Το Μίκη τον συνάντησα μέσα από τη μουσική του στους αγώνες της γενιάς μου κατά της Δικτατορίας.
Τραγουδούσαμε τη Ρωμιοσύνη στο Πολυτεχνείο, το Νοέμβριο του ’73, τον Επιτάφιο, τα Επιφάνια, το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού όταν μας βασανίζανε στην Ασφάλεια και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Και στα 20 και στα 40 χρόνια από το Πολυτεχνείο τον είχαμε καλέσει στις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης και ποτέ δεν έλειψε.
Το Άξιον Εστί το τραγουδούσαμε σε όλες τις μικρές και μεγάλες στιγμές της ζωής μας, όταν χτίζαμε το νόημά της και εγειρόταν η ψυχή προς το όραμα του Αύριο. Το Μίκη λοιπόν τον ζούμε κάθε μέρα.
Σήμερα όμως είμαστε εδώ για να αποτίσουμε φόρο τιμής σε έναν Άνθρωπο, Ιδέα αναγνωρίζοντας και αναδιφώντας τη μοναδικότητά του.
Στο πρόσωπο του Μίκη συναντάμε ταυτόχρονα τον μεγάλο συνθέτη, τον δημιουργό του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού, τον αγωνιστή, τον πολιτικό. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του έδωσαν πνοή στους αγώνες για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Εθνική Ανεξαρτησία, την Κοινωνική Προκοπή.
Αριστερά ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, η Διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι φίλοι της Μουσικής, Στεφανία Μεράκου, ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, η Υπεύθυνη Αρχείου Ελληνικής Μουσικής, Βάλια Βράκα, η Γενική Γραμματέας των Διεθνών Βραβείων G. Sciacca Βίκυ Μπαφατάκη και η Καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία Μοροπούλου
Λέει ο ίδιος, δια χειρός Ηρώς και Γιώργου Σγουράκη στο Αυτοβιογραφικό του Λεύκωμα που εξέδωσαν οι ίδιοι από το Αρχείο Κρήτης το 2005 και θα αναφερόμαστε σε αυτό συστηματικά στη συνέχεια:
«Τον Πολιτισμό έπρεπε να τον πάρουμε ο λαός στα χέρια του. Και κυρίως να τον πάρει η νεολαία. Και τον πήρε αυθόρμητα η νεολαία.
Η νεολαία, όπως σας είπα και πριν, έπαιξε έναν κολοσσιαίο καθοριστικό ρόλο στην επιβολή του Επιταφίου. Από κει και πέρα το τραγούδι αυτό, έμπαινε στο λαϊκό πολιτισμό κι η νεολαία το πήρε το κίνημα στα χέρια της. Και όταν ήρθαν οι ιστορικές συγκυρίες, η πρωτοπορία της είχε ήδη ακονισθεί με το 1-1-4, με το 15%, με τις πορείες ειρήνης κ.α.
Η νεολαία έπαιξε, ας πούμε, ρόλο κρούσης, πολιτικής αλλά και πολιτιστικής.
Τη μάχη την έκανε και για να εδραιώσει μια μελλοντική κοινωνία, αλλά και για τώρα να προφυλάξει, να διαφυλάξει και να επεκτείνει μία κατάκτηση πολιτιστική.
Βρέθηκα επικεφαλής στη νεολαία Λαμπράκη ένας συνθέτης, δεν πήγα εκεί πέρα σαν ένας ξεκομμένος πολιτικός. Ήμουνα αυτός ακριβώς που ήμουνα, ατόφιος πολιτιστικός και έπρεπε τέτοιος να είναι, να μπει επικεφαλής, σ’ αυτή τη μικρή μάχη. Και ο πολιτιστικός παράγοντας, όταν πλέον περνάει από το μερικό στο γενικό, γίνεται πολιτικός παράγοντας. Έγινε λοιπόν μια μετάθεση, μία ωρίμανση, θα λέγαμε, ένα άλμα ποιοτικό μέσα από την ίδια τη ζωή.
Πως κάνεις μουσική και κάνεις και πολιτική. Και μιλάμε οι Έλληνες εμείς, όταν τέτοιο ρόλο έχουν παίξει ποιος; Έχει παίξει ο Ρήγας Φερραίος ως ποιητής και πολιτικός;
Δηλαδή είμαστε κατεξοχήν χώρα, όπου οι πνευματικοί ηγέτες στην Ελλάδα έχουν παίξει καθοριστικό πολιτικό ρόλο. Και ο Σολωμός, και ο Παλαμάς και ο Βάρναλης και ο Ρίτσος παίζουν πολιτικό ρόλο, άμεσο πολιτικό ρόλο. Και αυτό είναι προς δόξα του ελληνικού λαού. Γιατί είναι ένας λαός ο οποίος μπορεί να συνδυάζει ακριβώς το όνειρο με την καυτή πραγματικότητα».
Μίκη, η ακεραιότητα της ψυχής σου και το μεγαλείο του πνεύματός σου συνέδεσε στο έργο σου τη Δημιουργία και τη μοναδική συμβολή σου στον Πολιτισμό με τους ανυπότακτους αγώνες και την αντίσταση του λαού μας στον φασισμό και στην πολιτική σκοπιμοτήτων.
Την 21η Απριλίου του 1967 ο Θεοδωράκης περνάει στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει, μαζί με άλλους, την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), ή Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο, που ιδρύθηκε στα τέλη Απριλίου 1967, αρχικά ως Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΜ) και εκλέγεται πρόεδρός του.
Αριστερά η Διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι φίλοι της Μουσικής, Στεφανία Μεράκου, ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, η Υπεύθυνη Αρχείου Ελληνικής Μουσικής, Βάλια Βράκα, η Γενική Γραμματέας των Διεθνών Βραβείων G. Sciacca Βίκυ Μπαφατάκη και η Καθηγήτρια του ΕΜΠ Αντωνία Μοροπούλου
Λέει ο ίδιος: «Πήγα σ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης και της Αμερικής γι αυτόν το λόγο, για την αντίσταση. Πήγα στην Αίγυπτο, πήγα στο Χαρτούμ εκεί γυρεύαμε να βρούμε κι έμπεδα, για να μπορέσουμε να εκπαιδεύσουμε ανθρώπους. Κανείς δεν μας έδινε βρήκαμε κάποτε μια ευκαιρία, στην Αλγερία. Σε διάφορα, τέλος πάντων, άλλα κράτη, για να έχουμε ραδιοφωνικό σταθμό, όλα αυτά είναι πολλά προβλήματα. Και όπως καταλαβαίνετε αυτό το πράγμα με απορρόφησε, διότι το «Πατριωτικό Μέτωπο» ήταν σαν μία κυβέρνηση, θα λέγαμε.
Είχα κληθεί, φερ’ ειπείν από τον Αλλιέντε και πήγα και στον Αλλιέντε μαζί με τον Λαμπρία, ο οποίος ήρθε σαν ένας εκπρόσωπος τύπου, ας πούμε, του Μετώπου μαζί μου. Κάναμε πολλές κορυφαίες συναντήσεις κλπ. Παράλληλα τη μουσική δεν την έβλεπα καθόλου πλέον σαν μία δημιουργική, ας πούμε, διαδικασία. Την έβλεπα μόνο σαν ένα προπαγανδιστικό μέσο, για να μπορέσουμε ακόμα περισσότερο και με αυτόν τον τρόπο να ευαισθητοποιήσουμε τις μάζες σ’ όλο τον κόσμο πάντα ενάντια στη Χούντα, γιατί μας ενδιέφερε η γρήγορη πτώση της Χούντας. Το γεγονός ότι είχαμε στερηθεί την πατρίδα μας, επίσης, μας έδινε μια φοβερή νοσταλγία, φοβερό πόνο. Είναι απίστευτο το πόσο είναι βαθύς ο πόνος της χαμένης πατρίδας. Θέλαμε να γυρίσουμε στην πατρίδα, αλλά μια πατρίδα ελευθερωμένη από τη Χούντα».
Δεν είναι τυχαίο που σα συνθέτης πέτυχε να αφομοιώσει διαφορετικά στυλ και επιρροές, να δημιουργήσει τη δική του μοναδική μουσική ταυτότητα που αναγνωρίστηκε από όλο τον κόσμο και εξέφρασε μια οικουμενική αναζήτηση για αξίες παναθρώπινες όπως αυτές που μελοποιεί στο «Μάουτχαουζεν» ή στο «Άξιον Εστί» και που συνδέονται με τα μεγάλα αιτήματα για την Ειρήνη και τη Φιλία των λαών.
Ο ίδιος λέει: «Η μουσική μου μπόρεσε να πάει πολύ πλατιά και έτσι να εδραιωθεί αυτό, η απόβαση που έκανα σε αυτό το έδαφος της λαϊκής μουσικής. Το προγεφύρωμα, ας το πούμε, εδραιώθηκε και κυρίως εκείνο που έχει μεγάλη σημασία ήταν η απόπειρα που έκανα, όχι να μελοποιήσω ποίηση μεγάλων ποιητών, γιατί αυτό πάντοτε γινότανε και γίνεται. Αλλά, βασισμένος επάνω στην ποίηση των δόκιμων ποιητών, να κάνω λαϊκά τραγούδια.
Μέχρι τότε ο λαός ήταν εθισμένος με έναν τύπο ας πούμε ποιημάτων, τύπο νοημάτων και αργότερα, όταν φτάσαμε να κάνουμε και ποιήματα που ήτανε ασύμμετρα όπως π.χ. ήταν στα Επιφάνια, όπως ήταν η Ρωμιοσύνη κλπ., εκεί ήταν ακόμα πιο δύσκολη η απόπειρα να κάνεις τραγούδι λαϊκό να τραγουδιέται επάνω σε ελεύθερο στίχο.
Και ο λαός δεχόταν αυτό το πράγμα, και το δεχόταν γιατί; Γιατί αυτή η ποίηση ήταν ντυμένη με ήχους γνώριμους. Και όχι μόνο με ήχους γνώριμους αλλά παρουσιασμένη επίσης με γνώριμα και οικεία μέσα εκφραστικά, όπως είναι το μπουζούκι, η ορχήστρα των μπουζουκιών και οι φωνές οι λαϊκές».
Ο Θεοδωράκης συνδύαζε στο έργο του τις επιρροές από την ελληνική λαϊκή μουσική (κρητική, μικρασιατική, βυζαντινή) με το ευρωπαϊκό κλασικό ρεπερτόριο που θεωρούσε ότι πρέπει να περιέχει κοινωνικό μήνυμα. Πίστευε ότι η πραγματικά μεγάλη τέχνη δεν πρέπει να αποκόβεται από το λαό. Ο ύστερος ρομαντισμός και ο νεοκλασικισμός μεγάλων Ρώσων μουσουργών του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, όπως ο Στραβίνσκι, o Σοστακόβιτς και ο Ραχμάνινοφ είχαν επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του Θεοδωράκη.
Παράλληλα ο Θεοδωράκης επιχειρεί μια καινοφανή λειτουργική σύντηξη που συνδυάζει το κατεστημένο κύρος και την επικοινωνιακή ρητορική της υστερορομαντικής συμφωνικής μουσικής, τα στερεότυπα της μουσικής για το αρχαίο δράμα, τα ακούσματα της βυζαντινής μουσικής και το λαϊκό/δημοτικό τραγούδι. Καρπός είναι το λαϊκό ορατόριο με πρώτο και κορυφαίο δείγμα το «Άξιον Εστί» (1960) σε ποίηση Ελύτη, αυτό καθαυτό σπάνια συνάντηση σουρεαλισμού και αριστερής στράτευσης. Ακολουθεί σειρά από αντίστοιχα, ιδιαίτερα δημοφιλή στρατευμένα ορατόρια και συμφωνικές καντάτες, που βασίζονται σε σημαντικά ποιητικά κείμενα: «Πνευματικό Εμβατήριο» (Σικελιανός, 1969), «Canto General» (Νερούντα, 1972-81) κ.ά.
Τα επαναστατικά του εμβατήρια – ορισμένα από τα οποία έγραψε μέσα στη φυλακή ή στην εξορία και η ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα της μετεμφυλιακής εποχής από τη λαϊκή μουσική του Θεοδωράκη, έχουν χαρακτηριστεί ως «σοσιαλιστικός ρεαλισμός».
Λέει ο ίδιος: «Εγώ θεωρώ όλη αυτή τη διαδρομή μου μέσα στη μουσική ένα συνεχές ταξίδι. Ένα ταξίδι στο άγνωστο, χωρίς τέλος. Κι ένα ταξίδι, θα έλεγα, πάρα πολύ απίθανο σε μία χώρα όπως είναι η Ελλάδα.
Η Ενάτη Συμφωνία για μένα ήταν πραγματικά ένας κεραυνός! Κεραυνός! Έπεσα κεραυνόπληκτος, αρρώστησα!
Ήθελα να μπω μέσα στα μυστικά αυτής της απίθανης μουσικής αρχιτεκτονικής, αυτής της ηχητικής του Μπαχ, του Μπετόβεν, του Βάγκνερ κ.ά. Τελείως αποκομμένος από το ελληνικό περιβάλλον.
Όσο έμπαινα μέσα στην κλασσική μουσική, τόσο απομονωνόμουν από το ελληνικό περιβάλλον. Και ήταν αυτή η φοβερή αντίφαση της ζωής μου: να είμαι αναγκασμένος σαν χαρακτήρας, σαν άνθρωπος αλλά και σαν κατεύθυνση που είχα πάρει να είμαι μέσα στην εθνική αντίσταση, να βρίσκομαι συνεχώς με απλούς ανθρώπους, οι οποίοι ήταν απλοί, όπως κι εκείνα τα τραγούδια που λέγανε, δηλαδή τα ταγκό της εποχής, καμιά καντάδα και κανένα ρεμπέτικο, και εγώ συνεχώς να είμαι μ΄ ένα χαρτί και να γράφω μουσική συμφωνική ή να μελετάω σε μουσική συμφωνική. Θυμάμαι, εδώ, στη μάχη του Δεκέμβρη, ότι είχα πάντα μαζί μου μια παρτιτούρα και μελετούσα μουσική συμφωνική και ήταν απίθανο αυτό. Όπως ήταν κι αργότερα απίθανο και στην εξορία και στην Μακρόνησο, που φυσικά οι ήχοι που ακούγαμε ήταν αυτοί που σας είπα, τα τραγούδια της εποχής. Είχα μια αντίφαση, δηλαδή πάλι ήμουνα απομονωμένος, πάλι ζούσα τελείως μόνος μου με μια φανταστική μουσική, που ένας Έλληνας μουσικός, ένας ξυπόλητος, θα λέγαμε, μουσικός που πήγαινε στα αγκάθια να πάει να ανακαλύψει αυτά τα τεράστια οικοδομήματα που ήταν προνόμιο των λεγομένων προνομιούχων λαών της Κεντρικής Ευρώπης».
Μέσα από αυτή την εσωτερική του αντίφαση ο Μίκης Θεοδωράκης με καταλύτη τη μουσική ιδιοφυία του και με όπλο τη δύναμη της ψυχής του και τη συνθετική του ικανότητα, μπόρεσε να αφομοιώσει διαφορετικά στοιχεία και στυλ, να τα υποτάξει στη δική του λογική, στη δική του αισθητική, στις ανάγκες του λαού μας στις ανάγκες των λαών. Και να ανανεώνει έτσι και ο ίδιος συνεχώς το έργο του, και να δημιουργεί μια διαρκή παρακαταθήκη για τη Μουσική, για την Ελλάδα, για την Οικουμένη. Αυτό όμως που κατάφερε ο ίδιος για τη μουσική δεν μπόρεσε να το πετύχει στην πολιτική.
Με μεγάλους αγώνες για την ενότητα όλων των δυνάμεων σε ένα Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο στον τόπο μας, καθώς και για την Ειρήνη και τη Φιλία των λαών, έφθασε στο τέλος στην πολιτική του διαθήκη να ζητά «Να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου, αλλά και οι αγώνες μου για την Ενότητα των Ελλήνων».
Σήμερα στην Εκδήλωση τιμής που γίνεται από τα Διεθνή Βραβεία Sciacca στη μνήμη του Μεγάλου Μίκη, σκύβουμε όλοι μαζί το γόνυ και υπογράφουμε με δέος και σεβασμό αυτήν την τελευταία του επιθυμία και βλέπουμε μαζί του μέσα από τη ζωή και το έργο του το Αύριο Οικουμενικά.
Η Τόνια Μοροπούλου είναι Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΜΠ – Μέλος ΔΕ ΤΕΕ και έλαβε το Βραβείο Επιστήμης Sciacca το 2019 για το Έργο της στον Πανάγιο Τάφο