλι, βλέπω βαθιά στην ψυχή της κι αυτό που βλέπω με τρομοκρατεί. Ξέρω τι θέλει η Σάλλυ, αλλά προσποιούμαι, εδώ και μήνες, πως δεν καταλαβαίνω.
Έχω ξαγρυπνήσει νύχτες ολόκληρες μ’ αυτή τη σκέψη. Κι εγώ στη θέση της το ίδιο δε θα ζητούσα; Όμως, φοβάμαι. Τόσα χρόνια το μόνο που κάνω είναι να τη φροντίζω και να τη νοιάζομαι. Χωρίς αυτή, θα είμαι χαμένος. Τις κακές μέρες, που η υγεία της επιδεινώνεται, νιώθω τις τύψεις να τρώνε τα σωθικά μου. Τότε είναι που σκέφτομαι ότι δεν έπρεπε να έχω πετάξει εκείνο το περίεργο σκεύασμα, που ανακάλυψα στο συρτάρι του κομοδίνου, που μύριζε τριαντάφυλλο και πικραμύγδαλο. Δεν ξέρω τι είναι και που το βρήκε η Σάλλυ, αλλά μέσα από τα μουγκρητά έλεγε κάτι σαν «δεν ανιχνεύεται στο αίμα» και «βάλτο στο γάλα». Οι σκέψεις μου τους τελευταίους μήνες κινούνται γύρω από έναν πελώριο κύκλο φόβου και τύψεων. Μπορώ να ζήσω χωρίς τη γυναίκα που λατρεύω; Όχι!
Έχω δικαίωμα να την αφήνω να υποφέρει; Η Σάλλυ σήμερα θυμίζοντάς μου την υπόσχεση, με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι όχι απλά δεν έχω το δικαίωμα, αλλά αντιθέτως έχω την υποχρέωση να την απαλλάξω από το μαρτύριό της. Νιώθω παγιδευμένος. Δεν μου αφήνει επιλογή. Δεν μπορώ να μην τηρήσω την υπόσχεσή μου. Ο κύκλος έκλεισε.
Σηκώνομαι αποφασιστικά από την πολυθρόνα, αλλά τα πόδια μου λυγίζουν. Σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω. Με μικρά βήματα κάνω το γύρο του κρεβατιού και πλησιάζω τη συσκευή του οξυγόνου. Γυρίζω να τη δω με την ελπίδα ότι μπορεί να έχει αλλάξει γνώμη. Με κοιτάζει ικετευτικά. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει. Τα χέρια μου τρέμουν κι αρνούνται να το κάνουν, εγώ όμως τα υποχρεώνω. Αρχίζω να κλείνω αργά-αργά τη στρόφιγγα. Μέχρι που φτάνει στο τέλος. Νιώθω δύσπνοια. Ή μήπως είναι ιδέα μου; Η Σάλλυ δεν έχει πια αέρα. Μήπως υποφέρει; Πνίγεται; Γυρνάω τρομαγμένος να την κοιτάξω, έτοιμος να ξανανοίξω τη στρόφιγγα. Η Σάλλυ είναι διαφορετική. Το βλέμμα της είναι γαλήνιο και στα χείλη της σχηματίζεται ένα αμυδρό χαμόγελο. Νιώθω το χέρι μου να σφίγγει περισσότερο τη στρόφιγγα.
Αφήνω τα δάκρυα, που κρατούσα μήνες τώρα, να κυλήσουν. Ανοίγω το παράθυρο και ατενίζω στο βάθος. Στην ησυχία της αυγής ακούω την αγριεμένη θάλασσα, που μόλις αρχίζει να αχνοφαίνεται. Μένω για λίγο χαμένος στις σκέψεις μου. Έχω πολλά να ετοιμάσω. Ένας περίεργος ήχος σαν φτερούγισμα διακόπτει τις σκέψεις μου. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω ένα χελιδόνι μ’ ένα πράσινο καλαμάκι στο ράμφος, να πετάει ελεύθερο στον ουρανό.
Από τη Σοφία Φλωρούς
Μάρτιος 2014
Μου αρέσει αυτό:
Like Φόρτωση...
Σχετικά