Η προέλευση του ονόματος: Ο ρυθμός και ο χορός Ζεϊμπέκικος κρατά τις ρίζες του από την αρχαία Θράκη.Το όνομα του κατά πολλούς προέρχεται από τους σεβάσμιους αρχαίους θεούς Δία και Βάκχο (Ζευ + βάκχικος = Ζεϊμπέκικος). Κατά τον Λαογράφο και Συγγραφέα Θάνο Βελλούδιο (1895-1992) η λέξη Ζεϊμπέκικος προέρχεται κατά το πρώτο συνθετικό από τον θεό Δία (Ζευ) και κατά το δεύτερο από τη λέξη μπέκος ή βέκος που σημαίνει «άρτος» κατά τον Ηρόδοτο, και κατά κάποιους άλλους από την αρχαία Θρακική λέξη «μπούκο» που προερχόμενη από την φρυγική λέξη «βέκος» «σημαίνει βούκα=μπουκιά» η οποία με πρώτο συνθετικό την κλητική του Διός, «Ζευ», παράγει τη λέξη «Ζεϊμπέκηδες». Δηλαδή έναν λαό που πήρε το όνομα του υμνώντας το Δία, και που χορεύοντας, προσευχόταν για γήινη γονιμότητα και ψωμί.
Έχουν βρεθεί μικρογραφίες του 1100 π.χ. στην περιοχή της Θράκης και συγκεκριμένα στην περιοχή του Γονικού και του Χίλια που αναπαριστούν χορευτικές φιγούρες που εξυμνούν τον θεό Ορφέα και τον Θράκα αοιδό που πιστεύεται πως λατρεύτηκε κατά τον 13ο αι. π.Χ. που έχουν «συμπεριφορά» Ζεϊμπέκικη.
Η ιστορία των Ζεϊμπέκιδων
Οι Ζεϊμπέκηδες υπήρξαν φυλή ανυπότακτων πολεμιστών, που κατάγονταν από τους γιουρούκηδες, μη μωαμεθανικά νομαδικά φύλα της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν γκιαούρηδες. Οι σουλτάνοι τους χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό αστυνομικό σώμα (βασιβουζούκοι), μα όταν το 1833 προσπάθησαν να τους αφοπλίσουν, εκείνοι (περίπου 40.000) επαναστάτησαν και εντέλει ξεκληρίστηκαν.
Διατηρούσαν δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη θεματολογία του χορού τους. Πάνοπλοι, φορούσαν στο κεφάλι μεταξωτά κροσσωτά μαντίλια (κεφιέδες), κοντό κεντητό γιλέκι χωρίς μανίκια (τσεκπνές), σαλβάρι, στις γάμπες τουσλούκια και στα πόδια παντόφλες (γεμενιά). Μα αυτά που τους χαρακτήριζαν ήταν η λεβεντιά, το γεμάτο όπλα πέτσινο φαρδύ σελάχι (σιλαχλίκι), τα εξαιρετικής λευκότητος γόνατά τους και ο περίφημος ζεϊμπέκικος που χόρευαν.
Ο χορός τους είχε πολεμική χροιά και ήταν μοναχικός χωρίς όμως να απαγορεύεται η εκδήλωση του και κατά ζεύγη, χαρακτηριζόμενος από μεγάλη κατάνυξη, σέβας και αυτοσυγκέντρωση των χορευτών, οι οποίοι εκστασιασμένοι με κινήσεις χεριών και ποδιών έδειχναν τον απαραίτητο σεβασμό ακολουθώντας πιστά την μυσταγωγία του αφήνοντας τον να μιλήσει στην ψυχή τους. Βοηθούσε δε στην ανάταση της ψυχής, προετοιμάζοντάς τους για την μάχη ενώ –όσο παράξενο κι’ αν ακούγεται – ήταν και ένα είδος προθέρμανσης για να μην πάθουν στην κρίσιμη στιγμή κανέναν μυϊκό τραυματισμό.
Ο Ζεϊμπέκικος επέστρεψε στην «γενέθλια γη» χάρις στους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, ιδιαιτέρως από αυτούς που ήρθαν από το Αηδίνι (την περιοχή του Αηδινίου) όπου και αγαπιόταν υπεράνω του δέοντος.
Σαν ολοκληρωμένος μάλιστα «συμβολικός και θρησκευτικός χορός εξυπηρετεί και ανακουφίζει εξαιρετικά το Πνεύμα, την Ψυχή και το Σώμα του ανθρώπου», ο δε χορευτής επιτυγχάνει «τη χαλάρωση του Είναι του, και την απαλλαγή του από κάθε καταθλιπτικό σύμπλεγμα που μπορεί ίσως και να τον καταπιέζει».
Από απεικονίσεις του σε αγγεία γνωρίζουμε πως χορευόταν κυρίως από άνδρες και περιλάμβανε πολύ συχνά επίδειξη οπλομαχητικής αλλά και από γυναίκες σε σπάνιες περιπτώσεις. Ο ζεϊμπέκικος αρχικά ήταν ένας πολεμικός χορός άγριος, σαν ορισμένους χορούς των ποντίων. Ένας ιδιότυπος ζεϊμπέκικος χορεύεται από τους ζεϊμπέκηδες, ή μάηδες, της Μακρυνίτσας Βόλου.
Το χαρακτηριστικό του ζεϊμπέκικου είναι ότι είναι μονήρης χορός και δεν έχει βήματα, αλλά μόνο φιγούρες. Κάθε χορευτής κάνει τις προσωπικές του φιγούρες και χορεύει ένα συγκεκριμένο τραγούδι, συνήθως μόνο μία φορά. Αλίμονο σε όποιον διακόψει το χορευτή. Από δω ξεκίνησε ο «θεσμός» της παραγγελιάς, σύμφωνα με τον οποίο οι μουσικοί προαναγγέλλουν το όνομα του ιδιοκτήτη του χορού που θα επακολουθήσει για ν’ αποφευχθούν τα «νταηλίκια».
Η χρονική δομή αυτού του 9/8 παραλλάζει από ζεϊμπέκικο σε ζεϊμπέκικο. Μέσα στην απειρία των ρυθμικών αγωγών του 9/8 προστίθεται κάθε φορά ένας άλλος ηχοχρωματισμός, μια άλλη χρονική ταχύτητα και μια διαφορετική ψυχική ατμόσφαιρα. Έτσι, ο χορευτής διάνθιζε τους περίτεχνους αυτοσχέδιους βηματισμούς του πηδώντας πάνω από καρέκλες, κραδαίνοντας μαχαίρια.
Μερικές φορές μάλιστα –όπως αναφέρει και ο Ηλίας Πετρόπουλος-ο χορευτής, «σεκλετισμένος» κάτω από το παράθυρο της καλής του, έσκιζε χορεύοντας τα μπράτσα του με μαχαίρι, έκαμνε δηλαδή «αναλιά» (λέξη της τουρκικής αργκό, γνωστή στην οθωμανική αυτοκρατορία τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα). Μερικοί «βαρύμαγκες» συνήθιζαν επάνω στην χορευτική τους έκσταση, να καρφώνουνε στην φτέρνα τους ακόμα και τη κάμα ενός μαχαιριού και να συνεχίζουν αιμορραγώντας απτόητοι το χορό τους σαν να μην τρέχει τίποτε.
Ο τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) υποστηρίζει πως ο «ζειμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς το τσάμικο και ιδίως με τον καλαματιανό που φαίνεται να έχει και τον ίδιο ρυθμό αλλά ανάποδα (π.χ. τα 9/8 του ζεϊμπέκικου χωρίζονται σε 2/8+2/8+2/8+3/8, ενώ του καλαματιανού είναι 3/8+2/8+2/8=7/8).
Ο καλός ο μόρτης όμως σίγουρα απ’ όλα τα είδη και τις παραλλαγές του προτιμάει τον ζεϊμπέκικο τον «γιουρούκικο». Είναι πιο βαρύς, δεν είναι τυποποιημένος και αρκούν μόλις τέσσερα τετραγωνικά μέτρα γης για να τον χορέψεις.
Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται ίσα κι ίσα με χέρια και πόδια, με τα χέρια σε στάση δεήσεως ή ικεσίας. Ο χορευτής απαγορεύεται να σκύψει να μαζέψει ότι του πέσει από την τσέπη. Ενίοτε σηκώνει με το στόμα ένα τσιγάρο αναμμένο ή ένα ποτήρι κρασί που του ακουμπά στο δάπεδο. Όσο για το χτύπημα μηρού με την παλάμη, δηλώνει έκπληξη στο άκουσμα λυπηρής είδησης.
Μια θεαματικότατη φιγούρα αλλά απαγορευτική στη βάση του παραδοσιακού ζεϊμπέκικου είναι αυτή όπου ο χορευτής σηκώνει με τα δόντια τραπέζι με πιάτα και ποτήρια, σκηνή που έχει απαθανατίσει ο Αλέξης Δαμιανός στην ταινία Ευδοκία.
Γράφει ο Αντώνης Βαρβατσούλιας- Πολιτισμικός Ερευνητής