Search

«Στιγμές»… από την δικηγόρο και συγγραφέα Αναστασία Καλλιοντζή

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στις 3 Γενάρη του 1972. Τελείωσα τα δημόσια σχολεία της γειτονιάς μου, της Αργυρούπολης, και το 1990 πραγματοποίησα το μεγάλο μου όνειρο, να μπω στη Νομική Σχολή. Σπούδασα στην Κομοτηνή, στη Νομική

Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Σήμερα είμαι Δικηγόρος Αθηνών, μαχόμενη, διατηρώντας γραφείο στην Αθήνα.

Παράλληλα ο καλός Θεός αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνω και συγγραφέας. Μέχρι τώρα έχω γράψει συνολικά οκτώ βιβλία. Το «Μη Μου Λες Αντίο», Λιβάνης, 2000, το «Όλα Ήταν Τόσο μα Τόσο Υπέροχα…», Λιβάνης, 2001, το «Πες Πως Ήταν Όνειρο», Λιβάνης, 2003, το «Έσχατοι Καιροί», Λιβάνης, 2005, το «Θυμάσαι;», Λιβάνης, 2006, το «Χαμένο Χτες», Λιβάνης, 2009, το «Αγαστή Συνεργασία», Λιβάνης, 2010 και το «Παράνοια», Διόπτρα, 2011. Παράλληλα, τον τελευταίο χρόνο εργάζομαι και ως μεταφράστρια.

Έχω, μέχρι στιγμής, μεταφράσει τρία βιβλία από τα Αγγλικά, το “The lifeboat” της Charlotte Rogan, “The song of Achilles” της Madeline Miller και το “Heavenly’ s child”, της Brenda Reid, όλα για λογαριασμό των εκδόσεων Διόπτρα. Έχω έναν γιο, φίλους, Τριαδικό Θεό και χρέη. Όλα καλά.

Η στιγμή που έγινε η πρώτη ανάμνηση της ζωής σου: Πρέπει να ήμουν περίπου δύο χρόνων-το πολύ. Με θυμάμαι να σκαρφαλώνω πάνω σε ένα βουνό από καρέκλες, τη μια πάνω στην άλλη, να κατεβαίνω απ’ την πίσω μεριά, να παίρνω ανά χείρας την τηλεφωνική συσκευή και να την εκσφενδονίζω με θόρυβο στον απέναντι τοίχο. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, άκουσα μια τσιρίδα απ’ την κουζίνα και κρύφτηκα κάτω απ’ τις καρέκλες απ’ το φόβο μου. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, η μάνα μου μού αποκάλυψε ότι για κάποιον λόγο, ως νήπιο, είχα μια μανία να πετάω στον τοίχο τις τηλεφωνικές συσκευές, εξ ου και προσπαθούσε η τάλαινα να τις προφυλάξει βάζοντας καρέκλες μπροστά στο τραπεζάκι όπου βρισκόταν το τηλέφωνο, αλλά εις μάτην. Έλα, Παναγία μου…

Μια αξέχαστη στιγμή στο σχολείο: Μια μέρα, ήταν να κάνουμε ένα πείραμα στο Χημείο. Συγκεκριμένα ο καθηγητής της Χημείας ήθελε να μας δείξει πώς παρασκευάζεται η καυστική ποτάσα, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κάτω από τα έκπληκτα βλέμματά μας, άρχισε να χύνει κάτι υγρά μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα. Κάτι όμως δεν πρέπει να πήγε και πολύ καλά, γιατί σε λίγο τα ζουμιά άρχισαν να κοχλάζουν μυστηριωδώς, ανεξήγητα, αλλά σίγουρα όχι για καλό λόγο. Ο καθηγητής, έντρομος, προσπάθησε να σώσει την κατάσταση-αλλά δεν σωζόταν. Και τότε, φώναξε σε γνήσια ρουμελιώτικη προφορά «ΚΑΛΥΦΘΕΙΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!». Πριν προλάβουμε να χωθούμε κάτω απ’ τα θρανία, είχε γίνει έκρηξη. Ακόμα γελάω.

Τη στιγμή που αποκάλυπτες μια ζαβολιά σου: Όταν ήμουν μαθήτρια του Δημοτικού, η μάνα μου είχε τη συνήθεια να με μπουκώνει επί καθημερινής βάσεως, πριν φύγω για το σχολείο, με ένα βραστό αυγό. Εννοείται πως το σιχάθηκα, όμως η μακαρίτισσα η μανούλα μου δεν ήταν κι απ’ τους τύπους που θα δέχονταν έτσι αδιαμαρτύρητα το «όχι» ως απάντηση! Οπότε, μια μέρα που πήγα στο σαλόνι να πάρω τη σάκα μου, μου μπήκε μια ιδέα: να πετάω το αυγό μέσα σε έναν αμφορέα, που υπήρχε στημένος δίπλα σε μια καρέκλα. Όπερ και εγένετο, απ’ τη μέρα που μου μπήκε η ιδέα και εντεύθεν-μπουκωνόμουν το αυγό, ισχυριζόμουν πως πήγαινα να πάρω τη σάκα μου, και το πετούσα μέσα στον αμφορέα. Βόδι όμως καθώς ήμουν, δεν φαντάστηκα η χαζή ότι σύντομα θα άρχιζε να μυρίζει σάπια αβγουλίλα… Πραγματικά, ένα απόγευμα η γιαγιά μου παραπονέθηκε ότι μέσα στο σαλόνι υπήρχε έντονη δυσοσμία. Η μάνα μου, σωστός φωστήρας, είπε το αμίμητο: «λέτε να έχει ψοφήσει κάτι μέσα στο σαλόνι;». Μετά ταύτα, έκανε την εμφάνισή του κι ο πατέρας μου, και, μαζί με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου, άρχισαν να ψαχουλεύουν το σαλόνι. Φύλλο και φτερό! Έψαξαν μέσα στο τζάκι, άνοιξαν συρτάρια, κοίταξαν κάτω από έπιπλα… Κάποια στιγμή, έφτασαν και στον αμφορέα. Δεν περιγράφεται το τι ακολούθησε.

Μια ευτυχισμένη παιδική στιγμή: Το κρυφτό που παίζαμε με τα γειτονόπουλα, τότε που η γειτονιά μας ήταν ακόμα γειτονιά, δεν είχαν χτιστεί πολυκατοικίες, οι αλάνες ήταν μπόλικες, τα λουλούδια στις αυλές πρόσφεραν καλές κρυψώνες, μπαμπούλες δεν υπήρχαν κι εμείς… εμείς ήμασταν ακόμα παιδιά…

Η στιγμή που ένιωσες το πρώτο καρδιοχτύπι: Ήμουν γύρω στα δώδεκα, και θυμάμαι ο πατέρας μου είχε φέρει στο σπίτι ένα ημερολόγιο τοίχου, όπου πάνω από τους μήνες υπήρχαν αφίσες των παικτών του Ολυμπιακού. Πήρα να το ξεφυλλίσω, και σκάλωσα σε μια συγκεκριμένη αφίσα, δεν έχει σημασία ποιού παίχτη, στον μήνα Αύγουστο. Δεν έχω λόγια! Τότε κατάλαβα τι θα πει κεραυνοβόλος έρωτας! Ξέρετε, τα γνωστά: αστράκια, πεταλουδίτσες, κόκκινα μάγουλα και τα συναφή.

Μια στιγμή ‘αφόρητης τρέλας’: Κάποτε, εν έτει 1991, η μνημειώδης φιγούρα που δεσπόζει και θα δεσπόζει στη ζωή μου για πάντα-ούτε ο θάνατος μπόρεσε να το αλλάξει αυτό-η μάνα μου, μου ανέθεσε να πάω στο σούπερ-μάρκετ και να αγοράσω ένα απορρυπαντικό πλυντηρίου και δέκα φέτες μπούτι ζαμπόν. Ξαφνικά, μόλις που είχα βρεθεί έξω από το σούπερ-μάρκετ, περνούσε ένα ταξί, αργά αργά. Δεν ξέρω πώς έγινε… όμως βρέθηκα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού να ψάχνω τη συντομότερη δυνατή πτήση για τον πιο μακρινό προορισμό. Διαβατήριο έχω πάντα μαζί μου, χρήματα είχα μπόλικα εκείνη την περίοδο γιατί ως φοιτήτρια εργαζόμουν… Κι έτσι, αντί για το σούπερ-μάρκετ, βρέθηκα… στο Μπουένος Άιρες! Για μόλις δεκαεφτά ώρες… Όχι απλά αφόρητη τρέλα, αλλά εδώ ταιριάζει μπιρ ταμάμ αυτό που είχε πει ο αείμνηστος Αυλωνίτης στην ταινία «Όταν λείπει η γάτα»: «Καλά… εδώ τρελάθηκαν και τα παντζούρια!!!».

Μια υπέροχη στιγμή με τους φίλους μου: Κάθε φορά που έχει Αγρυπνία στον Αη Γιώργη στην Κυψέλη, μια φορά τον μήνα δηλαδή, άμα τω πέρατι της Θείας Λειτουργίας, γύρω στη μία η ώρα τη νύχτα καταλήγουμε στο παρακείμενο καπηλειό, στη θρυλική «Μαίρη», στην πλατεία, και γίνεται το σώσε. Όποιος φαντάζεται ότι οι άνθρωποι που εκκλησιάζονται δεν χαίρονται τη ζωή, πλανάται πλάνην οικτρά…

Η στιγμή που έφυγες από το σπίτι για σπουδές: στην Κομοτηνή, για να σπουδάσω Νομική. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1990. Πήγα με τραίνο, τον αείμνηστο «Γκάτζο», που έκανε διακόσιες ώρες να φτάσει. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν πώς ένιωθα. Ήταν λες και μου είχες χαρίσει όλο τον κόσμο…

Δυο στιγμές από τα φοιτητικά σου χρόνια: Μόνο δύο;;; Όλη μου η εμπειρία από τα φοιτητικά μου χρόνια, είναι στιγμές… Στιγμές αξέχαστες, μαγευτικές… Αν πρέπει να ξεχωρίσω δύο, με δυσκολία θα διαλέξω τούτες: η πρώτη φορά που είδα τον ήλιο να δύει πίσω από την οροσειρά της Ροδόπης-έκλαιγα όλη νύχτα, με συγκλόνισε η ομορφιά. Και δεύτερον, μια μέρα, που πήγαινα να δώσω το τελευταίο μου μάθημα ως τεταρτοετής-Ιδιωτικό Διεθνές δίκαιο ΙΙ-απ’ τη χαρά μου δεν έβλεπα μπροστά μου και… ξαφνικά έπεσα σε μια τρύπα γεμάτη ασβέστη, από έργα που γίνονταν και δεν είχαν ολοκληρωθεί και βεβαίως ο εργολάβος δεν τα είχε μπαζώσει καλά. Το πόδι μου χώθηκε μέσα και δεν ξεκολλούσε με τίποτα. Ντράπηκα να ζητήσω βοήθεια φωναχτά, ώσπου βγήκε μια νοικοκυρά να απλώσει μια μπουγάδα πρωί πρωί, με είδε, της έκανα νόημα να κατέβει να με βοηθήσει κι εκείνη… κόντεψε να πέσει απ’ το μπαλκόνι απ’ τα γέλια, για τα χάλια μου. Μετά από τόσα χρόνια, καθώς ξανασκέφτομαι το περιστατικό, δεν την αδικώ καθόλου.

Εκείνη η στιγμή που αποφάσισες να ασχοληθείς με τη συγγραφή: Ούτε που το κατάλαβα πώς έγινε. Μια μέρα εν έτει 1998, στο τελείως άσχετο, μα τελείως όμως, επέστρεψα στο γραφείο μου από την Ευελπίδων και άνοιξα τον υπολογιστή, έχοντας κατά νου και ως αρχική πρόθεση να συντάξω μιαν εξώδικο για λογαριασμό ενός πελάτη. Αντί για την εξώδικο, βρέθηκα να γράφω κάτι τελείως διαφορετικό, ανεξήγητα διαφορετικό, με άγνωστη προέλευση και σίγουρα εντελώς άγνωστη κατάληξη! Κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβω, γεννήθηκε το πρώτο μου βιβλίο, το «Μη Μου Λες Αντίο».

Οι πρώτες στιγμές στο… όχι στο, στην. Στη Βάρνα της Βουλγαρίας, εν έτει 1976. Είχαν ανοίξει τα σύνορα, και ο πατέρας μου μας πήρε και μας πήγε, για να ξαναδεί η μάνα μου τον πατέρα της που είχε τριάντα χρόνια να τον δει, καθότι ο παππούς ήταν κομμουνιστής, επικηρυγμένος και τα τοιαύτα και δεν είχε ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Ήμουν σχεδόν πέντε χρόνων τότε. Μόλις είχαμε φτάσει, και μετά τις συγκινητικές πρώτες στιγμές της αντάμωσης που αξίζει κάποτε να τις καταγράψω σε βιβλίο, διαπίστωσα ότι ο παππούς μου έμενε σε ένα υπέροχο τριώροφο, ενώ τριγύρω τα σπίτια των υπολοίπων ήταν σωστές μπουτζάκες. Τον ρώτησα λοιπόν, με παιδική αφέλεια, «παππού, γιατί εσύ μένεις σ’ αυτό το παλάτι, ενώ εκείνοι οι άνθρωποι μένουν στις καλύβες;». Και ο παππούς αποκρίθηκε, γεμάτος καμάρι, «μα εγώ είμαι του κόμματος!». Ε τότε κι εγώ, αθυρόστομη απ’ τα μικράτα μου, του αποκρίθηκα «γαμώ τα υπουργεία σας!». Καλά, έγινε χαμός!

Από την παρουσίαση του βιβλίου “Χαμένο χθες” της Αναστασίας Καλλιοντζή. Από αριστερά οι ηθοποιοί Τάσος Παπαναστασίου, Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου, η Αρχαιολόγος – Επικοινωνιολόγος Βίκυ Μπαφατάκη, η συγγραφέας Αναστασία Καλλιοντζή και ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης

Η κορυφαία στιγμή μέχρι τώρα στην επαγγελματική σου πορεία: Όταν πέτυχα μια ευνοϊκή προσωρινή διαταγή από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας, που διέτασσε την εκτέλεση μιας διαταγής πληρωμής μέχρι την εκδίκαση της αίτησης αναστολής που είχα κάνει, καθώς και την απαγόρευση της εμφάνισης της οφειλής του στα αρχεία της «Τειρεσίας Α.Ε.». Ο εντολέας μου, που είχε αντίδικο μια τράπεζα μεγαθήριο, γύρισε και μου είπε πανευτυχής «τώρα, θα μπορέσω επιτέλους να ξανακοιμηθώ ήσυχος»… Θα μου πεις, πολλές φορές τυγχάνει να πετύχω ευνοϊκές αποφάσεις. Όμως η χαρά εκείνου του ανθρώπου, η τόση ειλικρινής και ανυπόκριτη χαρά, κατέστησε εκείνη τη στιγμή κορυφαία στη συνείδησή μου.

Στιγμές ενός ταξιδιού: Σ’ ένα μικρό χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης, κανα δίωρο μακριά από τη μεγαλούπολη. Βρήκα ένα και μοναδικό στέκι, παντοπωλείο, βενζινάδικο, τα πάντα όλα. Μπήκα να αγοράσω ένα μπουκάλι νερό, μα ο ιδιοκτήτης δεν φαινόταν πουθενά. Έβαλα μια φωνή, τίποτα. Και τότε ξέσπασα «το κέρατό μου μέσα!». Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ξεπρόβαλλε ένα χαμογελαστό κεφάλι πίσω από μια γωνιά. «Γεια σου πατρίδα», μου είπε! ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ!!!

Η στιγμή που γνώρισες έναν σημαντικό άνθρωπο: Στο Ισραήλ, σε κάποια έρημο, σε ένα μοναστήρι που δεν θα κατονομάσω για να μη διαταραχθεί η ησυχία. Ο παππούλης που διακονεί στο προσκύνημα εκείνο, μόνος του, είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές που έχω γνωρίσει σ’ όλη μου τη ζωή.

Η στιγμή της γνωριμίας με έναν μεγάλο έρωτα: Καλά, δεν το συζητώ, όλους τους μεγάλους έρωτες της ζωής μου-ε, μην φανταστείτε πως είναι δα και πολλοί-τους έχω γνωρίσει σε εντελώς περίεργα μέρη. Ποτέ σε κοινές συντροφιές, σε γλέντια, σε πάρτι και τα τοιαύτα. Έναν πολύ μεγάλο έρωτά μου, ωστόσο, τον είχα γνωρίσει… στην τουαλέτα ενός αεροδρομίου. Κατά λάθος είχε μπει στις γυναικείες, το διαπίστωσε έντρομος και πήγε να βγει τρέχοντας, εγώ εκείνη την ώρα έμπαινα, κουτουλήσαμε, έγινε χαμός… Ανεπανάληπτες στιγμές.

Εκείνη η στιγμή που ομολόγησες στον εαυτό σου ότι ερωτεύτηκες: Μεγάλη Τρίτη ήταν. Ταιριαστή η όλη υπόθεση, με το Τροπάριο της Κασσιανής, με το όλο κλίμα των ημερών, με το σύμπαν ολόκληρο. Έτερον ουδέν.

Εκείνη η στιγμή που ένιωσες ευτυχία: Κάθε φορά που πηγαίνω στην Εκκλησία και παρακολουθώ τη Θεία Λειτουργία, γίνομαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν περιγράφεται, ούτε συγκρίνεται με τίποτα αυτό. Ούτε με πράγμα, ούτε με εμπειρία, ούτε με άνθρωπο. Είναι ασύγκριτο.

Η στιγμή που απογοητεύτηκες: Όταν, παρά τα περιεχόμενά του, ψηφίστηκε το Μνημόνιο Ένα από την Ελληνική Βουλή. Τον Μάιο του 2010. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν την οικτρή μου απογοήτευση…

Μια στιγμή που σε πλημμύρισε φόβο: Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπη με τα τέρατα που λέγονται κατσαρίδες ή και ακρίδες. Είμαι ικανή να πηδήξω μέχρι και από μπαλκόνι. Αν μάθετε πως πέθανα απροσδόκητα, να ξέρετε, αυτές θα είναι οι αιτίες.

Μια τολμηρή στιγμή: Μόλις είχα πάρει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ως δικηγόρου, πρέπει να ήταν η μόλις δεύτερη υπόθεση που είχα αναλάβει, και… τσακώθηκα με την έδρα. Δεν γίνονται αυτά…

Η στιγμή που αποφάσισες να λησμόνησες κάτι από το παρελθόν: Έχω μια ιδιότητα, δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή: αφήνω πάντα το παρελθόν… στο παρελθόν. Δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο.

Εκείνη η στιγμή που σε πόνεσε: Όταν αναγκάστηκα να κηδέψω τους γονείς μου. Πρώτα τη μάνα μου. Μετά τον πατέρα μου. Η απώλειά τους βαραίνει στους ώμους μου χειρότερα κι απ’ τον χρόνο…

Η στιγμή που άκουσες μια σκληρή αλήθεια: Η αλήθεια δεν είναι ποτέ σκληρή. Είναι λυτρωτική. Δεν έχει έρθει ακόμα μια τέτοια στιγμή στη ζωή μου.

Η στιγμή που είπες: «Αυτή είναι η ομορφότερη στιγμή της ζωής μου»: Η Θεία Κοινωνία που ακολουθεί το «Χριστός Ανέστη», τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα. Πολύς κόσμος φεύγει από την Εκκλησία άμα τω ακούσματι του χαρμοσύνου αγγέλματος, και δεν μένουν στη Θεία Λειτουργία που ακολουθεί. Δεν ξέρουν τι χάνουν!

Η στιγμή που περιμένεις εναγωνίως στο μέλλον: Η Ανάσταση.

Επιμέλεια & Concept: Βίκυ Μπαφατάκη

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close