Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά.. Η Σαρακοστή έφτανε στην κορύφωσή της.. Οι πασχαλιές είχαν ανθίσει, οι γειτονιές μύριζαν φρεσκοψημένο τσουρέκι. Η φυσικοθεραπεύτρια χτύπησε το κουδούνι της πολυτελέστατης κατοικίας. H υπηρέτρια άνοιξε
την πόρτα.
Η Ντίνα, ιδιοκτήτρια του πανάκριβου διαμερίσματος, υποδέχθηκε με το ίδιο ψυχρό βλέμμα την «γυμνάστρια».
– Είναι εδώ ο μικρός;
– Όχι επάνω, στο δωμάτιό του. Κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ, γιατί περιμένω επισκέψεις.
Η Ντίνα είχε καταγωγή από την «Πόλη». Καλή μαθήτρια στα παιδικά της χρόνια, με μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, ζούσε με τον Στέφανο. Εκείνος ήταν ο γόης του σχολείου.. Δεν ήταν αυτό που ζητούσε, όμως τα λόγια του πατέρα ήταν πιο δυνατά απ’ τα αισθήματά της.
-Ισχύς εν τη ενώσει!!! Έλεγε ο πατέρας και συνέχιζε.. – Τέτοια παιδιά, από τέτοιες οικογένειες δεν τα αφήνουν. Γιός του δημάρχου με αμύθητη περιουσία; Και να τον κάνεις «πέρα»; Όχι! Αυτόν θα παντρευτείς!!! Ο πατέρας του είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος! Το κατάλαβες;
Η Ντίνα έκανε την καρδιά της πέτρα και άφησε τις αγάπες και τα άνθη για άλλες. Ήξερε πως κι ο Στέφανος αγαπούσε μια άλλη. Ποιός νοιάζονταν, όμως; Ήταν το πεπρωμένο τους.
Τα χρόνια πέρασαν. Με τον καιρό συνήθισαν ο ένας τον άλλο. Όλα έδειχναν να είναι τέλεια στη ζωή τους. Χρήματα, ταξίδια, αυτοκίνητα. Όλα εκτός από ένα μαύρο σημάδι στο σπιτικό τους. Ο γιός τους. Το μοναδικό παιδί που απέκτησαν. Τους ένωνε και τους χώριζε. Κινητικά προβλήματα και νοητική υστέρηση απ’ τη γέννα. Ήταν ο λόγος που μάλωναν. Κλειδωμένος όλη μέρα στο σπίτι, τους δημιουργούσε προβλήματα. Όλοι ήταν σκληροί μαζί του. Η υπηρέτρια που βαρέθηκε να σκουπίζει τα σάλια του, η μαμά που προσάρμοζε τις εξόδους της ανάλογα με τις ανάγκες του. Ακόμη και ο παπαγάλος του σπιτιού. Ακόμη κι αυτός μιμούνταν τα τραυλίσματά του, σαν να τον κορόιδευε. Πιο σκληρή μαζί του, όμως, ήταν η άνοιξη. Ξεσήκωνε τον οίστρο του, φούντωνε τις ορμές του. Είχε γίνει 18!!! Καθηλωμένος στο καροτσάκι κοίταζε τις γυναίκες με άλλο μάτι και μούγγριζε!
– Να σε ρωτήσω κοπελιά; Εσύ δεν έχεις έναν αδερφό που δουλεύει στη «νύχτα»; Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή την φυσικοθεραπεύτρια.
– Ναι! … Νύχτα… Μην φανταστείτε κάτι βρώμικο. «Μπουφετζής» είναι σε μία καφετέρια.
– Θα μπορούσε να μου κάνει μία χάρη; Θα του δώσω όσα ζητήσει.
– Παρακαλώ κυρία Ντίνα. Πείτε μου και θα τον ρωτήσω.
– Κοίταξε! Εσύ μας ζεις καθημερινά.. Θα έχεις παρατηρήσει ότι τελευταία ο «μικρός» φέρεται αλλόκοτα. Θα μπορούσε μήπως ο αδερφός σου, που είναι μέσα στα «πράγματα» να τον πάει στα «κορίτσια»; Να πάει να συνεννοηθεί μαζί τους, μήπως και εκτονωθεί;
– Σαστισμένη η φυσικοθεραπεύτρια της υποσχέθηκε ότι θα έκανε ότι μπορούσε για να πείσει τον αδερφό της. Πληρώθηκε και έφυγε.
Κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα… Πίσω από τα Εβραϊκά νεκροταφεία. Σε ένα αδιέξοδο. Στο τέλος του χωματόδρομου.
Η Τζώρτζια μόλις είχε κάνει τον απογευματινό της καφέ. Γερασμένη και ταλαιπωρημένη από την φύση της δουλειάς, άναψε την λάμπα αλογόνου, η οποία φώτισε με πορτοκαλί φως το πρόσωπό της. Το κουδούνι χτύπησε..
– Περάστε παλληκάρια. Φαντάρια είστε;
Όχι μαντάμ, είμαστε…
– Μη με λες μαντάμ… Τζώρτζια με λένε.
– Συγγνώμη Τζώρτζια. Ήθελα να μιλήσουμε για κάτι..
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, εξηγούν στην Τζώρτζια για το πώς έχουν τα πράγματα.
– Ναι, να την φέρετε την «ψυχούλα». Θα πω στην Βερόνικα να τον περιποιηθεί! Γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ, απάντησε η Τζώρτζια δίχως σκέψη.
– Α! Και κάτι τελευταίο.. Μας ζήτησε η μητέρα μία φωτογραφία της πρώτης του κοπέλας!
– Χα χα χα!!! Εντάξει λεβέντη μου. Μόλις βάλει τα ρούχα της δουλειάς, τράβα μας μία, να μας θυμάστε… όπως και έγινε.
Πήραν τον μικρό απ’ το καρότσι σαν επιτάφιο. Τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι.. Τελειώσανε. Βγήκαν και οι φωτογραφίες.
Πίσω στο διαμέρισμα η Ντίνα περίμενε με ανυπομονησία.
Πήραν τον μικρό απ’ το καρότσι σαν επιτάφιο. Τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι.. Τελειώσανε. Βγήκαν και οι φωτογραφίες.
Πίσω στο διαμέρισμα η Ντίνα περίμενε με ανυπομονησία.
– Ήταν καλό κορίτσι; Μήπως τον κορόιδεψε;
– Όχι κυρία μου. Ξένη ήτανε και αρκετά φιλική. Να! Δείτε!
Αμέσως άνοιξε την οθόνη του κινητού με τη φωτογραφία. Αυτή η ξανθιά είναι μάλλον Βουλγάρα…
– Ωραίο κορίτσι!! Θα άρεσε και στον μπαμπά, είπε και έσκασε ένα μυστήριο χαμόγελο που πολύ γρήγορα σκοτείνιασε. Αυτή πίσω ποιά είναι; Αυτή η γριά; Η μελαχρινή με την γκρι ζακέτα… χα χα χα.. μην φοβάστε.
Είναι η «τσατσά». Αυτή κρατάει το ταμείο στο «κατάστημα». Την γνωρίσαμε. Καταθλιπτική ψυχή. Τζώρτζια την λένε..
Είναι η «τσατσά». Αυτή κρατάει το ταμείο στο «κατάστημα». Την γνωρίσαμε. Καταθλιπτική ψυχή. Τζώρτζια την λένε..
– Τζώρτζια; Η Γεωργία είναι!!! Η κόρη του μαραγκού!!!! και τι κάνει εκεί; τσατσά;
– Την ξέρετε; Πρέπει να υπήρξε ωραία στα νιάτα της.
– Πες μου που πέφτει το μπορντέλο!!!
– Πίσω από τα Εβραϊκά νεκροταφεία. Στον χωματόδρομο.
Μεγάλη Παρασκευή…
Το μαύρο τζιπ σταμάτησε έξω από την πόρτα. Στον χωματόδρομο. Το «κόκκινο φωτάκι» ήταν σβηστό. Κατέβασε τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά της και χτύπησε το κουδούνι!
– Είμαστε κλειστά αγάπες μου! Φώναξε η Τζώρτζια. Τέτοια μέρα την σέβονται κι οι πουτάνες!!!! απάντησε η Τζώρτζια με ένα αλκοολικό γέλιο.
– Άνοιξε! Θέλω να σου μιλήσω, είπε η Ντίνα. Ήταν η Ντίνα. Το είχε πάρει απόφαση να πάει να την δει. Τεράστια ντροπή. Όμως, το είχε ανάγκη!
Η πόρτα άνοιξε. Κοιτάχτηκαν διερευνητικά. Η μία ήξερε. Η άλλη όχι…
– Τι θέλετε κυρία μου; Εξυπηρετούμε μόνον άνδρες.
– Γεωργίτσα; Δεν με θυμάσαι; Η Ντίνα είμαι… του Στέφανου!
– Είσαι σίγουρη ότι σε ξέρω; Του Στέφανου; Ποιού Στέφανου; Δεν ξέρω κανέναν Στέφανο!
– Η Ντίνα. Η παιδική σου φίλη… που σε θαύμαζα, που ήσουν άριστη σε όλα! Η καλύτερη μαθήτρια!
– Α! Η Ντίνα! Που ο μπαμπάς της έπιασε τον γυμνασιάρχη να την κάνουν σημαιοφόρο και πέταξαν εμένα στο πλάι.
– Ναι αυτή! Σε θαύμαζα. Ήσουν η πιο γρήγορη στις σκυταλοδρομίες και σε βάζαμε τελευταία για να νικήσουμε.
– Η Ντίνα που μου ‘φαγε τον Στέφανο; Εκείνη η Ντίνα που έπαιρνε πιο γρήγορα τις σωστές αποφάσεις;
– Ναι αυτή! Βρίσε με! Πες ό,τι θες. Ό,τι κι αν πεις, θα’ χεις δίκιο.
– Πέρασε μέσα να πιούμε μια ρακή, είπε και κατέβασε την μπουκάλα από το ράφι.
Η σόμπα αλογόνου έκανε πορτοκαλί τα δύο πρόσωπα… Η καμπάνα από το εκκλησάκι δίπλα, χτυπούσε πένθιμα. Καθίσανε ως το πρωί. Τα είπανε όλα. Η Τζώρτζια απάντησε σε όλα τα ερωτήματα «πώς-πού-γιατί». Άκουσε το «δεν με αγάπησε ποτέ, ούτε κι εγώ, εσένα αγαπούσε» – «εμένα με αγόρασαν οι γονείς του, ακόμη και τώρα μου παίρνουν κρέμες με μαύρο χαβιάρι για να μην γεράσω». Η μπουκάλα άδειασε.. Δύο δυστυχισμένες μαζί σε οίκο ανοχής. Τι τραγικό!
Η άνοιξη ήταν σκληρή με τον γιο της. Πιο σκληρή ήταν όμως μαζί της. Μάνα και γιος πήγαιναν συχνά-πυκνά στα «κορίτσια» για να εκτονωθούν. Η σκόνη στα λαμπερά της παπούτσια μαρτυρούσε πως πήγαινε κάθε μέρα στον Χωματόδρομο…
Από τον George Mous
Μάρτιος 2014