Η Γεωργία Βασιλειάδου, κατά κόσμον Γεωργία Αθανασίου, γεννήθηκε στην Αθήνα στην περιοχή της Κυψέλης, την 1η Ιανουαρίου του’ 1897 σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά.
Το πραγματικό της όνομα το άλλαξε σε Βασιλειάδου, όταν αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι και την υποκριτική. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας,ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια…
Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει τη χήρα μάνα της, που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε εποχές δύσκολες.Έτσι, μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.
Έτσι, στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Όχι, όμως, και το τραγούδι.Τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας με την οικονομική ανέχεια, αλλά και τα ταμπού της εποχής, που λίγο έλειψαν να στερήσουν στον κόσμο, την «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για την Βασιλειάδου, ο άλλος σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος.
Την πρώτη της καλλιτεχνική εμφάνιση έκανε το 1922 σαν μέλος της χορωδίας του Θεάτρου Ολύμπια, στο έργο «Ερνάνη» του Τζουζέπε Βέρντι,οπότε και ξεκίνησε τις σπουδές της στην Γεννάδειο Σχολή το 1923 και κατόπιν εμφανίστηκε σε διάφορες όπερες. Το ηθικό της είναι πλέον αναπτερωμένο και κάνει σχέδια για το μέλλον… Η βελούδινη φωνή της, μάγευε τους δασκάλους της,οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική.
Μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και πλέον, ο δρόμος της καταξίωσης ήταν διάπλατα ανοιχτός για την ταλαντούχα Βασιλειάδου. Τεράστια επιτυχία της επηρέασε και τις δύο σπουδαίες της εποχής: την Κυβέλη και την Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία την «έκλεψε» από τη μεγάλη αντίζηλό της και την πήρε υπό τη σκέπη της για τα επόμενα χρόνια. Στη συνέχεια εργάστηκε σε μεγάλα θεατρικά σχήματα της εποχής, με τους Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Μυράτ,ερμηνεύοντας ποικίλους και σημαντικούς ρόλους.
Στα μέσα του 1930, αποφάσισε να σταματήσει, μετά από ένα γάμο της που υπήρξε όμως ατυχής. Ωστόσο, τ’ άφησε όλα στην άκρη για να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της κόρης της, Φωτεινής την οποία απέκτησε το’ 1935, όταν, όμως, ο γάμος της μ’ έναν έμπορο, είχε πλέον διαλυθεί.Στη συνέχεια γνώρισε τη Σοφία Βέμπο, η οποία και της υποσχέθηκε να τη βοηθήσει.
Ο άνθρωπος που την ανακάλυψε και της έδωσε την ευκαιρία να κάνει μεγάλη καριέρα ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος, έτσι στα σαράντα δύο της χρόνια, κάνει ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα και με το έμφυτο ταλέντο της κατακτάει αμέσως το κοινό. Ο Αλέκος Σακελλάριος, της προσέφερε ένα ρόλο το 1939 στα «Κορίτσια της παντρειάς», που έγινε η αφορμή για το ξεκίνημα μιας δεύτερης, αλλά περισσότερο γνωστής καριέρας – αυτή τη φορά ως “ομορφότερης άσχημης” του ελληνικού κινηματογράφου, -όπως χαρακτηρίστηκε. Στην εταιρεία της Φίνος Φιλμ έγιναν οι μεγάλες της επιτυχίες όπως: «Η ωραία των Αθηνών»,« Η θεία απ΄ το Σικάγο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» και πολλές άλλες…
Έλαβε μέρος και στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξαναστρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου το 1980, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο..
Άφησε τεράστια κληρονομιά για τις επόμενες γενιές… Γυναίκα, η οποία δεν πτοήθηκε ποτέ από την εξωτερική της εμφάνιση!Θα τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη… Όλοι μας γελάσαμε μέχρι δακρύων σε όλες τις κωμωδίες, και θαυμάσαμε το έμφυτο ταλέντο της.
Από τη Σοφία Βαλάβάνη