«Άρχιζε να γκρινιάζει και να φωνάζει για το φαγητό. Με έβριζε και με προσέβαλλε. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπόρεσα να ανεχτώ τα λόγια του και να σκύψω το κεφάλι». Τότε ήταν που η Αντριάννα ένιωσε να θυμώνει ανεξέλεγκτα…«Του είπα ότι δεν μπορεί πια να βρίζει και να φωνάζει. Του φώναζα ότι το μεσημέρι ήταν η τελευταία φορά που σήκωσε χέρι σε μένα και στα παιδιά. Του έλεγα αυστηρά και πολύ θυμωμένα ότι αν ήθελε να εξακολουθεί να τρώει και να κοιμάται σε αυτό το σπίτι, θα έπρεπε να μας σέβεται και να μας φέρεται καλά. “Δεν θα ξαναχτυπήσεις και δεν θα ξαναβρίσεις ποτέ εδώ μέσα” του είπα ουρλιάζοντας.
Ο άντρας της τότε σηκώθηκε απειλητικά. Της τραβούσε τα μαλλιά και την έβριζε χυδαία. Η ίδια είχε χάσει τον έλεγχο εδώ και ώρα. «Δεν ξέρω πόση ώρα μου τραβούσε τα μαλλιά και με χτυπούσε. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι αντιδρούσα και πάλευα να ξεφύγω φωνάζοντάς του «Ποτέ πια.» Κάποια στιγμή είδα μπροστά μου το μαχαίρι και του το κάρφωσα στην πλάτη, δεν ξέρω πόσες φορές.» «Ποτέ πια», εξακολουθούσε να μονολογεί, ήρεμα πια, η Αντριάννα καθώς την μάζευαν οι αστυνομικοί.
Η Αντριάννα ήταν το πρώτο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας που με το ζόρι τα έβγαζε πέρα. Ο μικρότερος αδερφός της είχε νοητικά προβλήματα. Βοηθούσε στο σπίτι και στα χωράφια, κατάφερε ωστόσο να βγάλει με δυσκολία το γυμνάσιο. «Οι γονείς μου ήταν πολύ ταπεινοί. Με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα που πήγαινα σχολείο αντί να τους βοηθώ όλη την ημέρα στις δουλειές. Ήμουν ένα τεράστιο βάρος για εκείνους».
Στα 17 της οι γονείς της την παντρέψανε με έναν άντρα 30 χρονών, αγρότη. «Πρόσεξε κακομοίρα μου να πάνε όλα καλά», της είπε η μητέρα της πριν από το γάμο. «Να ξέρεις πως αν κάτι πάει στραβά, ακόμα κι αν φταίει ο άντρας σου, εμείς θα είμαστε με το μέρος του. Μη μας ρεζιλέψεις».
Σε ένα χρόνο η Αντριάννα γέννησε ένα γιο. Μετά από δύο χρόνια έφερε στη ζωή κι ένα κοριτσάκι. «Ο άντρας μου δεν έμενε πολύ ώρα στο σπίτι. Περισσότερη ώρα έβλεπα την πεθερά μου η οποία απαιτούσε να γίνονται όλα στο σπίτι όπως ήθελε αυτή. Εγώ δεν είχα μάθει τι είναι αυτοσεβασμός και αξιοπρέπεια. Φοβόμουν για τους γονείς και τον αδερφό μου. Ο γάμος μου τους επέτρεπε να επιβιώνουν. Εγώ ντρεπόμουν αφάνταστα μπροστά σε κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα στα πεθερικά μου.»
«Κάποια στιγμή ο άντρας μου μάλωσε με την πεθερά μου και της είπε να μην έρχεται στο σπίτι. Από τότε άρχισε που και που να με χτυπάει. Ξεκίνησε και το ποτό». Ο άνδρας της την κακοποιούσε όλο και συχνότερα, πολλές φορές μπροστά στα παιδιά. Αργότερα χτυπούσε και τα παιδιά ακόμα.
«Εγώ δεν ήξερα να προστατεύσω τον εαυτό μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αρνούμαι την πραγματικότητα και να εύχομαι ότι κάποτε όλα θα σταματούσαν. Μια μέρα είπα στην μάνα μου ότι ο άντρας μου με χτυπούσε. “Σου αξίζει, τέτοια που είσαι”, ήταν η απάντησή της. Όταν της είπα ότι χτυπούσε και τα παιδιά μου είπε “Κακομοίρα μου, το νου σου. Μην πεις σε κανέναν τίποτα”».
Η Αντριάννα ανεχόταν αυτή την κατάσταση, μέχρι που αντέδρασε βίαια, μαχαιρώνοντας τον άντρα της. Αυτή της η πράξη την οδήγησε στη φυλακή. «Τους πρώτους μήνες στη φυλακή, καθόμουν αμίλητη και δεν έκανα τίποτα. Αργότερα, άρχισα δειλά-δειλά να μιλάω με κάποιες κρατούμενες. Άκουγα τις ιστορίες των γυναικών αυτών και τις έλεγα και την δική μου. Τότε ήταν που άρχισα να καταλαβαίνω τι ζωή ζούσα όλο αυτό τον καιρό». Μια μέρα, κάποια κρατούμενη τη ρώτησε, αν είχε μετανιώσει. Η Αντριάννα δεν ήξερε τί να απαντήσει. «Έβλεπα συχνά στον ύπνο μου τη στιγμή που μαχαίρωνα τον άντρα μου. Ξαναζούσα εκείνη την αίσθηση που είχα, για την οποία έμαθα στη φυλακή, ότι λέγεται κόκκινη κηλίδα. Η στιγμή του φόνου όπου το μόνο που βλέπεις είναι το κόκκινο αίμα που βγάζει μια έντονη μυρωδιά, η οποία σου ξυπνά ζωώδη ένστικτα από μέσα σου. Αν και εφιάλτης, τα όνειρα αυτά μου έδιναν μια αίσθηση δύναμης». Αυτό που τελικά απάντησε η Αντριάννα στην ερώτηση της συγκρατούμενής της, ήταν ότι έχει μετανιώσει για τον τρόπο με τον οποίο ζούσε όλον αυτό τον καιρό. «Δεν είχα αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Δεν είχα μάθει από τους γονείς μου να έχω. Τώρα θέλω να ζω με αυτοπεποίθηση. Δεν ήξερα άλλο τρόπο να προστατεύσω εμένα και τα παιδιά μου από τον άντρα μου. Μόνο γι’ αυτό αισθάνομαι άσχημα. Από την άλλη νιώθω περήφανη που αντιστάθηκα και αντέδρασα, ακόμα και μ’ αυτόν τον ακραίο τρόπο. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι για μένα.»
Η Αντριάννα πήρε μέσα στην φυλακή την απόφαση να δομήσει έναν χαρακτήρα γεμάτο αυτοπεποίθηση. Δεν είναι εύκολο. Ο πόνος στις φυλακές είναι πολύς και οι σχέσεις μεταξύ των κρατουμένων πολύ δύσκολες. Γυναίκες που διέπραξαν εγκλήματα, άλλες που μπήκαν μέσα για μικροκλοπές κι απάτες, τοξικομανείς και αλλοδαπές, στοιβάζονται στον ίδιον χώρο, γεγονός που δημιουργεί πολλά προβλήματα.
Η Αντριάννα αποφάσισε να εργαστεί μέσα στη φυλακή. Μαζί με άλλες κρατούμενες φτιάχνουν χειροποίητα χαλιά στο ταπητουργείο των φυλακών. «Δεν είναι μόνο ότι θέλω να απολυθώ πιο γρήγορα. Θέλω να ξέρω κάποια δουλειά όταν βγω από ’δω μέσα».
Τον ελεύθερο χρόνο της η Αντριάννα διαβάζει και κάποιες φορές βλέπει τηλεόραση. Πολλές είναι οι στιγμές που σκέφτεται τα παιδιά της. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο επώδυνο είναι να μην μπορείς να βλέπεις τα παιδιά σου. Φαντάζομαι ότι το ίδιο επώδυνο θα είναι και γι’ αυτά. Καλλίτερα όμως εδώ στη φυλακή, παρά να συνέχιζα να σκύβω το κεφάλι μπροστά στον άντρα μου και να του επιτρέπω να μας κακοποιεί όλους. Το ότι αντέδρασα ήταν το καλλίτερο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω για τα παιδιά μου. Όταν βγω θα τους αλλάξω την γνώμη τους για μένα. Δεν θα είμαι η αφελής και υποχωρητική γυναίκα που έκαναν όλοι ότι ήθελαν. Τα παιδιά μου θα γίνουν περήφανα για μένα και για τους εαυτούς τους».
Υπήρξαν στιγμές που η Αντριάννα ένιωθε αδικημένη από τη ζωή. Έβλεπε στην τηλεόραση ανθρώπους να έχουν φυσιολογική ζωή και ζήλευε. «Άκουγα όμως για ανθρώπους πλούσιους και διάσημους που βυθίζονταν στα ναρκωτικά και σκέφτηκα ότι κανείς δεν μπορεί να πει ποιος είναι ευτυχισμένος και ποιος όχι. Σταμάτησα να νιώθω αδικημένη και από τότε φροντίζω να τα καταφέρνω όσο το δυνατόν καλλίτερα. Ποτέ δεν ξέρεις τί σου επιφυλάσσει η ζωή. Κάπου διάβασα ότι κανείς μας δεν ξέρει τόσα πολλά, ώστε να είναι απαισιόδοξος».
Μέσα στη φυλακή, σφυρηλατήθηκε η πίστη της στο Θεό. «Διαβάζω συνέχεια την Καινή Διαθήκη. Μου αρέσει η παραβολή όπου ένας κύριος δίνει στους εργάτες του διάφορα χρηματικά ποσά και τους ζητά να αυξήσουν μόνοι τους αυτό το ποσό που πήραν. Εγώ από τη ζωή μπορεί να πήρα λίγα, όμως θα διεκδικήσω περισσότερα». Τελικά σκέφτομαι ότι μπήκα στη φυλακή επειδή θέλησα να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Εδώ είναι που θα μάθω να ζω ελεύθερη, έτσι, ώστε, όταν βγω από τη φυλακή να μπορώ να ζω με αξιοπρέπεια και να κάνω τις δικές μου επιλογές».
Από τη Βίκυ Μπαφατάκη & τον Άγη Σταυρόπουλο