Θα προκαλέσει έκπληξη σε αυτούς που αγαπούν τα ανέκδοτα για τις ξανθές…αλλά…ναι…η θεά Αθηνά, η θεά της σοφίας, είχε την προσωνυμία Ξανθή….
Eπομένως ή ήταν ή την θεωρούσαν ή την αναπαριστούσαν ως ξανθή….Όπως τραγουδούσε και ο λυρικός ποιητής Βακχυλίδης….«Παλλάδι Ξανθᾷ μέλει» (1, 5, 71).
Γνωρίζουμε ότι οι Αθηναίες αγαπούσαν να βάφουν τα μαλλιά τους σε αυτό το χρώμα (“ξανθῷ ἄνθει μεταβάπτουσι”, Λουκιανός,Ἔρωτες, 40), ενώ η περίφημη εταίρα Λαΐδα ήταν φημισμένη για τις ξανθές μπούκλες της, που ήταν φυσικές (“τρίχες ἐνουλισμέναι (σγουρές) φύσει, ξανθίζουσαι ὰφαρμάκευτα”).
Το ξανθό είναι το ξαντό, η απόχρωση τῶν ἐρίων, των πλυμένων και ξασμένων (<ξαίνω) με κτένι μαλλιών των προβάτων. «Το μέν ἔνδοθεν μελαίνας, τό δέ ἄκρον ἡλιώσας» προέτρεπε ο συμποσιακός ποιητής Ανακρέοντας, δηλαδή «μέσα, στη ρίζα, βάφε τα μαλλιά σου σκούρα και στις άκρες να χρυσίζουν» (το σημερινό ombre;).
Το αρχαίο ρήμα «ἡλιόω», ρήμα βαφικής, σήμαινε ξανθίζω το μαλλί μου με ανταύγειες. Φυσικά οι αρχαίες έβαφαν και με άλλα χρώματα τα μαλλιά τους (“αἱ μἐν φαρμάκοις δυναμένοις ἐρυθαίνειν προς ἡλίου μεσημβρίαν”, Λουκιανός, ο.π.), όσες δεν ήταν ικανοποιημένες με την “μέλαινα κόμη” τους. Επιπλέον φαντασθείτε ότι με ελαία, αρώματα και ειδικές αλοιφές εκείνα τα μαλλιά μοσχομύριζαν, την ώρα που στολίζονταν με κορδέλες (μίτρα, ταινία, κορδύλη, όλες αρχαίες λέξεις), διαδήματα (στλεγγίς, σφενδόνη), κτενάκια (ξάνιον), «φιλέ» (τρίχαπτον), «τουρμπάν» (προσείλημμα), χρυσές στέκες (ἄμπυξ) και πέπλα.
από την Δρ. Αγγελική Κομποχόλη