Search

Πέπε Σάμπος “Ένας καλός Σαμαρείτης στην υπηρεσία των παιδιών”

Γεννημένος το 1979 έχει υπάρξει εθελοντής σε οργανώσεις που βοηθούν τα παιδιά του δρόμου. Με πολλές εμπειρίες στο εξωτερικό πρεσβεύει τον αλτρουισμό σε όλα τα επίπεδα και θεωρεί, ότι η ανιδιοτελής προσφορά είναι αυτή που λείπει από τη ζωή μας.

Πώς ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με την κοινωφελία;

«Η ενασχόλησή μου με την εθελοντική εργασία και προσφορά ήταν μια δική μου επιθυμία, ήταν κάτι που ήθελα να κάνω. Όταν αποφοίτησα από τη σχολή αντί να κάνω το στρατιωτικό μου ή να μπω στον επαγγελματικό στίβο, αποφάσισα να ασχοληθώ με την κοινωφελία, μια που τότε είχα την ευκαιρία και την πολυτέλεια. Στην ΑΣΟΕΕ, όπου σπούδαζα, είχαν έρθει κάποια παιδιά από το εξωτερικό που είχαν κάνει κάτι παρόμοιο, είχαν δηλαδή λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα της οργάνωσης UMANA. Αρχικά μας εξήγησαν ότι η συμμετοχή τους σ’ αυτό το πρόγραμμα συνίστατο στην παρακολούθηση εκπαιδευτικών σεμιναρίων στη σχολή της οργάνωσης, στη Σκανδιναβία, ενώ στη συνέχεια πήγαν στην Αφρική, όπου και πρόσφεραν εθελοντική εργασία για έξι μήνες».

Πού απευθυνθήκατε και πόσο διήρκεσε η εκπαίδευσή σας;

«Εγώ από την πλευρά μου, αφού πήρα κάποιες πληροφορίες ακολούθησα την ίδια πορεία. Αρχικά συνεννοήθηκα με τους ανθρώπους της UMANA και κανόνισα να πάω στη Νορβηγία, όπου βρισκόταν τότε το σχολείο της οργάνωσης, κοντά στο Λιλεχάμερ. Εκεί παρακολούθησα τη βασική εκπαίδευση που είχε διάρκεια τέσσερις μήνες. Όσο διήρκεσε η εκπαίδευση εγώ και άλλα παιδιά από την οργάνωση γυρίσαμε όλη τη Σκανδιναβία. Πήγαμε στη Φιλανδία, τη Σουηδία, τη Δανία και γύρω από τη Νορβηγία, με σκοπό να μαζέψουμε χρήματα πουλώντας περιοδικά για τη δημιουργία σχολείων, για πόσιμο νερό κ.ά. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα πού θα έκανα την εθελοντική μου εργασία, αν θα πήγαινα δηλαδή για τέσσερις μήνες στην Κεντρική Αμερική ή την Αφρική. Τελικά πήγα στη Νικαράγουα μαζί με άλλους τρεις εθελοντές από τη Νορβηγία, έναν Ισπανό και δύο παιδιά από τη Σλοβακία. Εκεί βρήκαμε ακόμη τέσσερις εθελοντές που προέρχονταν από το αντίστοιχο σχολείο της οργάνωσης στην Αμερική. Εγκατασταθήκαμε σε μια κωμόπολη, την Τσιναντέγκα, μένοντας σ’ ένα σπίτι και οι οχτώ».

Σε τι συνίστατο η εθελοντική σας προσφορά εκεί;

«Το σχολείο της Τσιναντέγκα ήταν προσφορά της οργάνωσης. Βέβαια δεν ήταν ένα σχολείο ενταγμένο στο εκπαιδευτικό σύστημα του κράτους. Ήταν ένα άλλο είδος σχολείου, που απευθυνόταν σε παιδιά τα οποία δεν πήγαιναν σχολείο, είτε γιατί δούλευαν, είτε γιατί έκλεβαν ή γιατί αλήτευαν. Δεν δουλεύαμε όλοι οι εθελοντές στο σχολείο. Εγώ εργαζόμουν σε δύο χωριά, αρκετά έξω από την πόλη (μια ώρα απόσταση με το λεωφορείο), τα οποία δεν είχαν ηλεκτρισμό ούτε πόσιμο νερό. Εκεί σκοπός μου ήταν να οργανώσω κάποιες αθλητικές δραστηριότητες για τα παιδιά του χωριού. Αυτή ήταν μια δικιά μου πρωτοβουλία, αλλά γενικά, μια και η κατάσταση δεν ήταν πολύ οργανωμένη, ο καθένας μας ό,τι μπορούσε να κάνει το έκανε».

Υπήρξαν δυσκολίες στην επικοινωνία με τα παιδιά και πόσο επιφυλακτικά σας αντιμετώπισαν;

«Πριν πάω στο χωριό κατάφερα να μαζέψω από κάποια μαγαζιά διάφορα αντικείμενα (ρακέτες, παιχνίδια κ.ά.) τα οποία πήρα μαζί μου.Ουσιαστικά ο πρώτος μου στόχος ήταν να μαζέψω τους ανθρώπους και να συνεννοηθώ με τον λεγόμενο “αρχηγό του χωριού” – εκεί ήταν μια γυναίκα- και μέσω αυτής να επικοινωνήσουμε με το χωριό για να μαζευτούν τα παιδιά. Μόλις κάποια ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου, άρχισα να τα χωρίζω σε ομάδες και στη συνέχεια διοργάνωσα κάποιες αθλητικές δραστηριότητες με σκοπό την ψυχαγωγία και την ευγενή άμιλλα. Στο τέλος της διαδικασίας υπήρχε απονομή βραβείων συμβολικά, έτσι ώστε να αναπτύσσεται και να διατηρείται το ενδιαφέρον των παιδιών, γεγονός που θα επέτρεπε στον επόμενο από εμένα εθελοντή να συνεχίσει με περισσότερη ευκολία. Οι δραστηριότητες αυτές δεν βασίζονταν σε κάποια χρηματοδότηση, η οποία μπορεί να διακοπεί ανά πάσα στιγμή, αλλά στην προσωπική μας βούληση και προσπάθεια. Έτσι σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες δημιουργήσαμε κάτι το οποίο μπορούσε να λειτουργήσει και από μόνο του χωρίς τη βοήθεια εθελοντών. Στην περίπτωση όμως του σχολείου τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Χρειάζονταν κάποια άλλα πράγματα, δηλαδή κάποιες εγκαταστάσεις, φαγητό για τα παιδιά κ.λπ. Ακόμα υπήρχαν και δύο δασκάλες, οι οποίες εναλλάσσονταν και δίδασκαν τη βασική ύλη. Εμείς είχαμε υποστηρικτικό ρόλο πιο πολύ. Το σχολείο είχε ανομοιογενείς τάξεις…Στην ουσία αποτελείτο από μια τάξη, όπου υπήρχαν παιδιά από 5 μέχρι 13 χρονών. Υπήρχε μια αίθουσα και κάποια υλικά. Η βασικότερη δυσκολία όμως αναφορικά με το σχολείο, ήταν να φέρουμε τα παιδιά, γιατί, απλά, δεν έρχονταν. Οπότε αρχικά το πρωί όταν ξυπνούσαμε κάναμε μερικές βόλτες γύρω από τα σπίτια των παιδιών για να δούμε αν θα έρθουν για να τα πάρουμε μαζί μας».

Ποια ήταν η ανταπόκριση των γονέων και των παιδιών;

«Η στάση των ανθρώπων γενικά ήταν θετική και κυρίως οι αντιδράσεις των μητέρων, μιας και στις περισσότερες περιπτώσεις ο πατέρας ήταν απών ή εργαζόταν. Επρόκειτο για πολύ φτωχές οικογένειες, τα σπίτια τους ήταν αλουμινένιες κατασκευές. Οι μητέρες συνήθως έκαναν κάποια δουλειά, αλλά οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολύτεκνες, με 4-5 παιδιά η κάθε μία. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ θετικές με τη διαδικασία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να κρατήσουμε τα παιδιά στο σχολείο, γιατί δεν είχαν συνηθίσει στην πειθαρχία, ούτε καταλάβαιναν τι αποτέλεσμα μπορούσε να έχει. Τα παιδιά ήταν πολύ επιρρεπή στο να παρασυρθούν. Τη μια μέρα μπορεί να έρχονταν στο σχολείο και την άλλη όχι… Προτιμούσαν να κάνουν βόλτες στην πλατεία, να κλέβουν κ.ά. Αυτό ήταν αρχικά το βασικό πρόβλημα, αλλά γενικά η αντίδραση ήταν θετική. Μάλιστα, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, πηγαίναμε στα σπίτια την ώρα που έκαναν τα παιδιά μπάνιο. Τους βάζανε ένα πουκάμισο για να πάνε στο σχολείο, γεγονός που σημαίνει ότι είχαν μια ιδιαίτερη εκτίμηση σ΄ αυτόν τον θεσμό. Την πρακτική αυτή τη σταματήσαμε μετά από ένα μήνα, γιατί θέλαμε να περάσουμε το μήνυμα ότι δεν ήταν δική μας δουλειά να πηγαίνουμε τα παιδιά στο σχολείο. Έπρεπε ν’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν ότι πρέπει να έρχονται από μόνα τους, διότι στερούνταν κάποια χρήσιμα πράγματα που μπορούσαν να αποκομίσουν από το σχολείο, όπως η γνώση, η μάθηση και οι κοινωνικές δραστηριότητες».

Ποια ήταν τα κίνητρα για την προσέλευση των παιδιών στο σχολείο;

«Τα παιδιά στην αρχή προσέρχονταν πιο πολύ στο σχολείο με την προτροπή των γονιών, υπό το πρίσμα ότι οι γονείς ήθελαν τα παιδιά τους να πηγαίνουν σχολείο. Επίσης πολλά από αυτά τα παιδιά συνδέονταν μεταξύ τους με κάποια συγγένεια ή φιλία. Ακόμα προσφέραμε και φαγητό που είναι βασικό αγαθό και για τα παιδιά και για την οικογένειά τους. Ήταν μια δαπάνη που γλίτωνε η οικογένεια. Αυτά κατά βάση ήταν τα κίνητρα και οι περισσότεροι ανταποκρίνονταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε σταθερός αριθμός μαθητών, αλλά μπορούμε να πούμε ότι από τα 15 παιδιά τα 10 έρχονταν σταθερά».

Τι αποκομίσατε από αυτήν την αποστολή;

«Γενικά η αποστολή αυτή ήταν μια πολύ θετική εμπειρία. Όταν μένεις για καιρό σε ένα μέρος συνηθίζεις και τις συνθήκες ζωής, όσο δύσκολες κι αν είναι. Τα παιδιά ήταν πολύ ευχάριστα. Φυσικά και προέκυπταν κάποια προβλήματα, όπως η προσαρμογή, το να τους διατηρήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον, να συνδέσεις το σχολείο και με άλλα πράγματα, να καταλάβουν ότι είναι καλό και για τα ίδια. Στόχος μας δεν ήταν να τους καλλιεργήσουμε συγκεκριμένες γνωστικές ικανότητες. Πιο πολύ αποσκοπούσαμε στο να αναπτύξουν μια θετική εμπειρία με το σχολείο, στο οποίο γίνονται κι άλλα πράγματα, γεγονός που αργότερα τα καθιστά ικανά να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και το δημόσιο σχολείο. Η Νικαράγουα είναι από τις φτωχότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Παρόλα αυτά και τα παιδιά και οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και αισιόδοξοι. Δεν ήταν μοιρολάτρες, ήταν πολύ κοινωνικοί, πολύ ανοιχτοί και δεκτικοί σε μας. Η νοοτροπία τους συνίσταται στο να λύνουν τα προβλήματά τους σε καθημερινή βάση και όχι μακροπρόθεσμα».

Εσείς γίνατε καλύτερος μέσα από αυτή τη διαδικασία;

«Δεν μπορώ να πω ότι η εμπειρία αυτή με βελτίωσε…Είναι λίγο υπερβολικό. Καταρχάς, γνωρίζεις έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο τρόπο σκέψης και ζωής, που σου δείχνει ότι η πραγματικότητα δεν είναι πάντα μόνο μια… Είναι η άποψή μου αυτή. Η πραγματικότητα είναι πιο πολύ ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών. Όταν βλέπεις ότι σε όλο τον κόσμο η ζωή έχει μια συγκεκριμένη ρότα, την ακολουθείς και την αντιμετωπίζεις. Αυτό σου δίνει μια αίσθηση ρεαλισμού και αισιοδοξίας. Σου δείχνει ότι οι άνθρωποι παντού προσπαθούν για κάτι καλό και προσαρμόζονται. Δεν είναι σωστή η λογική του “εγώ είμαι καλά, αυτοί δεν είναι κι εγώ αισθάνομαι καλύτερα”. Συμβαίνει το αντίθετο… Μπορώ να πω σε γενικές γραμμές ότι ήταν μια πολύ καλή εμπειρία».

Ποια ήταν η κουλτούρα της χώρας;

«Ενώ ήταν μια φτωχή χώρα, δεν θα την έλεγες υποανάπτυκτη. Παντού υπήρχε η ίδια μουσική και έβλεπες κάποια περίεργα φαινόμενα, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Ήταν βέβαια σαν να ζούσες είκοσι χρόνια πριν και έβλεπες πως δουλεύει μια μικρή κοινωνία, πως οι άνθρωποι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Υπήρχε ένας τρόπος ζωής που ήταν πιο χαλαρός και πιο αργός και σε έκανε να κατανοείς καλύτερα κάποια πράγματα όταν τα αντιμετώπιζες. Αυτή η εμπειρία σου δίνει μια αίσθηση αυτοπεποίθησης, ότι μπορείς να καταφέρεις πράγματα με οποιοδήποτε αποτέλεσμα, γιατί τα αποτελέσματα δεν είναι και άμεσα σε τέτοιες καταστάσεις. Δεν υπάρχει το ατομικό συμφέρον που προβάλλεται έμμεσα ή άμεσα σαν τρόπος ζωής σε άλλες χώρες. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα εμποδίσει την κοινωνική ανάπτυξη. Για μένα είναι πιο λογικό η ανάπτυξη να προωθηθεί με τη συλλογικότητα, παρά με τη λογική της Δύσης που προβάλλει τον ατομικιστικό τρόπο ζωής».

Μετά από την εθελοντική σας δράση επιστρέψατε στην Ελλάδα. Ασχοληθήκατε με την κοινωφελία ξανά;

«Επέστρεψα στην Ελλάδα και εργάστηκα για λίγο καιρό. Κατόπιν ολοκλήρωσα τη στρατιωτική μου θητεία. Αναζήτησα και εδώ να δραστηριοποιηθώ σε εθελοντική εργασία, αλλά μου πήρε πάρα πολύ καιρό να βρω κάποιον επίσημο φορέα ή κάποια οργάνωση που προτίθετο να απασχολήσει όσους ενδιαφέρονταν. Κι αυτό παρά τα όσα λέγονταν κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων για τον εθελοντισμό».

Εννοείτε ότι το ανθρώπινο δυναμικό που ήθελε να προσφέρει κοινωνικό έργο δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί;

«Έπρεπε ο εθελοντής να πάει να βρει τον φορέα… Στο εξωτερικό τέτοιοι φορείς υπάρχουν παντού και ψάχνουν για εθελοντές, εν αντιθέσει με την Ελλάδα. Μάλιστα, άμα και εφόσον βρεις κάποιον φορέα πρέπει κιόλας να πιέσεις τους υπεύθυνους για να σε δεχτούν. Σε κάποιες περιπτώσεις είχα στείλει e-mail και δεν είχα πάρει καν απάντηση. Τηλεφωνούσα και μου απαντούσαν ότι θα με ειδοποιούσαν. Βέβαια δεν με ειδοποίησε κανείς, σαν να επρόκειτο να με προσλάβουν για να δουλέψω επ’ αμοιβή. Μετά από καιρό και μεγάλη προσπάθεια ανακάλυψα το Ελληνικό Κέντρο Προσφύγων στα Εξάρχεια, όπου και δούλεψα εθελοντικά για δύο χρόνια στην υποστηρικτική εκπαίδευση σε παιδιά αλλοδαπών».

Απογοητευτήκατε με την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά στον θεσμό του εθελοντισμού;

«Νομίζω ότι ο εθελοντισμός μπορεί να βελτιωθεί στη χώρα μας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένα εθνικό στοίχημα και, απ’ ό,τι φαίνεται, πέτυχαν κιόλας. Έχω την αίσθηση ότι στους ανθρώπους που βρίσκονται στην ηλικία των τριάντα και κάτι κυριαρχεί σαν τρόπος ζωής το “κάνω τα πάντα για τη δουλειά μου και πρέπει να έχω και λίγο χρόνο και για μένα”. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά δεν αναιρεί την κοινωνική προσφορά. Το να ασχολείσαι με κάτι κοινωφελές, σε κάποιες περιπτώσεις και ως ένα σημείο, κολακεύει και τον εγωισμό μας, με την καλή έννοια…Ό,τι κάνεις, το κάνεις μεν για να βοηθήσεις τους άλλους, αλλά και για να ικανοποιήσεις τον εαυτό σου… Σίγουρα ο εθελοντής εισπράττει ικανοποίηση, αλλιώς δεν θα το έκανε».

Βιώσατε κάποια στιγμή την πίεση του χρόνου;

Αν έχεις μια γεμάτη, έντονη μέρα και μετά πρέπει να πας και αλλού, σίγουρα ο χρόνος πιέζει…

Συνεχίζετε να λαμβάνετε μέρος σε τέτοιου είδους δράσεις;

«Ναι, αν και φέτος δεν έχω δραστηριοποιηθεί ακόμα για προσωπικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά είναι κάτι που το επιδιώκω. Όποτε μπορώ, βοηθάω κάποιες οργανώσεις. Η επιχείρηση στην οποία μετέχω δραστηριοποιείται στον χώρο του παιδικού παιχνιδιού, οπότε τα Χριστούγεννα και τις άλλες γιορτές προσφέρουμε προϊόντα σε κοινωφελείς οργανώσεις (Χαμόγελο του Παιδιού, Κάνε μια Ευχή κ.λπ.). Όποτε μπορούμε να κάνουμε κάτι το κάνουμε, χωρίς καμία διάθεση προβολής».

Κατά τη γνώμη σας η προσφορά στον συνάνθρωπο καλλιεργείται ή είναι κάτι έμφυτο σε κάποιους, που έχουν πιο έντονη ευαισθησία;

«Υπάρχει και το ενδεχόμενο της προδιάθεσης. Σίγουρα οι λόγοι για την ανάπτυξη του αισθήματος της κοινωφελίας σ’ ένα άτομο άπτονται του περιβάλλοντός του…Μια τέτοια στάση ζωής καλλιεργείται ασφαλώς από την οικογένεια κι από την κοινωνία (σχολείο, ΜΜΕ κ.ά.).

Το σχολείο προωθεί τέτοιες ενέργειες, συνιστώντας στα παιδιά να ασχοληθούν π.χ. με την ανακύκλωση ή να αγοράζουν τετράδια της Unicef κ.λπ. Νομίζω ότι υπάρχει αυτή η τάση συλλογικότητας, αλλά το θέμα είναι να συντηρείται. Το να διδαχθεί σ΄ ένα παιδί αυτή η συμπεριφορά στο σχολείο και μετά να μπει στο περιθώριο γιατί προέχει η επαγγελματική αποκατάσταση, και ειδικά τώρα που οι καιροί είναι χαλεποί, είναι σαν να αναιρείται όλη η προσπάθεια».

Μπορεί ο καθένας μας με την ένταση και το άγχος που κυριαρχούν στη ζωή μας να καταφέρει να προσφέρει κι αυτός;

«Ναι, με απλές μορφές εθελοντισμού, όπως το να προσφέρεις ένα ποσό σε κάποιο ίδρυμα, ν’ αγοράσεις κάρτες της Unicef κ.λπ. Όμως με τα διάφορα σκάνδαλα που ανακύπτουν ο Έλληνας έχει γίνει αρκετά καχύποπτος. Πρέπει βέβαια να γίνει κατανοητό, ότι η χειρονομία της οικονομικής προσφοράς σε κάποια ανθρωπιστική οργάνωση δεν προϋποθέτει την άμεση παράδοση των χρημάτων στους πάσχοντες π.χ. στην Αφρική. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που εργάζονται για την επίτευξη αυτού του σκοπού και αμείβονται. Κι αυτό για να αφοσιωθούν απόλυτα στην αποστολή τους. Ακόμα ένας γονιός μπορεί να συμβάλει στο θέμα του εθελοντισμού με το να καλλιεργήσει στα παιδιά του το αίσθημα της ευθύνης και της συλλογικότητας. Επομένως αν κάποιος θέλει να προσφέρει υπάρχουν ένα σωρό οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, για τους πρόσφυγες, για τα παιδιά με προβλήματα όπως η Greenpeace, το Χαμόγελο του Παιδιού, η Ελπίδα κ.ά. Ακόμα αν θέλει κάποιος μπορεί να προσφέρει κοινωνικό έργο και στη γειτονιά του. Το πιο σημαντικό είναι να προσφέρεις κάτι από το οποίο τα άτομα που πάσχουν θα ωφεληθούν σε βάθος χρόνου. Όσον αφορά στα παιδιά, μπορείς να τα μάθεις να είναι πιο δεκτικά, να τους δείξεις ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα βλέπουν. Πάντα υπάρχουν εναλλακτικές στάσεις ζωής και ο καθένας μπορεί να διαμορφώσει ο ίδιος την πραγματικότητα…Νομίζω ότι αυτό είναι που διαφεύγει κυρίως στον σύγχρονο άνθρωπο».

Από την Εύη Νικηφόρου

Επιμέλεια: Ανδρέας Αδρακτάς

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close