Search

Ας πιούμε στη μνήμη του σπουδαίου Πίτερ Ο’ Τουλ

Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος ανατρέχει στην άνιση καριέρα του μεγάλου Βρετανού ηθοποιού που πέθανε στις 14.12. το 2013.

Είναι γνωστό πως ανήκε στη γενιά των μεγάλων Βρετανών ηθοποιών, που ήταν και τα πιο γερά ποτήρια στον καιρό τους – μαζί με τον Ρίτσαρντ Μπέρτον και τον Ρίτσαρντ Χάρις (δύο Ιρλανδοί και ένας Ουαλός, ποιος θα τους τιθάσευε;), είχαν χαλάσει τον κόσμο με τις τρελές βραδιές και τα υπέροχα καπρίτσια τους. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ άντεξε περισσότερο, αφού ξεπέρασε και έναν καρκίνο πριν από 40 χρόνια. Και δεν σταμάτησε να εντυπωσιάζει με την σπάνια εκφορά του λόγου, την ένταση του καταγάλανου βλέμματος, τη γνώση των χαρακτήρων, τη διεισδυτικότητα και τη χαρά που είχε, ακόμη και σε ρόλους που στα χαρτιά δεν είχαν ζουμί.

Μα, τι ταλέντο. Και τι ντεμπούτο! Στον Λόρενς της Αραβίας. Μια από τις μεγαλύτερες ταινίες όλων των εποχών, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Διότι ο Λόρενς του Ντέιβιντ Λιν διατηρούσε ανέπαφη την αμφιβολία ενός αμφιλεγόμενου άνδρα, μέσα στο χαμό του θεάματος, του έπους, του ιστορικού δράματος, της τεράστιας παραγωγής. Και ο Λόρενς του Ο’ Τουλ άστραφτε και βόγγαγε. Θόλωνε από φιλοδοξία όταν διέταζε να μη μείνουν αιχμάλωτοι κι όταν επαναλάμβανε την Άκαμπα ως μάντρα, και σάστισε (από ηδονή ή ντροπή;) όταν ο Χοσέ Φερέρ ικανοποιούσε τα σαδιστικά του ένστικτα πάνω του. Η περιπέτεια στο σινεμά ενηλικιώθηκε σε αυτήν την ταινία, που γυρίστηκε πριν από 51 χρόνια.

Ο Πίτερ Ο’ Τουλ παρέμεινε πολύπλοκος και συναρπαστικός. Έπαιξε δυο φορές τον Ριχάρδο τον Δεύτερο στο σινεμά, στο ακαδημαϊκό Μπέκετ και το ρεβιζιονιστικό και εντελώς κωμικό, αν το δείτε σωστά, Λιοντάρι το Χειμώνα, δίπλα στην Κάθριν Χέμπορν, για την οποία είχε πει τότε, πως αν ήταν νεότερος, θα την έκανε δική του για πάντα.

Ήταν ικανός να παίζει σε άχαρες σαχλαμάρες, για το παντεσπάνι, αλλά με τουλάχιστον 10 διαχρονικά καταπληκτικές ερμηνείες, το επιχείρημα εναντίον του πάει στον κάλαθο των αχρήστων. Διότι ο Πίτερ Ο’ Τουλ, ενώ δεν ήταν φυσικός ηθοποιός, σε καθήλωνε με την προσέγγιση και την ανατρεπτική ματιά του στους ρόλους του.

Ήταν αμήχανος, σχεδόν σβησμένος, σε κομψευόμενους ρόλους, όπως στο Πώς να Κλέψετε ένα Εκατομμύριο και το What’s New Pussycat, αλλά πολύ συγκινητικός στο Αντίο Κύριε Τσιπς (μιλάμε για πολύ κλάμα στην τελευταία σκηνή), πολύ αστείος στην εντελώς φευγάτη Άρχουσα Τάξη αλλά και στο High Spirits, πονηρός και παραβατικός στον Άνθρωπο της Μάντσα, εξαιρετικά επιδέξιος στο ρετρό My Favorite Year, δυναμικός και ορμητικός στον Λόρδο Τζιμ, κοροϊδευτικά υπεράνω στον αλλοπρόσαλλο Καλιγούλα, επιβλητικός και απόκοσμος στο ένοχα αγαπημένο μου Wings of Fame, η φωνή της λογικής και ολύμπια ψύχραιμος στον Τελευταίο Αυτοκράτορα του Μπερτολούτσι.

Mε τη Ρόμι Σνάιντερ στο «What’s new pussycat?»

Η φωνή του ήταν μοναδική, κελαριστή, μουσική, παραμυθένια, και όποτε χρειαζόταν σκληρή σαν πέτρα. Η μισή επιτυχία του Ρατατούη βασίζεται στον κριτικό γεύσης Άντον Ίγκο, που εκείνος έπλασε. Στην τελευταία του μεγάλη ερμηνεία, στο Venus, ήταν, απλά, συγκλονιστικός. Πρέπει να το δείτε – δεν παίχθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, δυστυχώς. Μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά.

Τον θυμάμαι ακόμη και σε στιγμές από ταινίες που δεν έχουν περπατήσει πουθενά, όπως στην τηλεταινία του 1983 Svengali, να καθοδηγεί, ως αλαζόνας Πυγμαλίων, την Τζόντι Φόστερ, με παραινέσεις του στιλ, «from the tukas, from the tukas», που σημαίνει «απ’ τον κώλο», να βγαίνει η ερμηνεία της. Γελοία ατάκα, με πάθος ειπωμένη από τον Ο’ Τουλ. Διέθετε ένα ακαταμάχητο κοντράστ: διαπεραστικό βλέμμα αλλά αβρές κινήσεις. Το πρόσωπο του δεν ξεπερνιόταν εύκολα (Η Νύχτα των Στρατηγών, μαζί με τον Λόρενς είναι τα παραδείγματα), αλλά η συνολική εντύπωση ήταν ενός απαλού ανθρώπου με εκρήξεις. Ένας πρωταγωνιστής-καρατερίστας, σα μπιμπελό.

Mε την Όντρεϊ Χέπμπορν στο «Πώς να Κλέψετε ένα Εκατομμύριο».

Υποψήφιος 8 φορές (αρνητικό ρεκόρ) για Όσκαρ α΄ανδρικού ρόλου, δεν το πήρε ποτέ – η ήττα του στον Λόρενς λογίζεται ως ένα από τα ηχηρά σκάνδαλα, αλλά βρέθηκε μπροστά στην φιλελεύθερη, αμερικάνικα προοδευτική περίπτωση του Άττικους Φιντς/Γκρέγκορι Πεκ, από το Σκιές και Σιωπή. Πήρε ένα τιμητικό της παρηγοριάς και πολύ σωστά είχε αρχικά διστάσει να το αποδεχθεί, λέγοντας πως δεν θεωρεί τον εαυτό του πρόωρα παλαίμαχο. Ακόμη κι όταν είχε ανακοινωθεί ότι αποσύρεται επίσημα, για λίγο είχε αναθεωρήσει, λαμβάνοντας μέρος σε μια τηλεοπτική σειρά με θέμα την αρχαία Ρώμη. Το λόγιο και το αρχαΐζον του πήγαινε πολύ. Αλλά δεν έμελλε να έχει συνέχεια.

Με τον Ομάρ Σαρίφ στην ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας».

Είχα την τύχη να τον δω στο θέατρο στο Λονδίνο, στο έργο Our Song, που είχε ανεβάσει χωρίς καμία επιτυχία ένα χρόνο μετά και ο Κώστας Καρράς στο Μουσούρη. Ήταν αρχές των 90ς και ο Πίτερ Ο’ Τουλ είχε κόψει το ποτό, γιατί αλλιώς θα πέθαινε. Ωστόσο έπαιζε τον μεθυσμένο στο έργο. Στην εντέλεια. Μπήκα στον πειρασμό να δω αν «το παίζει» ή αν είναι τύφλα στην πραγματικότητα και μας δουλεύει, και στο διάλειμμα άλλαξα θέση προς τα πλάγια, για να τον κρυφοκοιτάζω όταν έμπαινε και έβγαινε από τις κουίντες. Μόλις τελείωναν οι σκηνές του, έβγαινε τρέχοντας, στρίβοντας τον διακόπτη προς τη νηφαλιότητα σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου.

Στην ταινία «Λιοντάρι το Χειμώνα», δίπλα στην Κάθριν Χέμπορν, για την οποία είχε πει τότε, πως αν ήταν νεότερος, θα την έκανε δική του για πάντα,1968

Μερικές φορές, η θεσπέσια, θεατρογενής τεχνική του και η συνεπακόλουθη ευκολία του, σε συνδυασμό με τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά του (ήταν όμορφος αλλά όχι κλασσικά ανδροπρεπής) έβαζε κάποιους στον πειρασμό να πιστεύουν πως δεν ένιωθε τους ρόλους του, αλλά τους διέτρεχε δεξιοτεχνικά. Ναι, ήταν ικανός να παίζει σε άχαρες σαχλαμάρες, για το παντεσπάνι, αλλά με τουλάχιστον 10 διαχρονικά καταπληκτικές ερμηνείες, το επιχείρημα εναντίον του πάει στον κάλαθο των αχρήστων.

Ο Peter O’Toole και ο Tao Wu στην ταινία «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» του Bernardo Bertolucci, 1987

Διότι ο Πίτερ Ο’ Τουλ, ενώ δεν ήταν φυσικός ηθοποιός, σε καθήλωνε με την προσέγγιση και την ανατρεπτική ματιά του στους ρόλους του. Ήταν acquired taste, πύρινος και λάτρης μιας, χαμένης πλέον, σαγήνης, ένας πραγματικός λεοντόκαρδος, που σε αποζημίωνε όταν παρασυρόσουν στο ταξίδι του. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ήταν το βρετανικό αντίστοιχο του ανύποπτου από οποιαδήποτε θεατρική παιδεία, Μάρλον Μπράντο – ο οποίος ήταν σίγουρος για το ρόλο του Λόρενς της Αραβίας, αλλά τον αρνήθηκε για να κάνει την Ανταρσία στο Μπάουντι. Ευτυχώς…

Με τον Μάλκολμ ΜακΝτάουελ (αριστερά) στον «Καλιγούλα», 1979.

Γράφει ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Πηγή: www.lifo.gr

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close