Ήταν μια άνοιξη σαν τόσες άλλες, μία ακόμα γυναίκα λίγο πριν τη δύση μιας συνηθισμένης μέρας. Πίστευα ότι εκείνην τη γυναίκα δε θα την ξανάβλεπα. Δεν ήταν τόσο η ασθένεια του σώματος, μα ήταν το «όχι» στη ζωή της, η παραδοχή του τέλους που πλησίαζε κι η υποταγή της στη φθορά που στο άγνωστο την προσκαλούσε. Έτσι λοιπόν, φεύγοντας, χαμήλωσα… σχεδόν προσκύνησα τους αμίλητους πόνους, στο μέτωπο τής έδωσα το πρώτο και ίσως τελευταίο φιλί, εκείνο το φιλί ενός Ιούδα, που μαρτυρούσε την πορεία προς τη σταύρωση ή πάλι ίσως θυσίαζα τον φόβο μου μέσα από την πνοή μου, μέσα από τις αργές και δειλές ανάσες μου, που μάχονταν το κακό να εξορκίσουν. Ναι, είχα επίγνωση, θυσιαζόμουν σε βωμό μιας αρχέγονης θρησκείας. Φοβήθηκα το αναμενόμενο, αυτό που σε λίγο θα αντικαταστούσε τις μικρές κι ασήμαντες στιγμές μας.
Μετά ψιθύρισα αργά αντίο… κι κείνη με ευλάβεια-κάτι που εγώ χρωστούσα σε εκείνην- για πρώτη και τελευταία ίσως φορά μου φίλησε τα παγωμένα, κρυμμένα μέσα σε άνοιξη, χέρια. Έγιναν ξαφνικά υγρά τα μάτια της, ενώ βάθαινε το βλέμμα της μέσα στα δικά μου αμήχανα κι απορημένα μάτια και συλλάβισε το πρωτόλειο ποίημα: «όπως εγώ να μην πεθάνεις, την άρνησή σου στη ζωή να αθετήσεις… ψυχή μου, προλαβαίνεις…».
Έφυγα τρέχοντας, όσο πιο γρήγορα τόσο καλύτερα! Πίσω δεν κοίταξα, θάνατος είναι ο χωρισμός, πώς ψυχή να ‘χα κατάματα κι αυτό το τέλος να αντικρύσω;
Έκλεισα την πόρτα του δωματίου με τα ζεστά πόμολα. Μετά από εμένα τη φυγή ποιος θα διέγραφε; Ό,τι άγγιξα θα άγγιζε, ένα ακόμα κοινό σημείο αναφοράς μας.
Ο ήλιος έδυε πια μέσα στα ερωτηματικά μου μάτια κι ένα τεράστιο «γιατί» απλώθηκε στον ουρανό, είχε χέρια που πλησίαζαν τον στεγνό λαιμό μου, είχε φωνή που έφτανε στη στείρα ακοή μου… γιατί; γιατί ό,τι αγαπάμε έχει τέλος; Ένα συμβόλαιο που υπογράφουμε όταν γεννιόμαστε- κάθε φορά που θα γεννιέμαι να πεθαίνω…
Νυχτώνει, για άλλη μια φορά μόνη πεθαίνω…
…μου λείπεις…κι απόψε… μα, αύριο ξανά μονάχη μου θα γεννηθώ!
Από τη Νόπη Χατζηιγνατιάδου