H γυναικεία χειραφέτηση ξεκίνησε στη Ελλάδα στα μέσα του 20ου αιώνα. Μέχρι τότε επικρατούσε το πρότυπο της πατριαρχικής οικογένειας και οι γυναίκες αναλάμβαναν ρόλους, όπως αυτός της νοικοκυράς, της συζύγου και της μητέρας, καθώς δεν είχαν πρόσβαση στη εκπαίδευση. Με τη πάροδο του χρόνου αυτό άλλαξε και οι γυναίκες άρχισαν να αναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους. Σιγά σιγά, άρχισαν να ενσωματώνονται στη κοινωνία και μέσα από πολλούς αγώνες διεκδίκησαν τα ίσα δικαιώματα με τους άνδρες, με σημαντικότερο το δικαίωμα ψήφου που καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1963. Σήμερα θα εστιάσουμε στις πέντε πιο σημαντικές Ελληνίδες του 20ου αιώνα και κατά πόσο μέσα από την προσωπικότητα και την καριέρα τους επηρέασαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Οι συγκεκριμένες γυναίκες επιλέχθηκαν ανάλογα με την καλλιτεχνική τους πορεία, αλλά και το εύρος της φήμης τους.
Μαρία Κάλλας
Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει ως η “ντίβα της όπερας” και άλλοι ως “φωνή του 20ου αιώνα”. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Μαρία Κάλλας υπήρξε από τις σημαντικότερες λυρικές τραγουδίστριες όλων των εποχών και καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της παγκόσμιας όπερας.
Γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη με το πραγματικό όνομα Μαρία Καλογεροπούλου. Σε μικρή ηλικία αρχίζει τα πρώτα μαθήματα πιάνου και σε ηλικία 11 ετών λαμβάνει το πρώτο της βραβείο. Το 1937 η σοπράνο μετά το διαζύγιο των γονιών της επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα και την αδερφή της και παράλληλα συνεχίζει και τις μουσικές σπουδές της. Δυο χρόνια αργότερα κάνει το πρώτο της ντεμπούτο ως Σαντούζα σε μια παράσταση της Αγροτικής Ιπποσύνης, ενώ πριν το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου συνεργάζεται και με την Εθνική Λυρική Σκηνή αλλά και το Βασιλικό Θέατρο. Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα στρέφει τις βλέψεις της προς την Αμερική, καθώς αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πια τόσο επιθυμητή στην Ελλάδα. Τόσο εξαιτίας της υποτίμησης της από τη Λυρική σκηνή, όσο και εξαιτίας των κατηγοριών από συναδέλφους της και την στάσης του Τύπου, ότι συνεργάζονταν με τους κατακτητές.
Φτάνοντας στη γενέτειρά της η Κάλλας απορρίπτει και τους δυο ρόλους που τις προσφέρουν. Εκείνη τη περίοδο γνωρίζει τον Τζοβάνι Τζενατέλλο ο οποίος της ανοίγει τις πόρτες για μια καριέρα στην Ιταλία. Εκεί γνωρίζει και τον Τζοβάνι Μενεγκίνι που θα ασκήσει καταλυτικό ρόλο στη καριέρα της. Το 1951 κάνει τη πρώτη της εμφάνιση στη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ στις 26 Οκτωβρίου του 1956 εμφανίζεται ως “Νόρμα” στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Μαρία Κάλλας θα επιστρέψει στη Ελλάδα με την παράσταση “Νόρμα” στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Η επιτυχία της παράστασης ήταν πρωτοφανής και ο κόσμος ήταν τόσο ενθουσιασμένος από την ερμηνεία της, που την κάλεσαν δέκα φορές στη σκηνή για να τη χειροκροτήσουν.
Το 1965 θα δώσει την τελευταία της παράσταση στο “Κόβεντ Γκάρντεν” με την “Τόσκα” του Τζεφιρέλι, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα λάβει τη ελληνική υπηκοότητα με την ελπίδα ότι ο μεγάλος της έρωτας, Αριστοτέλης Ωνάσης θα την παντρευτεί. Κάτι το οποίο δεν θα συμβεί και αυτό θα επηρεάσει κατά πολύ τη μεγάλη σοπράνο.
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 η Μαρία Κάλλας βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα της στο Παρίσι. Αιτία θανάτου θεωρείται ότι ήταν η υψηλή δόση βαρβιτουρικών.
Μελίνα Μερκούρη
Πολυβραβευμένη ηθοποιός και τραγουδίστρια με μεγάλη πορεία στο θέατρο και τον κινηματογράφο, τόσο στη Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου κατά τις περιόδους 1981-1989 και 1993-1994.
Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, με το όνομα Μαρία Αμαλία Μερκούρη. Προερχόταν από οικογένεια πολιτικών, ωστόσο η ίδια επέλεξε να ασχοληθεί με την υποκριτική. Το 1938 περνάει από ακρόαση στο Εθνικό Θέατρο και γίνεται δεκτή. Κάνει το ντεμπούτο της το 1944 στο θέατρο Βρετάνια.νΑκολουθούν πολλές εμφανίσεις στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ώσπου το 1951 η Μελίνα αρχίζει να εμφανίζεται και στη γαλλική πρωτεύουσα. Σταθμός στη καριέρα της αποτελεί η παράσταση του Μπρόντγουει “Illya darling”, ενώ η θεατρική διασκευή του “Never on Sunday” θα της χαρίσει παγκόσμια φήμη. Για την συγκεκριμένη ταινία η ηθοποιός είχε προταθεί και για Όσκαρ το 1960, το οποίο όμως δεν κέρδισε. Εκτός από ηθοποιός η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε και σπουδαία ερμηνεύτρια, καθώς συνεργάστηκε με σπουδαίους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζηδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με το τίτλο “Γεννήθηκα Ελληνίδα”. Τα έσοδα από τις πωλήσεις τα διέθεσε για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Το βιβλίο αυτό ήταν και μια απάντηση προς τους δημοσιογράφους που περίμεναν μια δήλωση της σχετικά με την αφαίρεση της ελληνικής υπηκοότητας . Η ίδια δήλωσε “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα”. Πολλές ήταν και οι συναυλίες που διοργάνωνε με σκοπό τη πτώση της Χούντας.
Τις περιόδους 1981-1989 και 1993-1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού. Επίσης ξεκίνησε την εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων του Παρθενώνα. Ακόμη επινόησε τον θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων, αλλά και τον θεσμό των πολιτισμικών πρωτευουσών της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της, δίνει μεγάλη βάση στη εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία.
Στις 6 Μαρτίου του 1994 έπειτα από μεγάλη μάχη με τον καρκίνο αφήνει τη τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης.
Σοφία Βέμπο
Η Σοφία Βέμπο είναι μια κορυφαία ερμηνεύτρια και ηθοποιός που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η τραγουδίστρια της Νίκης, καθώς ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο σημαντικά εθνικά τραγούδια όπως “ο Ντούτσε” και “Παιδιά της Ελλάδος” κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στη Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Το κανονικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο, αλλά το άλλαξε σε “Βέμπο”,διότι με αυτό το όνομα είχε συνηθίσει να παρουσιάζεται στο κοινό. Το 1912 εγκαταλείπει την Ελλάδα και μετακομίζει μαζί με την οικογένεια της στην Κωνσταντινούπολη. Το 1914 εξαιτίας της υπογραφής της συνθήκης της ανταλλαγής πληθυσμών επιστρέφει στην πατρίδα και συγκεκριμένα στο Βόλο. Η πρώτη της επαφή με τη μουσική ήρθε όταν εργάζονταν ως ταμίας σε ένα κατάστημα, όπου αγόρασε τη πρώτη της κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει. Μια μέρα καθώς ταξίδευε με το τρένο προς τη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει ταυτόχρονα. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε, το ίδιο και ο Κωνσταντίνος Τσίμας, ένας ιμπρεσάριος που λίγο καιρό μετά την ανέδειξε στη Σοφία Βέμπο που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.
Σύντομα κατέβηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για το θέατρο Κεντρικόν και λίγο αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική Columbia. Mε τη κήρυξη του Ελληνοιταλικού πολέμου η Σοφία Βέμπο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εμψύχωση του ελληνικού στρατού ερμηνεύοντας πατριωτικά τραγούδια. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, κατέφυγε στην Μέση Ανατολή οπού και εκεί συνέβαλε στην αναπτέρωση του φρονήματος των ελληνικών στρατευμάτων. Όσο καιρό βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε μπει στο στόχαστρο των Ιταλών που προσπάθησαν πολλές φορές να την τρομοκρατήσουν. Συχνά πραγματοποιούσε συναυλίες και τα έσοδα τα διέθετε για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού .
Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα, καθώς έκρυβε στο σπίτι της φοιτητές, τους οποίους μετά αρνείτο να παραδώσει στις αρχές. Η μεγάλη ερμηνεύτρια άφησε τη τελευταία της πνοή στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε πάνδημο συλλαλητήριο.
Κατίνα Παξινού
Σπουδαία και βραβευμένη με Όσκαρ Ελληνίδα ηθοποιός, η οποία αποτέλεσε και ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας.
Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στο Πειραιά. Σπούδασε μουσική στη Γενεύη, στο Βερολίνο και τη Βιέννη. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καταφεύγει στο Λονδίνο και μετά στις Η.Π.Α. Εκεί συνέχισε την καριέρα της ως ηθοποιός, παίζοντας σε πολλές ταινίες με αποκορύφωμα τη ταινία “Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα” (1943), που τη χάρισε και ένα Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των βραβείων που απονεμήθηκε Όσκαρ σε μη Αμερικανό ηθοποιό και πρώτη φορά που κάποιος Έλληνας κέρδιζε το βραβείο. Τη στιγμή που παρέλαβε το βραβείο η Κατίνα Παξινού είπε συγκινημένη : “Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου ζωντανών και νεκρών” ( εκείνη τη περίοδο στην Ελλάδα επικρατούσε πόλεμος, οπότε δεν γνώριζε ποιος ήταν νεκρός ή ζωντανός).
Το 1949 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Μπιάρτς για την ερμηνεία της στο “Το πένθος ταιριάζει στη Ηλέκτρα”. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της ασχολήθηκε με τη μετάφραση θεατρικών έργων, αλλά και τη σύνθεση μουσικής, όπως στη παράσταση “Οιδίπους ο Τύραννος”.
Το καλοκαίρι του 1972 κάνει τη τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο της Επιδαύρου.
Έλλη Λαμπέτη
Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου που ξεχώρισε για τις ερμηνείες της .
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια της Αττικής. Από μικρή φαίνονταν ότι ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη της υποκριτικής. Στην αρχή αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες, καθώς δεν έγινε δεκτή στο Εθνικό Θέατρο. Κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο το 1942 με τη παράσταση “Η Χάννελε πάει στο Παράδεισο”. Ξεχώρισε ιδιαίτερα για τις ερμηνείες της στο “Γυάλινο Κόσμο” και στην “Αντιγόνη”. Το 1952 συγκροτεί μαζί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παπά ένα θίασο.
Μετά το διαζύγιο της με τον Χορν συνεχίζει τη θεατρική της καριέρα ανεβάζοντας τη παράσταση “Λεωφορείο ο Πόθο” δίνοντας συνολικά 400 παραστάσεις. Από το 1969 η Έλλη Λαμπέτη αρχίζει να δίνει σκληρή μάχη με τον καρκίνο και αυτό φυσικά επηρέασε και την καριέρα της, καθώς εξαιτίας των χημειοθεραπειών έχασε της φωνητικές της χορδές. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1982, άφησε την τελευταία της πνοή στο Νοσοκομείο Mount Sinai Hospital της Νέας Υόρκης. Προς τιμή της σπουδαίας ηθοποιού το θέατρο “Γρενάδα” που βρίσκεται στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας άλλαξε το όνομα του σε θέατρο Λαμπέτη.
Γράφει η Lolea Lisa-Maria
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Παναγιώτης Ανδρεάδης