Ένα πολιτικό πρόσωπο που έχει να επιδείξει πλούσιο έργο ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Γεννήθηκε στην Πρώτη Σερρών στις 8 Μαρτίου του 1907 και πέθανε στις 23 Απριλίου του 1998. Διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της χώρας και εξελέγη δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ως Υπουργός Εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών. Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα.
Όταν ανέλαβε το Υπουργείο Μεταφορών, αποκατέστησε εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ήρθε σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες ηλεκτροδότησης, οι οποίες προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες, ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Η σύγκρουση του Καραμανλή με την Πάουερ, τον ώθησε στο ξήλωμα των ραγών που εξυπηρετούσε το δίκτυο του παλαιού τραμ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Για τη στάση του αυτή, κατηγορήθηκε ότι εξυπηρετούσε συμφέροντα του ανερχόμενου αυτοκινητιστικού λόμπυ και των λεωφορειούχων.
Στη Θεσσαλονίκη προκρίθηκε η μονοπωλιακή διαχείριση των συγκοινωνιών από τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, χωρίς να δρομολογηθούν τα τρόλεϊ στη θέση των τραμ, όπως έγινε στην Αθήνα. Ο Καραμανλής προώθησε νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενίσχυσε το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα κόμματα και κόστισε στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Τσαλδάρη και Σοφούλη.
Στο υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, στο οποίο η παρουσία του ήταν σχετικά μακροχρόνια, επικέντρωσε την προσπάθειά του στη διαχείριση του προγράμματος που αφορούσε την εγκατάσταση στα αστικά κέντρα και στη συνέχεια την επανεγκατάστασή τους στις επαρχίες των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου.
Συγκεκριμένα, δημιούργησε το Πρόγραμμα «Πρόνοια-Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορήγησε στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου, παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση.
Εντός ενός έτους επαναπατρίστηκαν 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό. Τέλος, ο χειρισμός του Κυπριακού ήταν ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας, που βάραινε στην επιλογή του βασιλιά. Ο στρατάρχης Παπάγος είχε επιδιώξει να θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στο διμερές πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων, ελπίζοντας σε φιλική διευθέτηση του ζητήματος. Η ωμή απόρριψη του αιτήματός του από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 1953, ώθησε τον Παπάγο σε διεθνοποίηση του ζητήματος μέσω προσφυγής στον ΟΗΕ.
Η προσφυγή δεν τελεσφόρησε, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε την αρνητική στάση των ΗΠΑ, που έδιναν έμφαση στην ανάγκη διατήρησης της βρετανικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματική λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός παράγοντας αποκτούσε βαρύνουσα σημασία για τη δυτική στρατηγική και η τουρκική αντίθεση οξύνθηκε, επηρεάζοντας αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ελληνική μειονότητα.
Η ελληνική κοινή γνώμη και τμήματα των πολιτικών δυνάμεων της μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν σταδιακά κριτική στάση έναντι τόσο της αμερικανικής πολιτικής, όσο και αυτού που θεωρούσαν ως αποτυχημένη πολιτική προώθησης της εθνικής διεκδίκησης από την κυβέρνηση του Συναγερμού. Αυτό που τέθηκε υπό αμφισβήτηση δεν ήταν ένας μεμονωμένος χειρισμός εξωτερικής πολιτικής, αλλά το θεμέλιο της μετεμφυλιακής πολιτικής διευθέτησης. Ο Καραμανλής, τον Σεπτέμβριο του 1955, επέκρινε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, την πολιτική της κυβέρνησης Παπάγου ως μαξιμαλιστική. Βασική παραδοχή της θέσης του ήταν ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να επιδιώξει άμεσα την αυτοδιάθεση, δηλαδή την ένωση, αλλά έπρεπε να αρκεστεί για ένα απροσδιόριστο διάστημα σε καθεστώς ευρείας αυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό βρετανική κυριαρχία.
Το όνομά του θα γίνει γνωστό στο πανελλήνιο από τη θητεία του ως Υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου (1952-1955). Θα επιτελέσει σπουδαίο έργο, με την κατασκευή βασικών έργων υποδομής (εγγειοβελτιωτικά έργα, οδικές αρτηρίες, ενεργειακές μονάδες, έργα ύδρευσης κ.ά.). Ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και η απήχηση του έργου του στην κοινή γνώμη, αποτέλεσε ισχυρό έρεισμα για την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου. Η πρωτοβουλία του βασιλέως Παύλου να του αναθέσει τον σχηματισμό της κυβέρνησης, στις 5 Οκτωβρίου 1955, εξέπληξε τους πάντες, αφού επικρατέστεροι για τη διαδοχή ήταν οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Παπάγου, Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα, ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις – με τη συμμετοχή ιδίως των Ευάγγελου Αβέρωφ, Γιάγκου Πεσμαζόγλου και Ξενοφώντος – υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962αμερικανικός παράγοντας λάμβανε επίσης υπόψη ότι ο Καραμανλής είχε επιδείξει διοικητική ικανότητα και πειθαρχημένη και αποτελεσματική εργασία, αναγκαία στοιχεία για την επιτυχή προώθηση ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης που θα επιτύγχανε σε μακροπρόθεσμη βάση κοινωνική σταθερότητα και εξουδετέρωση της αριστεράς.
Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Οι ιδιαίτερες συνθήκες με τις οποίες επήλθε η μεταπολίτευση, η ταχύτητα μεταβίβασης της εξουσίας από τους στρατιωτικούς και η συμφωνία τελικά του αστικού πολιτικού κόσμου προς το πρόσωπο του Καραμανλή, χωρίς να έχει επέλθει κοινωνική αποσταθεροποίηση και μαζική κινητοποίηση, επέτρεπαν στον Μακεδόνα πολιτικό να εφαρμόσει την μετριοπαθή στρατηγική του, χωρίς την άμεση πίεση ριζοσπαστικών εναλλακτικών, τις οποίες θα επιδίωκε να προλάβει πριν από πιθανή εκδήλωσή τους και όχι να τις εξουδετερώσει μετά από αυτήν.
Στις ελληνικές συνθήκες, φαίνεται ότι ο Καραμανλής πίστευε πως η μεταπολίτευση και η θεμελίωση ενός νέου δημοκρατικού συστήματος, απαλλαγμένου από τους περιορισμούς της μετεμφυλιακής περιόδου, σήμαινε ότι θα ατονούσαν οι άκαμπτες διακρίσεις των πολιτικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε στις συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής πολιτικής με φορέα το ΠΑΣΟΚ, καθώς το πολιτικό στίγμα του Καραμανλή θα υφίστατο την πίεση της νέας εποχής. Τέλος, όπως ήταν ευδιάκριτο σε σύγχρονους παρατηρητές της εποχής, ο Καραμανλής ήταν μετά το 1974 ένας απρόθυμος αρχηγός κόμματος. Λόγω των συνθηκών της μεταπολίτευσης και του κυριαρχικού προσωπικού του ρόλου, έτεινε να αποστασιοποιείται από την κομματική διαμάχη και να επιχειρεί να αποκτήσει μια υπόσταση υπερκομματική, αν και δεν παρέλειψε να προσδώσει ορισμένα θεμελιώδη οργανωτικά χαρακτηριστικά στη Νέα Δημοκρατία, που απέβλεπαν κυρίως σε μια συντεταγμένη διαδικασία διαδοχής του.
Συνεπώς ο Καραμανλής απέβλεπε στην αναγόρευσή του σε μια εθνική προσωπικότητα υπεράνω κομμάτων. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, όπως έδειξε και η άρνηση της αντιπολίτευσης να τον υποστηρίξει κατά τις προεδρικές εκλογές που εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας, το 1980 και το 1990, αλλά και το 1985, όταν η αναμενόμενη υπόδειξή του από το ΠΑΣΟΚ διαψεύστηκε εκ των πραγμάτων. Η κεντροαριστερά έβλεπε στο πρόσωπό του, τον ιστορικό ηγέτη και το σύμβολο της δεξιάς. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με το παραδοσιακό κέντρο. Το κέντρο έβλεπε στο πρόσωπό του αρχικά έναν πολιτικό ιστορικού αντιβενιζελικού στίγματος.
Ο ίδιος απέβλεπε στην υπέρβαση του ιστορικού σχίσματος αντιβενιζελικών-βενιζελικών, το οποίο ούτως ή άλλως είχε ατονήσει το 1955, όταν ο Καραμανλής σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση. Ταυτόχρονα απέφευγε τις συνεργασίες με κόμματα και ομάδες του κεντρώου χώρου, καθώς διέβλεπε σ’ αυτές τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των κυβερνήσεών του από ένα έντονο φατριαστικό στοιχείο που διακρινόταν στον κεντρώο χώρο κατά τη δεκαετία του 1950.
Ο Μακεδόνας πολιτικός δεν απέφευγε όμως τη μεμονωμένη συνεργασία κεντρώων στελεχών, που μπορούσαν να κομίσουν στο κόμμα του και στις κυβερνήσεις του διοικητικές και πολιτικές ικανότητες που δεν βρίσκονταν πάντοτε σε αφθονία στον δικό του πολιτικό χώρο. Διακεκριμένοι συνεργάτες του όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γρηγόριος Κασιμάτης και αργότερα ο Ιωάννης Μπούτος ήταν τέτοιες περιπτώσεις. Μετά τη μεταπολίτευση ο Καραμανλής θα προτιμούσε τον χώρο της αντιπολίτευσης στην Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου, αλλά η ήττα της στις εκλογές του 1977 τον έτρεψε στο εγχείρημα της διεύρυνσης, καθώς το ΠΑΣΟΚ είχε επικρατήσει πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση. Το εγχείρημα απέδωσε σε επίπεδο στελεχών και η εκλογή του ίδιου ως προέδρου της Δημοκρατίας το 1980 έγινε δυνατή και η Νέα Δημοκρατία ενισχύθηκε ως κόμμα και ως κυβέρνηση από την παρουσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Γράφει η Δέσποινα Σιδέρη
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Παναγιώτης Ανδρεάδης