Search

«Γέρση… Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου…..» της Αργυρώς Μαργαρίτη

Ένα ταξίδι στα αρώματα της Πόλης, της Σμύρνης, της Σύλλης με βάρκα το βιβλίο της Αργυρώς Μαργαρίτη, «Γέρση», άρχισε για μένα πριν λίγες μέρες. Ένα βιβλίο γεμάτο με αρώματα από κανέλα, ροδόνερο, έλαια λουλουδιών, καφέ σμυρνέικο, παραδοσιακό με συντρόφεψε για ώρες. Σελίδες γεμάτες γεύσεις και λιχουδιές που φέρνουν στη μνήμη τις μυρωδιές από το σπίτι της γιαγιάς μας, γεμάτες παραμύθια που μας διηγούνταν οι γιαγιάδες μας και ιστορίες που μας λέγανε οι παππούδες μας και η φωνή τους έσπαγε, τα μάτια βούρκωναν και το παράπονο ανέβαινε στα μάτια για να γίνει δάκρυα και να ξεπλύνει μνήμες, με συγκίνησαν. Σε λίγες, μόλις, σελίδες έμαθα για την πιο όμορφη «κόρη» της Τουρκίας την Σμύρνη, για αυτήν που Ρωμιοί και Τούρκοι μεταμορφώθηκαν σε αγρίμια, και χόρτασαν αίμα και πόνο για να την κατακτήσουν, θυσιάζοντας μανάδες, οικογένειες, παιδιά, σπίτια, περιουσίες, μα πάνω από όλα την ψυχή τους την ίδια.

Η Αργυρώ Μαργαρίτη, η συγγραφέας της «Γέρσης», έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ν. Ιωνία, μια προσφυγική συνοικία, τότε που το παιχνίδι στους δρόμους ήταν τρόπος ζωής. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεσανσόν, ιστορία τέχνης στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συμμετείχε για δύο χρόνια στα διεθνή πρόγραμμα Lingua.

Εργάστηκε στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων και τα τρία τελευταία χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο των Βρυξελλών. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, έχει επιμεληθεί δύο ντοκιμαντέρ, και έχει γράψει τηλεοπτικά σενάρια.

Το ραντεβού μας με την κα. Μαργαρίτη ήταν προγραμματισμένο εδώ και μέρες. Ήθελα να μου διηγηθεί η ίδια από την αρχή το ταξίδι για την συγγραφή της «Γέρσης». Σε ένα ήσυχο καφέ με δύο ελληνικούς καφέδες μπροστά μας να καθαρίζουν το μυαλό οι μυρωδιές και να μας μεταφέρουν εκεί στην πόλη της κακομαθημένης αρχοντοπούλας, της Γέρσης, του όμορφου και αδίστακτου Σελίμ και του αδερφικού του φίλου του Γιώργη.

Το 1995 η κα. Μαργαρίτη αρχίζει την έρευνα για τη συγγραφή του βιβλίου της, κάτι λιγότερο από 25 χρόνια πριν. Γνώριζε ήδη την ιστορία της Γέρσης, και ξεκίνησε να συλλέγει επιπλέον υλικό για την ίδια ως χαρακτήρα και την ζωή της. Όπως μου είπε η κ. Αργυρώ , «Αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο καθώς υπήρχε μία μυστικότητα στους απογόνους της και μια δυσκολία στο να μιλήσουν και να παραδεχτούν κάποια πράγματα. Είχαν ωραιοποιήσει ορισμένες καταστάσεις και είχαν αποδεχτεί κάποιες ιστορίες οι οποίες όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ήταν αληθινές. Τους αρκούσαν αυτά που ήδη γνώριζαν γιατί δεν ήθελαν να εκτεθούν περισσότερο, κυρίως οι απόγονοι του Γιώργη.

Δεν είναι ευχάριστο να μαθαίνεις για έναν πρόγονό σου πράγματα που πιθανότερο να μην σου αρέσουν. Έπρεπε να το ψάξω περισσότερο λοιπόν. Τότε το 2000 γράφω τη «Λελού» μια μίνι συλλογή με Μικρασιάτικα διηγήματα επειδή είχα το υλικό. Στη συνέχεια είχα αποφάσισα να γράψω μια ερωτική ιστορία, ένα συναισθηματικό μυθιστόρημα πέφτω μέσα στην ιστορία αυτή κάθ’αυτή. Εγώ δεν μπορούσα να μιλάω για τα χαμάμ, γιαα τους οίκους ανοχής, για τα γλέντια που κάνανε οι Μικρασιάτες, κυρίως οι Σμυρνιοί, το 1915 ενώ προηγουμένως έχει γίνει η σφαγή των Αρμενίων. Δεν μπορούσα να μιλάω για τους έρωτες της Γέρσης ,όταν το 1914 έχουν κάψει τη Φώκαια, κι έτσι αρχίζω την ιστορική έρευνα. Ήταν πολύ επώδυνο, καθώς σχημάτισα άποψη για τον Βασιλιά και για τον Βενιζέλο αλλά και για τους πολιτικούς εν γένει και έπρεπε να την τεκμηριώσω την άποψη αυτή, και αυτό μου πήρε χρόνο. Από την άλλη έπρεπε να μάθω πολλά για τα ταξίδια την εποχή εκείνη , για τα αδαμαντορυχεία, για το Γιοχάνεσμπουργκ, για τις εκκλησίες που υπήρχαν τότε και ήταν αρκετά χρονοβόρο όλο αυτό».

Στην διάρκεια των 23 χρόνων αυτών η Αργυρώ Μαργαρίτη δεν έμεινε άπραγη, έβαζε στην άκρη λίγο τη Γέρση και αφού όπως είπε «η έμπνευση δεν σταματάει ποτέ», μέσα σε όλο αυτό το διάστημα έγραψε τη «Λελού», «Το κανταΐφι», «Το ανείπωτο παραμύθι», το «Vinsanto».

Όσο η Αργυρώ Μαργαρίτη μάθαινε πληροφορίες για να ξεκινήσει το βιβλίο της, τόσο πιο πολύ εκστασιαζόταν. Δεν ένιωθε απογοήτευση για τους ήρωες της όποια πληροφορία κι αν έβρισκε. Οι ανατρεπτικοί ήρωες της ήταν δύναμη για το βιβλίο της, καθώς για εκείνη «Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα και για τον αναγνώστη και για τον συγγραφέα από το να μην ξέρει τι θα συμβεί στην επόμενη σελίδα. Δεν έχει σημασία αν όλα πηγαίνουν με την σειρά».

Αγάπησε όλους τους ήρωες και ταυτίστηκε σχεδόν με τους περισσότερους αφού τους είχε δώσει ονόματα και ιδιότητες αγαπημένων προσώπων, όπως για παράδειγμα η Σάρρα ήταν η αδερφή της γιαγιάς της.

Την πρωταγωνίστρια του βιβλίου της, όμως, την αγάπησε στο τέλος του βιβλίου, μόλις έγραψε την λέξη «τέλος» κατάλαβε πως πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την ηρωίδα της, δεν την είχε πια δεδομένη. Όπως τόνισε η συγγραφέας «Ο συγγραφέας ενός βιβλίου δεν είναι θεός. Οι ήρωες είναι αυθύπαρκτες προσωπικότητες. Δεν το γνώριζα από την αρχή. Ψάχνεσαι μαζί τους ήρωες σου και περιμένεις να δεις τι θα γίνει. Η ιστορία της Γέρσης λόγω του ότι ήταν αληθινή είχε προκαθορισμένο τέλος, όμως ποτέ δε θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με μια ηρωίδα που θα ήξερα από την αρχή το τι θα συνέβαινε».

Το κίνητρο για την συγγραφή του βιβλίου στάθηκε όπως μας αποκάλυψε η κα. Μαργαρίτη, «Η ιστορία μίας γυναίκας που επειδή είχε το ίδιο όνομα με μία άλλη γυναίκα η ζωή της πήρε στροφές και από την καλή και από την ανάποδη. Δηλαδή η γυναίκα αυτή παντρεύτηκε έναν άντρα, ο οποίος την έβαλε στην αγκαλιά του, στην οικογένεια του, στο κρεβάτι του, μόνο και μόνο επειδή είχε το ιδιο όνομα με μία γυναίκα που αγαπούσε πολύ. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν όμορφη. Ήταν εξαιρετικά άσχημη γυναίκα, και δεν είχε τις προδιαγραφές για να παντρευτεί. Η γυναίκα αυτή ήταν στο πλευρό ενός άντρα που τον θέλανε όλες μόνο και μόνο για το όνομά της. Από τη μία ήταν μια γυναίκα η οποία ζούσε με τον άντρα που αγαπούσε, αλλά από την άλλη ήταν προδομένη, αφού ζούσε στη σκιά μιας άλλης γυναίκας, μεγάλωνε ρα παιδιά της και ποτέ δεν θα την έφτανε. Ο άντρας που αγαπούσε αυτοκτόνησε για να πάει να βρει την γυναίκα που αγαπούσε αληθινά, και έμεινε εκείνη με τον τίτλο της χήρας και με ένα παιδί που της χάρισε. Σκέφτηκα λοιπόν την ιστορία αυτή να την φέρω στο σήμερα. Και ψάχνοντας για αυτή την γυναίκα μαθαίνω ότι δούλευε σε ένα αρχοντικό στη Σμύρνη, έκανε χαλιά, κι έτσι μαθαίνω την ιστορία γης Γέρσης. Και από εκεί και πέρα δεν είχε τίποτα σημασία, παρά μόνο η Γέρση.

Την πόλη της Γέρσης την αγάπησε καθώς ήταν και ο τόπος καταγωγής, όμως η κ. Αργυρώ δεν θέλει να τον επισκεφτεί. Έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, έχει πάει και στην Τουρκία, την Άγκυρα, την Έφεσσο, όμως όπως είπε και η ίδια «Δεν είναι η Σμύρνη που ξέρω, ο μόνος λόγος που σκέφτομαι να πάω είναι με αφορμή την παρουσίαση που μου έχουν προτείνει να παρουσιάσω το βιβλίο μου». Για την καταγωγή της η συγγραφέας είπε «Ένιωθα περήφανη που είμαι Ελληνίδα. Όταν έψαξα, όταν έμαθα τα στοιχεία των Μικρασιατών, και έκανα την έρευνα για το βιβλίο, ένιωσα περήφανη που είμαι Μικρασιάτισσα και ένιωσα ντροπή που είμαι Ελληνίδα όταν έμαθα για την συμπεριφορά του Βενιζέλου και του Βασιλιά». Σαν κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Μικρασιατών η κ. Μαργαρίτη είπε πως είναι η διορατικότητα και η γενναιοδωρία τους, ενώ τόνισε πως οι Μικρασιάτες ποτέ δεν μίλησαν με μίσος ή με κακία για την Τουρκία.

Προς το τέλος, όταν οι μνήμες πόνεσαν, όταν ο καφές τελείωσε, όταν τα αρώματα της Πόλης ξεθύμαναν τελείωσε και το ταξίδι μας με την κα. Αργυρώ. Το ταξίδι της Γέρσης τελείωσε. Η ιστορία έκλεισε. Μέχρι την συνάντησή μας δεν είχα διαβάσει το τέλος επίτηδες. Να μην μπορώ να ρωτήσω γιατί. Το τέλος ήταν προκαθορισμένο όμως. Η κα. Μαργαρίτη ετοιμάζει καινούργιο ταξίδι, φεύγει από την Πόλη αφήνει τον Σελίμ, την Γέρση, τον Γιώργη, τη Σάρρα, τον Πασαλή, την Βουντή, την Χρυσή. Αφήνει την Σμύρνη πίσω της και ετοιμάζει κάτι διαφορετικό, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Όπως μου είπε το κάθε είδος βιβλίου, αστυνομικό, αισθηματικό, ιστορικό, είναι σαν ένα καινούργιο ταξίδι , σαν μια καινούρια επίσκεψη για τον συγγραφέα, ο οποίος πρέπει να δοκιμάζεται από όλα τα είδη.

Μία μικρή γεύση από την Γέρση περιμένοντας το επόμενο βιβλίο της Αργυρώς Μαργαρίτη: “Ένας έρωτας παραμυθένιος το μυθιστόρημα αυτό, μπερδεμένος στις κλωστές της Ιστορίας, τότε που θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές της προδοσίας, τη δύναμη της φωτιάς. Σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς, οι ζωές μπερδεύονται με το καβουρντισμένο κύμινο και το πετιμέζι, Ρωμιοί και Τούρκοι, κιμπάρηδες και ραχατλήδες ηγέτες ξιπασμένοι, ανίκανοι, παθιασμένοι, αδιάφοροι. Ο χορός των ζεϊμπέκηδων, οι ατμοί του χαμάμ, τα προσκοπάκια στο Αϊδίνι, μυστικά και καταχωνιασμένες αμαρτίες, προδοσίες, φονικά, ένα γυμνό κορίτσι κρεμασμένο ανάποδα, ο Αχέροντας να καταπίνει φαντάρους, στην Αλμυρά Έρημο να ξεραίνονται κόκκινες μηλιές, οι ατμοί του χαμάμ να θολώνουν τις ζωγραφιές.

Η Γέρση μεγάλωσε στη Σμύρνη, αρχοντοπούλα αναντάμ μπαμπαντάμ, στη θωριά της σου κοβόταν η ανάσα. Περήφανη και ξιπασμένη, μαστίγωνε τις δούλες της μπας και τις κάνει φιλενάδες. Λουζόταν στο χαμάμ, όταν την είδαν ξαφνικά τα δύο καρντάσια, ο Γιώργης και ο Σελίμ, κι ήρθε ο έρωτας να σπαράξει τη σάρκα, να ξεπαστρέψει, να μαγέψει.
«Τι είμαι για σένανε, Γιώργη Καραδάμογλου; Αυτό μόνο….πρέπει να ξέρω…»
Το άλογο χρεμέτισε χτυπώντας την οπλή του σε μια πέτρα που εξείχε, ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Ο Γιώργης έχωσε τα μάτια στα τσίνορά της, ζυγίστηκε πάνω τους, ισορρόπησε, κρεμάστηκε. Βούλιαξε στο υγρό βλέμμα, φοβήθηκε μη γίνει δάκρυ και τον πνίξει, τσούλησε στην κατηφόρα της μύτης να σωθεί, χώθηκε στα ρουθούνια να ρουφήξει την οσμή της. Στα χείλη παραδόθηκε. Τα λευκά της δόντια τον γεμίσανε πληγές καθώς θυμήθηκε τη νύχτα τους. Εδώ που φτάσαμε δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να της πει την αλήθεια. Πήρε το χέρι της, έσκυψε κι απόθεσε στη φούχτα της ένα φιλί.
«Εσύ ομορφιά μου είσαι το κόκκινο στο αίμα μου….»

από την φοιτήτρια Θεολογίας – Δημοσιογράφο Στέλλα Σελιανίτη 

Write a response

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Close
Your custom text © Copyright 2018. All rights reserved.
Close