15 Οκτωβρίου 1922: μια ημερομηνία άγνωστη και, κυρίως, αδιάφορη για τις ελληνικές πολιτείες. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να κρύβουν τις διαχρονικές προδοσίες τους. Τη συγκεκριμένη ημερομηνία, διά χειρός Ελευθερίου Βενιζέλου, παραδόθηκε αμαχητί η Ανατολική Θράκη. Η αναίτια και εθνικά εγκληματική αυτή πράξη κρατήθηκε μυστική ακόμα και από τους επιτρόπους της Επαναστατικής Κυβερνήσεως, Νικόλαο Πλαστήρα και Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν, οι οποίοι, αφιχθέντες στα Μουδανιά στα τέλη του Σεπτέμβρη για διαπραγματεύσεις, βρέθηκαν ενώπιον τελεσιγράφου των Μεγάλων Δυνάμεων, που απαιτούσαν την υπογραφή τους για να παραδοθεί αμαχητί η Ανατολική Θράκη. Ας αφήσουμε όμως τον σημαντικότατο Αμερικανό συγγραφέα Ερνεστ Χέμινγουεϊ (ανταποκριτή της «Toronto Star») να μας περιγράφει την τραγική αυτή ιστορία όπως την έζησε.
Ο Ερνεστ Χέμινγουεί γεννήθηκε στις ΗΠΑ στις 21 Ιουλίου 1899 και μόλις 20 περίπου χρόνων, το 1920, άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Toronto Star Weekly» του Τορόντο. Μέσω των ανταποκρίσεών του, το ευρύ κοινό της εποχής γνώρισε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ηταν παρών στην ανταλλαγή των πληθυσμών στη Θράκη, που ακολούθησε τη Συνθήκη των Μουδανιών, το 1922. Μέσα από το λογοτεχνικό του ταλέντο, ο συγγραφέας έδωσε συγκλονιστικές περιγραφές μιας περιόδου που έχει σημαδέψει την ψυχή των Ελλήνων.
Τον Οκτώβριο του 1922, αν και άρρωστος από ελονοσία, ο Χέμινγουεί παρακολούθησε την πορεία των Ελλήνων προσφύγων: «Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Εβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα, που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά…».
Τα δημοσιογραφικά του άρθρα αναφέρονται κυρίως στη στρατιωτική εκκένωση της Κωνσταντινούπολης και της Ανατολικής Θράκης και στο αντίστοιχο χρονικό του ελληνικού ξεριζωμού. Το αντικειμενικό ρεπορτάζ -η ψυχρή αποτύπωση ενός ιστορικού γεγονότος- εξελίσσεται σταδιακά σε απόγνωση και κραυγή διαμαρτυρίας για τα δεινά των μετακινούμενων πληθυσμών. Ο δημοσιογράφος καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, τα ολέθρια διπλωματικά και στρατιωτικά σφάλματα της ελληνικής κυβέρνησης. Στις 3 Νοεμβρίου 1922 από το Μουρατλί σημειώνει τον τραγικό επίλογο της προδοσίας: «Καθώς γράφω, ο ελληνικός στρατός ξεκινάει την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Οι στρατιώτες παρελαύνουν σκυθρωπά… Εγκατέλειψαν τις καμουφλαρισμένες θέσεις των πολυβόλων, τις οχυρωμένες και γεμάτες συρματόπλεγμα κορυφογραμμές, εκεί όπου είχαν σχεδιάσει να δώσουν την τελική μάχη εναντίον των Τούρκων. Αυτό είναι το τέλος της σπουδαίας ελληνικής στρατιωτικής περιπέτειας. Ακόμα και στην εκκένωση, οι Ελληνες φαίνονται καλοί στρατιώτες. Εχουν έναν αέρα θαρραλέας επιμονής, που θα σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα για τον Τούρκο, αν ο στρατός του Κεμάλ έπρεπε να πολεμήσει για τη Θράκη, αντί αυτή να του δοθεί ως δώρο στα Μουδανιά. Ο λοχαγός Ουίταλ του ινδικού Ιππικού (…) μου είπε την εκ των έσω ιστορία της ίντριγκας που οδήγησε στην κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία: “Οι Ελληνες στρατιώτες ήταν πολεμιστές πρώτης κατηγορίας. Είχαν καλούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με τους Βρετανούς και τους Γάλλους στη Θεσσαλονίκη και υπερτερούσαν του κεμαλικού στρατού. Πιστεύω ότι θα καταλάμβαναν την Αγκυρα και θα έβαζαν τέλος στον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την εξουσία, έδιωξε όλους τους αξιωματικούς του στρατού από το πεδίο της μάχης· από τον αρχιστράτηγο μέχρι τους διοικητές των διμοιριών. Αντικαταστάθηκαν με νέους αξιωματικούς, που ήταν οπαδοί του Τίνο (χαϊδευτικό του Κωνσταντίνου), οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν περάσει τον πόλεμο στην Ελβετία ή τη Γερμανία και δεν είχαν ακούσει ούτε πυροβολισμό. Αυτό προκάλεσε την πλήρη κατάρρευση του στρατού και ήταν το αίτιο της ελληνικής ήττας”». Και τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος, αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα:
Η φρίκη της παράδοσής της, όπως την είδε ο Χέμινγουεί
«Ολη μέρα περνά» από δίπλα τους· είναι βρώμικοι, κουρασμένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες, που βαδίζουν στην καφετιά, άγονη θρακική ύπαιθρο, χωρίς μπάντες, χωρίς οργανώσεις αρωγής· τίποτα, εκτός από ψείρες, βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια τη νύχτα Είναι οι τελευταίοι από τη δόξα που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας» («Toronto Star», 3 Νοεμβρίου 1922). Τα φορτωμένα κάρα των προσφύγων περνούν μέσα από την Αδριανούπολη (αρχές Οκτωβρίου 1922).
Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Toronto Star» γράφει ο Χέμινγουεί: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης όλα μου φαίνονται απίστευτα. Εστειλα τηλεγράφημα στη “Star” από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται». Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σε αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. Δεν μπορούσα να βγάλω από τον νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή, γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μία μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μία τρομερή τουρκική παροιμία: “Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο”». («Toronto Star», 14 Νοεμβρίου 1922).
Ο Χέμινγουεί, ως πολεμικός ανταποκριτής, ξέρει ότι 1.250.000 Ελληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ο,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ενα φτωχό κράτος, με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό, πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη». Ο δημοσιογράφος, αν και επηρεάζεται από την ελληνική τραγωδία, διατηρεί ουδετερότητα και ορθή κρίση, αλλά η δυστυχία στα γραπτά του λαμβάνει καθολική έκταση. Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην «Toronto Star» γράφει: «Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή, που ελπίζω να φτάσει και ώς -τον Καναδά: “Μην ξεχνάτε τους Ελληνες!”».
Οι ανταποκρίσεις του νομπελίστα Ερνεστ Χέμινγουεί το χρονικό διάστημα 1920-1922 έγιναν βιβλίο με τίτλο «Με υπογραφή Χέμινγουεί» και υπότιτλο «1920-1922 Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική Καταστροφή» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Είναι όμως το δραματικό φινάλε του που κάνει πολύτιμο το βιβλίο για την ελληνική ιστορική μνήμη. Μέσα από είκοσι άρθρα, που ξεκινούν με την περιγραφή της Κωνσταντινούπολης στον απόηχο των γεγονότων της Σμύρνης, αναφέρεται στην Πόλη που ουσιαστικά πολιορκείται από τα στρατεύματα του Κεμάλ. Γράφει για τον τρόμο των κατοίκων, που οπλίζονται για να αντιμετωπίσουν την απειλή, αλλά και για τον εφησυχασμό τους όταν εμφανίζεται ο βρετανικός στόλος. Γράφει για τα καραβάνια των προσφύγων και για την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Θράκη…
Πηγή Εφημερίδα “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ” και https://statusradio.gr/